Ο δρόμος ήταν κατηφορικός και στην διασταύρωση είχε μια ταμπέλα που έλεγε αριστερά για Πτολεμαίδα, δεξιά για Καστοριά-Φλώρινα. Κατέβασε 2 ταχύτητες, έστριψε δεξιά και η BMW συνέχισε να κινείται δίπλα στην λίμνη Βεγορίτιδα… Είχε μουδιάσει ολόκληρος απο το κρύο, είχε διαλέξει και τη δύσκολη διαδρομή, από Κλεισούρα, αλλά έμεναν καμμιά 50αριά χλμ και ήθελε να κάνει στάση στην Καστοριά, λίγο πριν αρχίσει να ανηφορίζει για το Βίτσι.
Ήταν ένα ταξείδι που πάντα ήθελε να το κάνει. Ιδίως τώρα που είχε ιδιαίτερο λόγο, είχε πάρει την απόφαση. Σε λιγότερο απο μιά ώρα έφτανε στο Τοιχίο, ένα χωριό στους πρόποδες του Βιτσίου, με θέα την λίμνη της Καστοριάς. Είχε σταματήσει να ξεμουδιάσει στην Καστοριά, που καθόλου δεν έμοιαζε πλέον με την πόλη που είχε γνωρίσει όταν ήταν πιτσιρίκος. Καμμιά σχέση με την παληά Καστοριά, ακόμα και η λίμνη έδειχνε πεθαμένη και πνιγμένη από την ανοικοδόμηση.
Τα λάστιχα της μηχανής είχαν ζεσταθεί, αλλά ζούσε με το φόβο του να συναντήσει πάγο σε καμμιά ανήλιαγη στροφή και να βρεθεί με χωράφι στο νομό Καστοριάς. Έκανε ψοφόκρυο, τριήμερο καθαρής δευτέρας, τέλη Φεβρουαρίου, μπήκε κάτω απο τις κουβέρτες στον ξενώνα, ευτυχώς το καλοριφέρ έκαιγε απο νωρίς και πριν προλάβει να κοιμηθεί, ονειρευόταν..
Την Βισσυνιά των 135 κατοίκων..
Βισσυνιά – 1960
Ήταν Φεβρουάριος και ο χειμώνας ήταν βαρύς. Το λεωφορείο ίσα ίσα που μπορούσε να κινηθεί στο δρόμο απο το πολύ χιόνι. Μέχρι την καστοριά ήταν καλούτσικα, αλλά στο δρόμο για την Βισσυνιά το χιόνι ξεπερνούσε το ένα μέτρο. Φτάνοντας στο χωριό, η Αγγελική πρόσεξε πόσο παχύς ήταν ο καπνός που ανέβαινε απο τις καμινάδες των σπιτιών. Δεν φυσούσε πολύ και το τοπίο ήταν μάλλον εντυπωσιακό για ένα κορίτσι της πόλης. Πρωτοδιορισμένη μαία, ανέβαινε με το λεωφορείο της γραμμής προς τον τελικό προορισμό. Δεν φοβόταν το τι την περίμενε, ήταν μάλλον αγοροκόριτσο χώρια που ο πατέρας της ήταν απο το Επταχώρι, ένα χωριό επίσης στον νομό Kαστοριας, αλλά στις πλαγιές της Πίνδου. Έτσι αισθανόταν τον νομό Καστοριάς οικείο, χωρίς νά έχει πάει πολλές φορές στο χωριό του πατέρα της, αλλά είχε γνωρίσει πολλά απο αφηγήσεις.
Μπαίνοντας στο χωριό, πρόσεξε τον χωροφύλακα. Με το πηλίκιο και μιά χλαίνη μέχρι το γόνατο, περπατούσε στην άκρη του δρόμου και μπήκε στο χιόνι για να περάσει το λεωφορείο. –Τι αγριόφατσα, σκέφτηκε.. Την περίμενε ο παπάς του χωριού, γνωρίστηκε και με την δασκάλα και εγκαταστάθηκε στο κοινοτικό ιατρείο. Είχαν φέρει ξύλα, της άναψαν και το τζάκι, -Επιτέλους απόκτησα και εγώ τον δικό μου πυκνό καπνό απο την καμινάδα μου, σκέφτηκε και έπεσε για ύπνο κάτω απο τις χοντρές μάλλινες κουβέρτες. Μια περιπέτεια και μια ζωή καινούρια ξεκινούσε για την 23χρονη Αγγελική.
Μόλις είχε τελειώσει τη Σχολή Μαιών στη Θεσσαλονίκη και ο διορισμός στο νομό Καστοριάς φαινόταν μια ευκαιρία να γνωρίσει τον κόσμο, ξεφεύγοντας από την οικογενειακή στέγη. Ο πατέρας της, ο κυρ-Κώστας, μετρημένος αλλά με μιά πατριαρχική πυγμή ήταν ο άρχοντας του σπιτιού. Η κυρα-Λευθερία, η μητέρα της ήταν μιά ήσυχη γυναίκα, που ασχολιόταν αποκλειστικά με τη φροντίδα του σπιτιού. Η Αγγελική ήταν ανήσυχη. Αγοροκόριτσο..
Και οι δυο ιστορίες είναι πραγματικές. Την πρώτη μου επίσκεψη στην Βισσυνιά την έκανα το 2006-2007, αφορμή για το κείμενο ήταν η επίσκεψη της 1ης Ιουλίου 2012.
Στην δεύτερη ιστορία, μαντέψτε ποιοι ήταν οι πρωταγωνιστές και θα καταλάβετε γιατί όταν είμαι χάλια πάω εκεί πάνω… 🙂
It’s just a dream, one of those that goes on and on
Scene after scene with the rhythm of a gypsy song
When I really woke I was frozen in between
I didn’t know who I was, it was a dream inside a dream
ρε φίλε, γράφεις καλά..
είτε πρόκειται για προσωπικά κείμενα αυτόματης γραφής, είτε για δομημένα κομμάτια που θα μπορούσαν να αποτελέσουν κομμάτια ενός πάζλ που λέγεται μυθιστόρημα, γράφεις καλά.
οργανώσου λίγο, από ότι φαίνεται εμπειρίες και μνήμες έχεις, χάρισε μας κάτι ολοκληρωμένο..
Κοκκίνησαν τα μάτια μου…
Μάλλον θα φταίει ο παγωμένος αέρας που περνά μέσα από την λιγάνοικτη ζελατίνα…
ή, πάλι όχι…