Είχε ξανάρθει σε αυτόν τον τόπο. Ο Δρόμος ανέβαινε και σε μια εσοχή ανάμεσα στα βουνά είχε μια διασταύρωση. Αριστερά πήγαινε για το χωριό, δεξιά συνέχιζε προς την πρωτεύουσα της επαρχίας. Το πρώτο κτήριο που έβλεπες στα αριστερά μπαίνοντας στο χωριό ήταν ο Αγροτικός Συνεταιρισμός. Μετά ήταν το γήπεδο.
Είχε ξανάρθει σε αυτόν τον τόπο. Του είχαν κάνει εντύπωση τα δεκάδες φορτωμένα τρακτέρ στα αριστερά του δρόμου, που περίμεναν με τους οδηγούς τους, να καπνίζουν και να συζητάνε. Ρώτησε τι συνέβαινε και του απάντησαν πως ήταν αγρότες που περίμεναν τη σειρά τους, για να αποσύρουν τον Καρπό τους. Του είχε κάνει εντύπωση πως κάποιος άνθρωπος μπορεί να εργάζεται όλο το χρόνο, να «καλλιεργεί» και να έρχεται κάποια στιγμή -που σαν να μην ήταν παιδί του- να πηγαίνει να πετάξει τον Καρπό της «καλλιέργειας» του στα σκουπίδια.
Είχε ένα αλλόκοτο δέσιμο με αυτόν τον τόπο. Τα πιο μεγάλα, αλλά αντιφατικά συναισθήματα είχε νοιώσει εδώ. Έρωτα, αγάπη, αλλά και μίσος, εκδίκηση. Τόσα χρόνια δεν είχε καταφέρει να τα ξορκίσει. Ίσως ήταν και η Μαγική Φύση που σαν αντι-καταλύτης εμπόδιζε την ομίχλη να φύγει από το μυαλό του. Σαν Κυκλώπεια Τείχη που δεν επέτρεπαν τις Βαλκυρίες να πετάξουν μακριά, με την ψυχή του αγκαλιά.
Συνήθιζε να έρχεται, να βγαίνει στα δυο αγαπημένα του μπαράκια και το χάραμα να πηγαίνει στον καταρράκτη. Ανέβαινε μια βόλτα μέχρι επάνω, έφτανε στον μεγάλο καταρράκτη και καθόταν κάτω από ένα πλατάνι. Έκανε μερικά τσιγάρα ακούγοντας την αέναη μάχη του νερού με την βαρύτητα. Το νερό, λες και ήθελε να εκδικηθεί απέναντι σε αυτή τη μεγάλη δύναμη της φυσικής, έτρεχε, έτρεχε, έτρεχε.. Πως είναι δυνατόν να χαλαρώνεις και να ηρεμείς ακούγοντας αυτή τη βοή; Και όμως, πολλές φορές αυτή η βοή ήταν μελωδία μπροστά στη βοή των σκέψεων που τον έπνιγαν. Ηρεμούσε, ίσως επειδή κατάφερνε να μην ακούει τις σκέψεις του.
Μετά βουτούσε στο ζεστό νερό. Με ηλικιωμένους κυρίους, ημεδαπούς και αλλοδαπούς. Σαν την κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Έμπαινε κάτω από το νερό που έπεφτε με δύναμη και τον χτυπούσε στην πλάτη και στο κεφάλι. Που πηγαίνει τόσο νερό; Πεζή ερώτηση μπροστά στην ευεργεσία και την ίαση που προκαλεί.
Στην περιοχή είχε μεγαλώσει ο αγαπημένος του, Μενέλαος Λουντέμης. Όταν ερχόταν στην επαρχία Αλμωπίας, πάντα τον θυμόταν. Στα νιάτα του, το να διαβάζεις Λουντέμη ήταν κάπως. Και κάτι. Αυτός τον χρησιμοποιούσε σαν καταπραϋντικό. Την ίδια εποχή διάβαζε και Ηλία Βενέζη. Καμία σχέση ο ένας με τον άλλον. Ο Βενέζης έκοβε, ο Λουντέμης επούλωνε. Ίσως επειδή ήταν δίπλα-δίπλα στη βιβλιοθήκη. Το τρίτο φιλαράκι τους ήταν ο Κνούτ Χάμσουν. Παρά το μούδιασμα της σχέσης του με τον Ναζισμό, υπήρχε μια αόρατη γέφυρα ανάμεσα στην Καλαμαριά και στην Νορβηγία. Ίσως επειδή ο μεταφραστής, μέσα στο «ένας αλήτης παίζει με σουρντίνα» (En vandrer spiller med sordin – A Wanderer Plays on Muted Strings) γράφει: «Το αλήτης (και δω και στον τίτλο και παντού) το βάνω με την παλιά σημασία της λέξης, που σημαίνει τον άνθρωπο που δεν κάθεται σ’ ένα μέρος παρά όλο τριγυρίζει. Η λέξη που ταίριαζε να βάλω και που δεν έβαλα για τεχνικούς λόγους του ξώφυλλου είναι: στρατοκόπος*». Εξάλλου, το βιβλίο ήταν της μαμάς που είχε σημειώσει στο εσώφυλλο, με εκείνα τα δίχρωμα μολύβια που τα σάλιωνες για να αλλάξουν χρώμα, «εξαιρετικόν ανάγνωσμα, ολίγον γριφώδες». Ο κατήφορος από την Νορβηγία, μετά τον Χάμσουν, τον οδήγησε στον Γκαίτε, αλλά αυτό είναι πολύ μεγάλο κεφάλαιο.
Με βιβλία λοιπόν φορτωμένος, σε αυτόν τον τόπο που σε εξωθεί στο διάβασμα, σε ένα δροσερό μπαλκονάκι ενός ξενώνα, αισθανόμενος “εν λευκώ”, ακούγοντας “Εν Λευκώ” και την ελληνική φύση με τα παπάκια που την διαταράσσουν, κλείνω με ένα απόσπασμα από τις «Εξεγερμένες ψυχές»:
«..αυτό το Ουράνιο κρασί που ο Θεός αφήνει να κυλήσει από τα μάτια του άνδρα στην καρδιά της γυναίκας..»
*Στρατοκόπος: ο οδοιπόρος (στράτα + -κόπος)
όταν κοιτάζουν ίσια-πέρα καθώς ο στρατοκόπος που συνήθισε ν’ αναμετρά το δρόμο του με τ’ άστρα (Γ.Σεφέρης, Ένας γέροντας στην ακροποταμιά)