Πάμε ξανά.. Pt II

Twitter-Tip-Tuesday-Dont-Abandon-Twitter-for-Google+Το είχα εγκαταλείψει.. εδώ και δυόμιση χρόνια.. και μάλιστα εδώ και έναν χρόνο το είχα κατεβάσει. Το να κάθεται κάποιος και να διαβάζει τόσο προσωπικά πράγματα και μάλιστα δικά μου, που εξέφραζαν μια εποχή της ζωής μου, έδειχνε τόσο αδιάκριτο..
Πραγματικά είχα χάσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και με αυτή την αιώνια μετριοπάθεια που με δέρνει από μικρό, έλεγα “μήπως πιά δεν με εκφράζει;”
Όλα αυτά, μέχρι προχθές..

Καθόμουν στη γωνιά ενός μπάρ και μπαίνει ένας φρέσκος πλην όμως αγαπημένος φίλος με την παρέα του, νεαρά αγόρια και κορίτσια, όμορφα, γεμάτα ζωή, πάθος για διασκέδαση, τόσο ενθουσιώδη που με τρόμαξαν. Έγιναν οι συστάσεις και μια κοπέλλα γυρίζει και μου λέει: “εσύ είσαι ο Μιχαλόπουλος; διάβαζα το blog σου, μου άρεσε πολυ..”
Ήταν τόσο νέα, τόσο ανέμελη, σαν ηφαίστειο που γεμίζει ενέργεια την ατμόσφαιρα. Πρεπει να ομολογήσω πως ήταν και αρκετά εντυπωσιακή σαν γυναίκα, πράγμα που με τρόμαξε. Προτίμησα να κρυφτώ πίσω απο κερασμένα σφηνάκια, πόσο μπορεί να αντέξει ο άνθρωπος στην τεκίλα..

Γύρισα σπίτι, ανέβασα κάτι φωτογραφίες και μετά από λίγες ώρες δέχθηκα το αίτημα φιλίας της στο Facebook. Μετά από κανα δυο μέρες, στις 4 το πρωί πήρα το θάρρος και τη ρώτησα, απο που είχε βρει και διάβαζε το blog μου. Απάντηση δεν πήρα, όπως και η τρομάρα μου μπροστά σε μια βόμβα ενέργειας, κεφιού και καλής διάθεσης δεν έφυγε.. Ένα ρολόϊ είχε αρχίσει να χτυπά αντίστροφα μέσα μου.

Λίγες μέρες νωρίτερα είχα κλέψει ένα φιλί. Κρατιόμασταν χέρι-χέρι στο Σταθμό, θέλαμε να μην περάσει ο χρόνος, είχαμε περάσει ένα υπέροχο απόγευμα, υπήρχε φοβερή ένταση και όταν ήρθε το τρένο ξεπερνώντας τη συστολή μου, ένωσα τα χείλη μου μαζι της. Έφυγα σχεδόν πετώντας ρίχνοντας κλεφτές ματιές στην αμαξοστοιχία. Δεν ήξερε τίποτε για αυτή τη δήθεν λογοτεχνική προϊστορία.

Τις επόμενες μέρες, μιλώντας, αποφάσισα να το “ξανασηκώσω” και γιατί όχι να γράψω και κάτι. Ίσως γιατί αυτά τα δυο περιστατικά έκαναν την καρδιά μου να αλλάξει ρυθμό και από μινόρε να πάει σε ματζόρε. Γνωρίζοντας πως δεν υπάρχει μέλλον, πότε υπήρχε εξάλλου, αποφάσισα να ξαναρχίσω τα βράδυα γυρνώντας σπίτι να καταγράφω την ένταση της ημέρας, τα συναισθήματα, τις σκέψεις και το κυριότερο να τις εκθέτω.

Αυτό λοιπόν το νέο ξεκίνημα που κανείς δεν ξέρει αν θα κρατήσει, το οφείλω σε δύο κυρίες, που η κάθε μιά με τον τρόπο της ήρθε και έβγαλε από το ληθαργο την ανάγκη μου για μιά διαφορετική επικοινωνία, όπως παλιά.

Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιάν Ελένη και πάμε ξανά σαν άλλοτε..

1 Comment

  1. motoaharnis

    Χαίρομαι που το ξανάνοιξες.. Πριν 5 μέρες σε ανακάλυψα και κόλλησα!

    Reply

Leave a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *