Πιάνο βυθού..

Όταν ήμουν μικρός, φοβόμουν πολύ τον πνιγμό.
Η ιδέα του να μην μπορώ να πάρω ανάσα, να βυθίζομαι ανήμπορος, με τρέλλαινε.. Η ασφυξία, το αίσθημα του να γεμίζουν τα πνευμόνια σου νερό.. Καμμιά φορά μου ερχόταν στον ύπνο μου και ξυπνούσα κάθιδρος.

Στα 12 περίπου, ήμασταν για μπάνιο στην παραλία της Καλαμαριάς, με τους συμμαθητές μου. Ανεβαίναμε πάνω στα καΐκια και κάναμε βουτιές, μόλις είχαν φτιάξει την Μαρίνα της Αρετσούς.
Ένας συμμαθητής μου, ο Δημήτρης ο Γιαλογλίδης, τον φωνάζαμε “Τζαπονία”, επειδή είχε σχιστά μάτια σαν ιάπωνας, ανέβηκε, γλύστρησε σε ένα βρεγμένο πανί, έπεσε άγαρμπα, χτύπησε στην κουπαστή του καϊκιού και έπεσε στη θάλασσα. Μέχρι να καταλάβουμε τι έγινε, παιδιά δημοτικού βλέπετε, φωνάξαμε τους μεγαλύτερους, κάποιος βούτηξε και τον έβγαλε.. Χτυπώντας στην κουπαστή, έχασε τις αισθήσεις του και απλά βυθίστηκε. Φύκια και άμμος έβγαιναν από το στόμα του, προσπάθησαν να του κάνουν τεχνητή αναπνοή, αλλά μάταια.. Τον θυμάμαι πρησμένο και κάπως γυαλιστερό, κέρινο, μέσα στο φέρετρο, το ίδιο βράδυ, στο σπίτι του. Την άλλη μέρα στην κηδεία, είχαν βγάλει το καπάκι από το φέρετρο στη γωνία Κίου και Κωνσταντινουπόλεως και ήταν ακουμπησμένο σε μια τσιμεντένια κολώνα της ΔΕΗ, κάτω απο το κηδειόχαρτο. Δημήτρης Γιαλογλίδης, ετών 12.

Κανένα χρόνο μετά, πήρα το πρώτο μου αδιάβροχο ρολόϊ και όταν πήγαινα στη θάλασσα, προσπαθούσα επιπλέοντας μπρούμυτα να κρατήσω όσο γινόταν περισσότερο την ανάσα μου. Στην αρχή κάτω από ένα λεπτό, μετά από μέρες κατάφερα να σπάσω το φράγμα του λεπτού. Οι συμμαθητές μου έπαιζαν, πλατσούριζαν γύρω μου, εγώ μπρούμυτα, με τα μάτια ανοιχτά κοιτάζοντας τα δευτερόλεπτα. Πολλές φορές η μάνα μου με φώναζε. -Παίξε και εσύ σαν τα άλλα παιδιά, τι κάνεις; τον πνιγμένο;
Σιγά-σιγά βελτίωνα τους χρόνους μου. Στο παιδικό μυαλό μου, ίσως είχε σφηνωθεί η ιδέα πως αν μάθω να κρατάω την ανάσα μου πολύ, δεν θα πνιγόμουν ποτέ. Έπαιρνα κοφτές γρήγορες ανάσες, για 20-30 δευτερόλεπτα, δήθεν για να υπεροξυγονωθώ. Και βουτούσα.. Μετά από λίγο καιρό, κατάφερνα να μένω μέσα στο νερό για πάνω από 3 λεπτά και αισθανόμουν πως είχα νικήσει το φόβο μου.
Έβλεπα όνειρα πως ήμουνα Τρίτωνας, πως κολυμπουσα πάντα εφαπτομενικά στο βυθό, ανάμεσα στις φυκάδες και τα βραχάκια. Πολλές φορές στα όνειρα μου, ακουμπούσα στο βυθό για να ξεκουραστώ, έβλεπα την επιφάνεια ψηλά, δίχως να φοβάμαι, την ήρεμη κίνηση της θάλασσας, πάντα σε ημέρες με λιακάδα. Είχα εξοικειωθεί με την ιδέα πως δεν χρειάζομαι πλέον την αναπνοή, τόσο οξυγόνο έχει μέσα η θάλασσα, γιατί ο θεός δεν μας έδωσε και βράγχια;

Ακούστε αυτό το τραγούδι, είναι από ένα γκρουπάκι που πραγματικά αγαπώ πολύ, το θεωρώ ένα μικρό αριστούργημα και μουσικά και στιχουργικά και τα λέμε σε λίγο..




Χρόνια αργότερα, με τις πρώτες ερωτικές απογοητεύσεις, άρχισα να δίνω μεταφορική σημασία και έννοια στον “βυθό” και στον “πάτο” της θάλασσας.. Αυτό το τσιτάτο που λέει “άμα δεν πιάσεις πάτο, δεν ανεβαίνεις”, η “μπάλλα που όσο την βυθίζεις στο νερό τόσο πιο ψηλά πετιέται”, ήταν λόγια αυτοοικτιρμού και αυτοσυμπαράστασης, ελπίδες που πολλές φορές αποδείχτηκαν φρούδες.

Στα όνειρα μου, δεν ήθελα να πεταχτώ επάνω σαν μπάλλα, ούτε ήθελα να πατήσω τα πόδια μου στον πάτο, να βάλω δύναμη για να ανέβω επάνω στην επιφάνεια. Και εκεί κάτω καλά ήμουν, ήσυχα, μόνος, οι κινήσεις των φυκιών και των ψαριών αρμονικές, μια μουσική χωρίς ήχο, που διαταρασσόταν πότε-πότε από τις βαρκούλες που περνούσαν στην επιφάνεια. Είχα μια κρυφή ελπίδα πως θα έβλεπα και άλλους στον βυθό μου, αλλά ποτέ δεν είδα κανέναν.
Αργότερα, προσπαθούσα να μην κάνω και εγώ θόρυβο, να μην διαταράξω την ηρεμία. Ούτε φυσσαλίδα να μην φύγει, αν φτάσει στην επιφάνεια και με πάρουν χαμπάρι; Αν εμφανιζόταν κάποιος άλλος σαν κι εμένα, ήθελα να είμαι εγώ που θα τον δώ πρώτος. Τίποτε δεν έπρεπε να αποκαλύψει την παρουσία μου.

Εδώ τελειώνει και αυτό το παραμύθι, το επόμενο κλιπάκι το έκανα μόνον και μόνον για να το ακούω πότε-πότε με την φωνή μου, που σιχαίνομαι. Είναι στίχοι ενός λατρεμένου ποιητή, του Γιάννη Βαρβέρη, που τον χάσαμε στο 2011, ντυμένοι με μουσική του Εντουάρ Λαλό (σαλόν μουζίκ που θέλεγε και κάποιος). Το ποιήμα αυτό, μου φέρνει στον νού μια εξωσωματική εμπειρία που είχα κάτω από ένα πιάνο. Η καλή μου έπαιζε και εγώ άκουγα τους τριγμούς του οργάνου, τα πόδια της στα πεντάλια, τον ήχο μπάσο και θολό.
Μου θύμιζε τα έργα που ο πρωταγωνιστής βυθίζεται, με τα χέρια ψηλά, σιγά-σιγά στη θάλασσα, ο ήχος γίνεται θολός, βαθύς, μακρυνός..
Για λίγα λεπτά ήμουν κάπου ανάμεσα στον θάνατο μου και στην μήτρα που με γέννησε.
Και δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ…
Προσέξτε το..



5 Comments

  1. κοιταω όπου κοιατει η μαργαρίτα..

    μια φορά μια κοπέλα σου είχε φέρει ένα κοχυλάκι.. και σε έβαλε να το ακούσεις. μέσα από αυτό βγαίνει ο ήχος της θάλασσας. ΠΑΝΤΑ μέσα απο τα κοχύλια. ο “ήχος” αυτός που “ακούς” όταν είσαι στον βυθό της..υπόκωφος… sotto voce ..

    έχω και εγώ ενα τέτοιο. και το έχω στο μπάνιο μου, για να το βλέπω κάθε πρωί..ΚΑΘΕ πρωί.

    Reply
  2. Ye-Olde (Post author)

    έχω και εγώ ένα κοχυλάκι…

    μικρό, χωρίς ήχο, αλλά το έχω κάθε μέρα στην τσέπη μου..
    αλλάζω παντελόνι, παίρνω και το κοχυλάκι μαζί μου..
    για να το πιάνω όταν βάζω το αριστερό χέρι στην τσέπη, μαζί με το λιποζάν μου..

    Reply
  3. Elegy in E-Flat Minor

    Από νερό ερχόμαστε και σε νερό θα έπρεπε να “φεύγουμε”. Μέσα σε αυτή την απίστευτη, μοναδική, γαλήνια στιγμή. Εκεί, στον πάτο. Με βρύα και λειχήνες. Και ψάρια. Και ίσως λίγο πριν το “τέλος” δούμε και καμιά γοργόνα…
    🙂

    Reply
  4. Elegy in E-Flat Minor

    http://www.youtube.com/watch?v=uQITWbAaDx0

    είναι ότι πιο όμορφο έχω δει να κάνει άνθρωπος.
    free fall…

    Reply
  5. π.μ.ε. ?

    Ναι. Γοργονα που εχει την ουρα της πανω σε ενα πιανο..

    Reply

Leave a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *