Ρωτάω τον Στάθη: -Πέσμου κάτι που το κάνουν/κάνανε όλοι, εκτός από εσένα.
-Δεν είδα τον Τιτανικό.
-Ούτε εγώ. Πες κάτι άλλο.
-Δεν έχω ζητήσει καμμιά φορά να με ξεματιάσουνε.
-Ούτε εγώ. Να σε ρωτήσω, ζεϊμπέκικο έχεις χορέψει ποτέ;
-Όχι.
-Ούτε εγώ. Ρε συ, μήπως να τα φτιάχναμε;
-Αμέ!
Τον Διονύση Χαριτόπουλο τον απεχθάνομαι. Γιατί είναι κωλόγαβρος. Και γιατί έζησε με την Μαλβίνα. Και γιατί έχει γράψει υπέροχα βιβλία, όπως το Ο Ανεμος Κουβάρι, ή το Αρης, ο αρχηγός των ατάκτων. Μεταξύ μας, τον σκυλο-ζηλεύω. Τόσο πολύ που τον απεχθάνομαι. Δεν το εχω ξεκαθαρίσει ακόμα, μάλλον θα στεναχωρηθώ πολύ όταν και αν φύγει πριν απο μένα.
Ο Διονύσης Χαριτόπουλος έχει γράψει ένα κείμενο για το ζεϊμπέκικο. Μεταξύ άλλων αναφέρει:
Το ζεϊμπέκικο δύσκολα χορεύεται. Δεν έχει βήματα· είναι ιερατικός χορός με εσωτερική ένταση και νόημα που ο χορευτής οφείλει να το γνωρίζει και να το σέβεται.
Είναι η σωματική έκφραση της ήττας. Η απελπισία της ζωής. Το ανεκπλήρωτο όνειρο. Είναι το «δεν τα βγάζω πέρα». Το κακό που βλέπεις να έρχεται. Το παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των άλλων.
Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται ποτέ στην ψύχρα ει μη μόνον ως κούφια επίδειξη. Ο χορευτής πρέπει πρώτα «να γίνει», να φτιάξει κεφάλι με ποτά και όργανα, για να ανέβουν στην επιφάνεια αυτά που τον τρώνε.
Η περιγραφή της προετοιμασίας είναι σαφής:
Παίξε, Χρήστο, το μπουζούκι,
ρίξε μια γλυκιά πενιά,
σαν γεμίσω το κεφάλι,
γύρνα το στη ζεϊμπεκιά.
(Τσέτσης)
Ο αληθινός άντρας δεν ντρέπεται να φανερώσει τον πόνο ή την αδυναμία του· αγνοεί τις κοινωνικές συμβάσεις και τον ρηχό καθωσπρεπισμό. Συμπάσχει με τον στίχο ο οποίος εκφράζει σε κάποιον βαθμό την προσωπική του περίπτωση, γι’ αυτό επιλέγει το τραγούδι που θα χορέψει και αυτοσχεδιάζει σε πολύ μικρό χώρο ταπεινά και με αξιοπρέπεια. Δεν σαλτάρει ασύστολα δεξιά κι αριστερά· βρίσκεται σε κατάνυξη. Η πιο κατάλληλη στιγμή για να φέρει μια μαύρη βόλτα είναι η στιγμή της μουσικής γέφυρας, εκεί που και ο τραγουδιστής ανασαίνει.
Ο σωστός χορεύει άπαξ· δεν μονοπωλεί την πίστα. Το ζεϊμπέκικο είναι σαν το «Πάτερ Ημών». Τα είπες όλα με τη μία.
Τα μεγάλα ζεϊμπέκικα είναι βαριά, θανατερά:
Ίσως αύριο χτυπήσει πικραμένα
του θανάτου η καμπάνα και για μένα.
(Τσιτσάνης)
Γιαυτό δεν έχω χορέψει ποτέ ζεϊμπέκικο και μάλλον δεν θα χορέψω ποτέ. Δοκίμασα κανα δυο φορές στο σπίτι, μόνος, έχω και κανά δυο που μου αρεσουν πολύ, αλλά δεν τα κατάφερα. Νοιώθω να πνίγομαι, νοιώθω σαν να φεύγει η ψυχή μου, νοιώθω ταχυκαρδία. Είναι μεγάλη η ήττα μου; Είναι μεγάλη η απελπισία μου; Είναι το κακό που έρχεται; Είναι όλα μαζί. Δεν μπορώ…
Θέλω κάποια στιγμή να ελευθερωθώ, αλλά δεν ξέρω αν σας φαίνεται αστείο, νοιώθω πως θα φύγει η ψυχή μου..
Από μικρό παιδί κρατάει αυτή η φοβία, πράγματα που δεν μπορώ ακόμα να ξεπεράσω και τώρα πιά μάλλον το τρένο έχει φύγει.
Και έρχεται και ο Αγγελάκας να επιβεβαιώσει..
Μα εγώ μ’ ένα άγριο περήφανο χορό
σαν αετός πάνω απ’ τις λύπες θα πετάξω…
Αητός μπορεί, αλλά χωρίς φτερά.. <συνεχίζεται>
Το πλήρες άρθρο του Χαριτόπουλου, εδώ.
ένα αγαπημένο μου ζεϊμπέκικο: