Πάντοτε ένοιωθε πίσω από μια κουρτίνα. Σε έναν χώρο μαγικό, πάντα μέσα στα ωραιότερα γεγονότα, αλλά πάντα καλά κρυμμένος στο σκοτάδι. Σε μυστικούς για τους πολλούς, διαδρόμους, πίσω από βιβλιοθήκες και ράφια. Φυσική συστολή; Ντροπή; Φόβος μην τον κατηγορήσουν γιά φρικιό; Ίσως όλα τα παραπάνω; Η ουσία ήταν πως περνούσε όλη του τη ζωή πίσω από ένα παραβάν, σκιώδης και σκοτεινός, μελαγχολικός και λυπημένος. Σε έναν χώρο που όλα θα μπορούσαν να συμβούν, σε έναν χώρο που πολλοί τον ζήλευαν, σε έναν χώρο που οι τέχνες ξεχείλιζαν. Θα μπορούσε να βγει μπροστά και να αναδείξει τα τάλαντα του, αλλά..
Πότε πότε εμφανιζόταν μια ηλιαχτίδα στη ζωή του, την παρατηρούσε, ερμήνευε και έβλεπε τι μπορούσε να καλλιεργηθεί επάνω της. Και τότε εμφανιζόταν. Έβαζε τη μάσκα του και την έπαιρνε την μεγάλη αγκαλιά του. Την εκτροχίαζε προς κατευθύνσεις άγνωστες, αντισυμβατικές, ικανές να την αναδείξουν σε θεά των μύχιων επιθυμιών της. Γρήγορα η προτεζέ άρχιζε να λάμπει. Αυτός ήξερε, αυτές μπορούσαν. Αυτόφωτα άστρα. Στο στερέωμα του χώρου που αυτός ήξερε καλά. Ήταν ένας τρόπος να δείξει την ευνουχισμένη αγάπη του.
Γρήγορα όμως ερχόταν ο Άλλος. Πιο νέος, ίσως πιο ωραίος, φωτεινός και ελπιδοφόρος. Και τότε η προτεζέ ενθουσιαζόταν μαζί του και έφευγε μακρυά. Μεγάλη η θλίψη και θυμός. Εκδίκηση! Μόνον αυτή η λέξη περνούσε από το μυαλό του. Παρόλα αυτά, ποτέ δεν εκδικήθηκε καμιά ή κανέναν. Έβαζε φωτιά στο χώρο του, εκεί που μπορούσε να κινηθεί χωρίς να τον δει κανείς, έκαιγε τα πάντα, καιγόταν και ο ίδιος μέσα στις φλόγες που τύλιγαν τις βαρύτιμες κουρτίνες.
Ο χρόνος περνούσε, μέχρι τη στιγμή που θα έφευγε ο θυμός, ο θλιμμένος ήχος του τσέλου θα σταματούσε, θα σήκωνε κεφάλι από τα βιβλία του, θα ξανατάϊζε τα περιστέρια που έμπαιναν από την τρύπια γυάλινη στέγη και κάποια νεαρή, όμορφη κοπέλα θα του τραβούσε την προσοχή.
Σαν το φάντασμα της Όπερας.
……Πώς τα καταφέρνεις πάντα να είσαι τόσο “μέσα”…? Εεεεε…??? Μου λες?