Δὲν ἄκουσες ποτὲ τὴ μάνα σου τὴν ἅγια
σ᾿ ἐνοχλοῦσε καὶ σένα τὸ κατεστημένο,
δὲν εἶδες γύρω σου χιλιάδες τὰ ναυάγια
δὲν τὸ χαμπάρισες πὼς τὸ παιχνίδι ἦταν στημένο.
Πάντα αφελής και καλόπιστος,
νόμιζα πως ήταν το μητρικό ενδιαφέρον,
αυτό που μου είχε λείψει,
έβλεπα και θαύμαζα.
Ήρθε η στιγμή να σε δω κουρνιασμένη,
ταλαιπωρημένη, κλαμμένη, κομματιασμένη,
με το ασπρόμαυρο σαραφάν, της,
μπροστά στην ηγερία.
Περιθώρια δεν άφησε η Σιδηρά κυρία,
και όταν ήρθε η ώρα της, άρπαξε τα ηνία,
πόσα άραγε εγκλήματα
γίναν για το καλό μας;