Γκρίζα είναι τα σεντόνια κι’ όλο τσαλακώνονται
μαύρη είναι κι’ η ζωή μας κι οι ψυχές λερώνονται..
Και ποιά είναι η διαφορά δηλαδή; Ανάμεσα στο “είσθαι” και στο “φέρεσθαι & φαίνεσθαι”; Τυπική και επουσιώδης, ο χαρακτηρισμός ο ίδιος, αλλά για τον κόσμο τον πολύ, μετράει διαφορετικά. Αντί να εκτιμήσει την μπέσα, εκτιμά το προσωπείο, αντί να πάει βαθειά, ψάχνει αυτό που θέλει να δει. Και το βλέπει, στραβωμένος από το φίλτρο ανάμεσα στα μάτια και την ψυχή του.
Είχα μια σχέση πριν πολλά χρόνια, σχέση ζωής τώρα, σχέση προστριβής τότε. Την εξώθησα στα άκρα και δεν άντεξε. Το κάνω συχνά στους ανθρώπους που αγαπώ. Βρέθηκε ο γοητευτικός Αθηναίος, της πρόσφερε αυτό που ήθελε, ανακούφισε το άλγος της, σε δωμάτιο ξενοδοχείου, τόνωσε την αυτοπεποίθηση της. Ακόμα και τώρα της καταμαρτυρώ το ότι δεν ύψωσε την στεντόρεια φωνή της, την είχε, αλλά προτίμησε τον εύκολο δρόμο, στρωμένο από τα ροδοπέταλα της “απιστίας”. Όχι απέναντι μου, αλλά απέναντι στις υποτιθέμενες αρχές της.
Εκδικήθηκα. Πατώντας πάνω σε μιαν άλλη κοπέλα. Που περίμενε άλλα από μένα, αλλά εγώ το μόνο που σκέφτηκα ήταν το ότι έμενε ακριβώς δίπλα στο ξενοδοχείο, στον 7ο όροφο. Δυό ορόφους πιο πάνω απο την κλίνη που ουσιαστικά τέλειωσε η σχέση μου. Συμβολισμός; Ναι. Από μικρός και πάντα. Το έκανα και εγώ, είναι καλή ευκαιρία να κερδίσεις αυτοπεποίθηση. Με κάποια από άλλη πόλη, μακρυά, τα τηλέφωνα δεν αρκούν για να δέσει το γλυκό. Γοητεύεις και γοητεύεσαι διαφορετικά απο κάποιον που είναι περαστικός διαβάτης στην πόλη σου. Χωρίς πολλές-πολλές ενοχές, ενα τηλέφωνο αρκεί για να μην σε ξαναδεί. Σιγά μην τρέξει απο πίσω σου, σιγά μην ξεροσταλιάσει κάτω απο το παράθυρο σου.
Τα χρόνια πέρασαν, με την πρώτη τα συζητήσαμε, καταφέραμε να κρατήσουμε τις καλές στιγμές, αγαπιόμαστε μέχρι σήμερα. Την άλλη, δεν την ξαναείδα. Εξαφανίστηκα σαν δειλός απο τη ζωή της, γνωρίζοντας πως την εκμεταλλεύτηκα για να πάρω μια εκδίκηση που πλάστηκε και επωάσθηκε μέσα στο μυαλό μου. Και μόνον εκει. Ακόμα ντρέπομαι για αυτή τη συμπεριφορά μου, το κείμενο αυτό δεν είναι ξορκισμός, είναι απλά ομολογία δειλίας και χαμηλών συναισθημάτων.
Ένα ακόμη κουσούρι μου έχει αφήσει αυτή η ιστορία. Δεν μπορώ τα ξενοδοχεία. Τα θεωρώ βρώμικα, χυδαία, εφήμερα και επιφανειακά. Τόπους πρόσκαιρης ηδονής, let the night take the blame, σιχαμένα. Και δεν μιλάω για τα μπουρδελοξενοδοχεία. Εκείνα είναι αυτό που λέει το όνομα τους. Εννοώ τα άλλα, τα “καλά”. Οι μυρωδιές από τα κορμιά εξαφανίζονται στο καλάθι της καμαριέρας, η στιγμή παραμένει στιγμή και δεν γίνεται συνήθεια, βίωμα. Πόση ομορφιά απο την παραπάνω φωτογραφία μπορώ να κρατήσω στην ψυχή μου; Τα ψεύτικα λουλούδια στα κομοδίνα;
Βλέπω το στίγμα που έχω στο μπράτσο μου και θέλω να το θυμάμαι αυτό. Μέχρι το θάνατο..