13 Ιανουαρίου 2018. Και κάτι τόσο δυνατό, όσο ο θάνατος του Τζιμάκου, για να με κάνει να γράψω, η μάλλον καλύτερα, να δημοσιεύσω κάτι.
Είχα να λυπηθώ τόσο πολύ, από τις 16 Ιουλίου του 2012, που έφυγε απο κοντά μας, ο John Lord. Τον Τζιμάκο ήξερα πόσο τον αγαπούσα, τον Lord όχι. Εκείνο το βράδυ ξέσπασα στη βότκα και μετά σε ένα γυναικείο κορμί. Ίσως επειδή ήμουν ζωντανός.. Σήμερα όμως δεν είχα διάθεση για τίποτε.. Κατέβασα μιά ταινία στα τυφλά, η αγία Κωλοφαρδία, από τις λίγες αγίες που πιστεύω, με προφύλαξε και δεν ήταν κουκούλα. Μάλιστα ήταν εξαιρετική, κόντρα στο δήθεν και στον πουριτανισμό, λίνκ* στο τέλος.
Ήταν λοιπόν αρχές του ’80, σχέση απο τα 17, γονείς συνάδελφοι, είχαν φτιάξει το μέλλον των παιδιών τους. Εγώ τρελλαμένος μετά το σχολείο, αλητείες, ροκ εντ ρολλ, καμμιά διάθεση για “συμμαζέματα”..
Πρώτα να τελειώσω το πανεπιστήμιό μου
μετά να κάνω τη θητεία στο στρατό
να πιάσω δουλειά σε κανένα γραφείο
να παντρευτούμε να κάνουμε παιδιά
Ο νεανικός έρωτας δυνατός, μια τρελλή ισορροπία ανάμεσα στη “γκόμενα” και στις παρέες, με τα μηχανάκια, τις συναυλίες, το αλκόολ, τα διάφορα.. Την πήγαινα σπίτι και έβγαινα για αλητείες. Την αγαπούσα και με αγαπούσε, αλλά εγώ δεν θα άφηνα κανέναν να μπεί ανάμεσα μας (και δεν άφησα ποτέ), ενω αυτή ήταν λίγο πιό maintstream όπως λέμε τώρα.. ήταν και άλλοι καιροί..
Πρώτα να πάω σε κανένα κουρείο
να κόψω τα γένια, να κοντύνω τα μαλλιά
να έρθω στο σπίτι να γνωρίσω το μπαμπά σου
να σταματήσω και τα ναρκωτικά
Με χώρισε. Όταν πήρε η μάνα της χαμπάρι πως το σενάριο “γάμος” δεν έπαιζε, την πίεσε και τα κατάφερε. Μου ζήτησε να με δεί ένα μεσημέρι, ντάλα ήλιος, στον ντόκο που έχει δίπλα απο τον ναυτικό όμιλο, στο Καραμπουρνάκι. Εκεί, κλαίγοντας, μου είπε πως “έπρεπε” να χωρίσουμε, εγώ ήμουν με το κεφάλι σκυμμένο, έβλεπα τα τσιμέντα, δεν υπήρχε περίπτωση να πιέσω να την μεταπείσω, με ένα βουβό κλάμα μέσα μου..
Κι εγώ σ’ αγαπώ, γαμώ το Χριστό μου
Κι εγώ σ’ αγαπώ γαμώ το Χριστό
Ακολούθησε τρέλλα μεγάλη.. μερικά χρόνια μετά, σε άλλη σχέση, πάλι βρέθηκα να μου περνάει απο το μυαλό το “Λες μ’ αγαπάς, θες να παντρευτούμε, λες μ’ αγαπάς, και μου δίνεις συμβουλές”. Και εκείνη την αγαπούσα, γαμώ το Χριστό μου.. Και μπαίνει καλά η δεκαετία του ’80, όλα πάνε τόσο γρήγορα, τρέχουν γύρω μου, άνθρωποι, μουσικές, δουλειές, φούντες, κάποια στιγμή πάω στην ΕΜΙ για “πρόμο”, είχα πειρατικό ραδιοσταθμό και οι εταιρίες μας δίναν τζάμπα δίσκους και παίρνω το “Αν η γιαγιά μου είχε ρουλεμάν”. Το ξέρετε πως σε εκείνη την πρώτη έκδοση, στο τραγούδι Χανόμαστε (ΑΚΑ Γαμάτε γιατί χανόμαστε), εκεί που ο Τζιμάκος τραγουδάει το “..γαμάτε γιατι χανόμαστε..” είχε ένα μπίπ; Το λέγανε λογοκρισία, ήταν 1984, είχαμε ΠΑΣΟΚ και υπουργό Προεδρίας τον υποστηρικτή του Ανδρέα, Δημήτρη Μαρούδα. Έχω 2 δίσκους λογοκριμένους. Την Ρεζέρβα του Σαββόπουλου απο το 1979 (τότε τουλάχιστον είχαμε ΝΔ, ένα πράγμα με την χούντα) και τη γιαγιά του Πανούση απο το 1985. Το λειώσαμε στο ραδιόφωνο.. μέχρι που στο σημείο του μπίπ, ανοίγαμε μικρόφωνο και τραγουδούσαμε. Γαμάτε γιατί χανόμαστε.. Κάτι ήξερε..
Παρόμοιο σενάριο με το “πρόμο” βρίσκομαι σπίτι να βάζω στο πικάπ το Κάγγελα παντού. Να πω ότι μέχρι τότε, τον είχα δει ζωντανά, αλλά οι συναυλίες του ήταν 80%-90% μουσικές. Το Κάγγελα Παντού, ήταν προσωπική δουλειά, χωρίς τις ταξιαρχίες.. Το βάζω λοιπόν πάνω στο πικάπ και οι πρώτοι στίχοι ήταν κεραυνός..
Δεκαπέντε χιλιάδες και μία
στραβάδια απολύομαι
τριάντα τρία χρονάκια θητεία
στραβάδια απολύομαι
Ήμουν 24 χρονών, αλλά αισθανόμουν ήδη 100. Και το “στραβάδια απολύομαι” μου ακούστηκε σαν λύτρωση. Ταυτίστηκα τόσο πολύ που και κάποιος άλλος κατέγραφε τη φυλακή που ζούμε, από τότε αισθάνομαι “πλήρης εμπειριών”, παρά το ότι το γαμημένο το κορμί δεν λέει να με αφήσει ακόμα μέχρι και τώρα. Εκεί έκανα και την “κόντρα”, δόγμα ζωής, την εικονοκλασία, ευαγγέλιο και παραδέχτηκα την αντίδραση σαν κομμάτι του DNA μου (ναι, είχε εφευρεθεί τότε).
Ο τελευταίος στίχος, ήταν η κραυγή αγωνίας μου:
Μια ζωή παρουσιάστε
σαν εκπαιδευμένος σκύλος
εγώ δεν θα πάρω άλλο
φχαριστώ δεν είμαι φίλος
Τα χρόνια πέρασαν, εγώ συνέχισα να αγαπάω, γαμώ το Χριστό μου, παντρεύτηκα, έκανα παιδιά, το 2004 ο Λέκκας βγάζει έναν δίσκο με τίτλο “Όρθιοι”, εγώ τον Λέκκα τον αγαπάω, μπορεί εσείς όχι, κάτι σαν τον Μπουτάρη, ή τον λατρεύεις ή τον μισείς, και μέσα περιλαμβάνει μια εκδοχή του Κάγγελα παντού, εκπληκτική. Μια ερμηνεία τόσο συγκρατημένη, τοσο σφιχτή, κακά τα ψέμματα, είναι ένα τραγούδι αυτοκτονικό, ο Λέκκας ήταν πιο κοντά στο να αυτοκτονήσει. Το άκουγα σαν τρελλός, ο γιός μου 8 χρονών, του άρεσε, κάποια στιγμή είμασταν στο αυτοκίνητο, το ακούγαμε και με ρώτησε τι είναι το ΚαΨιΜι.. Το καλοκαίρι πάει κατασκήνωση, μικρό παιδί, είχαν εκει καριόκε, όλα τα παιδιά ζητούσαν να τραγουδήσουν Τάμτα, ο Οδυσσέας ζήτησε το κάγγελα παντού.. Η ψυχολόγος αναρωτήθηκε πως να ειναι οι γονείς αυτου του παιδιού..
Κλείνοντας την πρώτη νεκρολογία που γράφω, για τον Τζιμάκο της νειότης μου, για τον σύντροφο Τζιμάκο, για τον άνθρωπο που έγραψε στίχους που είναι τυπωμένοι στο DNA μου (ξέρω, το δεσοξυριβοζονουκλεϊνικό οξύ, το κάναμε στη Βιολογία το ’79) να πω ότι με μεγάλη χαρά πέρσυ πήρα και τα τρία παιδιά και πήγαμε και τον είδαμε. Ο μεγάλος τον ήξερε, καταγούσταρε. Η μικρός, δεν ήξερε, αλλά του άρεσε. Η κόρη μου, πέρα βρέχει, μπορεί να έπαιζε και με το κινητό..
Τέλος, μια σκέψη με βασανίζει απο τοτε που πέθανε ο Γιάνγκ των ACDC.. το 2009, επίσης είχαμε δει την συναυλία με τα 2 μεγάλα παιδιά. Ο μεγάλος ήταν 13 η κόρη μου 11.. Θα λένε άραγε μετά απο χρόνια, όταν ακούνε Πανούση, “μας είχε πάει και τον είδαμε, ο μακαρίτης ο πατέρας μας”..
Άιντε, ζωή σε λόγου μας και όπως λέμε “δεν περνάει και η ώρα να πεθάνουμε..”
* Ο τίτλος ξεγελάει, η ταινία είναι εκπληκτική. Λέγεται Professor Marston and the Wonder Women και πρωταγωνιστεί μία που την ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά.. Η Rebecca Hall .