Η Ζαν η πεταλίδα

Απόπειρα συγγραφής παραμυθιού, μάλλον για μεγάλους, ιδέα που μου ήρθε ανεβαίνοντας την οδό Πόντου στην Καλαμαριά, σκεφτόμενος την φίλη μου την “Ζάν”..

Η Ζαν η πεταλίδα

Εισαγωγή
Η Ζαν η πεταλίδα ζούσε στη θάλασσα, κοντά στις εκβολές του ποταμού, εκεί όπου το γλυκό νερό σμίγει με το αλμυρό. Μεγάλωσε γαντζωμένη σε έναν βράχο,είχε μάλιστα σκάψει ένα μικρό κοίλωμα για να προφυλάσσεται όταν τραβιόταν τα νερά. Ξεκολλούσε από το βράχο, μόνον όταν είχε πλημμυρίδα.
Σπάνια μισάνοιγε το όστρακό της για να δει τι γίνεται παραέξω, έβλεπε το Φως, να μπαίνει από ψηλά, φωτίζοντας και ζεσταίνοντας τα νερά, δημιουργώντας ανταύγειες, παιχνιδίσματα, σκιές. Φοβόταν τα άλλα ζώα του βυθού και μόλις έβλεπε κάποιο, έκλεινε ερμητικά.

Η γνωριμία
Κάποια στιγμή που είχε το όστρακο της ανοιχτό και παρατηρούσε μια θαλάσσια ανεμώνη να κουνιέται στο ρυθμό του κύματος, την πλησίασε χωρίς να το καταλάβει, ένα πελώριο γατόψαρο.
-Είσαι πολύ όμορφη της είπε, παρατηρώντας τους γαλάζιους ιριδισμούς στο εσωτερικό του οστράκου της.
Αυτή έκλεισε απότομα, φοβήθηκε, αλλά οι αργές κινήσεις του γατόψαρου την καθησύχασαν και δειλά-δειλά άνοιξε ξανά το όστρακό της και έπιασαν κουβέντα. Ήταν γέρικο, με πελώρια μουστάκια και κινούνταν νωχελικά μέσα στο νερό, κουνώντας την ουρά του.
Της μίλησε για τον βυθό όπου τριγύριζε, της είπε για τα ωραία πλάσματα που ζούσαν γύρω της και αυτή σκέφτηκε πως όσο ήταν κολλημένη στο βράχο, δεν μπορούσε να τα δει.
Επίσης της είπε για το δυνατό Φως που έρχονταν από πάνω. Πολλές φορές το γατόψαρο έβγαζε το κεφάλι του, έβλεπε το δυνατό Φως και παρατηρούσε τι υπήρχε έξω από το νερό με θαυμασμό.
Κάθε μέρα το γατόψαρο περνούσε και της μιλούσε για πράγματα που δεν ήξερε, είχαν γίνει φίλοι. Της μετέφερε ό,τι παρατηρούσε στις νωχελικές του βόλτες μέσα στο νερό.

Ο χωρισμός
Μια μέρα, καθώς συζητούσαν, ανάμεσά τους πέρασε κάτι που γυάλιζε, σαν μικρό ψαράκι και το γατόψαρο το έχαψε με μια απότομη κίνηση. Τότε έδειξε να πονάει, μια αόρατη δύναμη το τραβούσε προς την επιφάνεια, αντιστεκόταν, αλλά δεν τα κατάφερνε.
-Γνώρισε τον κόσμο, Ζαν, μη φοβάσαι, της είπε, καθώς η αόρατη δύναμη το τραβούσε προς την επιφάνεια.
Η Ζαν άκουγε φωνές από την επιφάνεια, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει, σε λίγο έμεινε μόνη, με τα νερά θολά.
Οι μέρες περνούσαν, το γατόψαρο της έλειπε, όπως της έλειπαν και οι συζητήσεις που έκαναν. Μερικές φορές, άνοιγε διάπλατα το όστρακο της, για να μπορέσει να δει καλά το Φως που ερχόταν από πάνω και την θάμπωνε.

Η επιφάνεια
Μια μέρα αποφάσισε να συρθεί μέχρι την επιφάνεια. Εγκατάλειψε το κοίλωμά της, και σιγά-σιγά άρχισε να σκαρφαλώνει στον βράχο.
Έφτασε στο σημείο όπου χτυπούσε το κύμα, ήθελε πολλή προσπάθεια, και φοβόταν κιόλας, αλλά της ερχόταν στον νου τα τελευταία λόγια του γατόψαρου. -Γνώρισε τον κόσμο, Ζαν, μη φοβάσαι.
Κατάφερε να σκαρφαλώσει στο κομμάτι του βράχου που ήταν πάνω από το νερό, και άνοιξε σιγά-σιγά το όστρακό της για να δει καλύτερα.
Είδε μια πελώρια μπλε επιφάνεια, πρέπει να ήταν το νερό, μέσα στο οποίο ζούσε τόσον καιρό.
Πάνω από το νερό, είδε κάτι γαλάζιο, χωρίς αρχή και τέλος.Ήταν τόσο όμορφο, απέραντο, μεγαλοπρεπές, ήταν ο ουρανός.

Το Φως
Άνοιξε ακόμα περισσότερο και είδε το Φως. Την τύφλωνε, ήταν πολύ δυνατό, αλλά ταυτόχρονα ένοιωσε μια γλυκιά ζεστασιά. Όσο άνοιγε και αποκάλυπτε τη μαλακή σάρκα της, τόσο περισσότερο το Φως τη ζέσταινε.
Έμεινε εκεί με το όστρακο ανοιχτό διάπλατα, να ιριδίζει και να γίνεται πιο γαλάζιο, τυφλωμένη από το Φως, αλλά με ένα γλυκό συναίσθημα ζεστασιάς, πρωτόγνωρο για ένα πλάσμα που είχε ζήσει όλη του τη ζωή κολλημένο σε έναν σκοτεινό, κρύο βράχο, στον βυθό της θάλασσας.
Καθώς το Φως τη ζέσταινε, άρχισε να το συνηθίζει και να βλέπει καλύτερα. Πάνω από το σκούρο μπλε, στο γαλάζιο, πετούσαν κάτι λευκά πλάσματα και έσκουζαν κάνοντας βουτιές, οι γλάροι. Οι κινήσεις τους ήταν τόσο όμορφες και αρμονικές που ζήλεψε.

Το τίμημα
Απολάμβανε το Φως και τη ζέστη του, χαζεύοντας τον Ουρανό, τη Θάλασσα, τους γλάρους, ώσπου άρχισε να νοιώθει το δέρμα της να την τραβάει. Το νερό μέσα στο όστρακο είχε εξατμιστεί, το δέρμα της είχε ξεραθεί και την πονούσε. Ένοιωσε πανικό και τρόμο, φοβόταν για τη ζωή της, δοκίμασε να κλείσει το όστρακο. Τα πράγματα έγιναν χειρότερα, το όστρακο είχε ζεσταθεί πολύ και την έκαιγε περισσότερο.
Έπρεπε να κάνει κάτι και μάλιστα γρήγορα.. Ένοιωθε πως δεν θα αντέξει πολύ στην δύναμη του Φωτός.

Το παραμύθι τελειώνει με δυο διαφορετικούς τρόπους. Επιλογή σου είναι να διαλέξεις το Τέλος 1 ή το Τέλος 2.

Αν θέλεις η Ζαν να παλέψει μόνη της για να βρει τη λύση προτίμησε το Τέλος 1
Αν θέλεις η Ζαν να ζητήσει από το Φως να τη βοηθήσει διάλεξε το Τέλος 2

Τέλος 1
Κοίταξε προς τα πάνω, είδε το Φως, που τόση χαρά της έδωσε, σκέφτηκε να του μιλήσει: -Γιατί δεν με βοηθάς; Δε με βλέπεις που καίγομαι; Μετά όμως σκέφτηκε πως το Φως ήταν πολύ ψηλά, πολύ απόμακρο για να την ακούσει και της πέρασε η ιδέα να γυρίσει στο νερό. Στριφογύρισε στο βράχο και έπεσε πάλι στο νερό. Ένοιωσε μια ακαριαία ανακούφιση, προσπάθησε να βρει το κοίλωμα της, πράγματι το βρήκε και γαντζώθηκε εκεί. Άνοιξε λίγο περισσότερο το όστρακο για να μπει νερό, που την δρόσιζε, πήρε μια ανάσα και σκέφτηκε: ωραία η επιφάνεια, ωραίο το Φως, αλλά πόσο μπορεί να αντέξει εκεί κανείς;
Σε λίγες ώρες ήταν πάλι εντάξει, η ζωή είχε ξαναγυρίσει στον κανονικό της ρυθμό, περνούσε τις μέρες της όπως παλιά, αλλά πότε πότε σκεφτόταν το Γατόψαρο και ήλπίζε να περάσει κάποιο άλλο σοφό ψάρι από δίπλα της για να του πιάσει κουβέντα.

Τέλος 2
Κοίταξε θαρρετά προς τα πάνω, είδε το Φως, που τόση χαρά της έδωσε, σκέφτηκε να του μιλήσει: -Γιατί δεν με βοηθάς; Δεν βλέπεις που καίγομαι; Σκέφτηκε επίσης πως το Φως ήταν πολύ ψηλά για να τη δει, πολύ μακριά για να την ακούσει, πολύ λαμπερό για να ασχοληθεί μαζί της. Μεμιάς της πέρασε η ιδέα να γυρίσει στο νερό. Όχι όμως, της άρεσε περισσότερο εδώ πάνω, οπότε πήρε την απόφαση και μια βαθιά ανάσα και φώναξε: Φως, βοήθησε με, καίγομαι !!!
Την ίδια στιγμή μια περίεργη σκόνη άρχισε να πέφτει με μαγικό τρόπο από τον ουρανό και η Ζαν άρχισε να μεταμορφώνεται. Το κορμί της άρχισε να σκληραίνει, αλλάζοντας σχήμα, παραμένοντας όμως ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα δυο κομμάτια του μέχρι τώρα σπιτιού της. Το όστρακο άρχισε να λεπταίνει, να γίνεται μαλακό και απαλό, να αποκτά διάφορα χρώματα και μια βελούδινη μορφή, χωρίς να αλλάζει σχήμα όμως.
Σε λίγα λεπτά, η Ζαν η πεταλίδα, είχε μεταμορφωθεί σε μια όμορφη πεταλούδα. Ξανασκέφτηκε τη φράση του γατόψαρου, -Γνώρισε τον κόσμο, Ζαν, και μη φοβάσαι.
Δοκίμασε να κουνήσει το μέχρι πριν λίγο βαρύ όστρακο που την έκλεινε μέσα του και διαπίστωσε πως μπορούσε να το κάνει με ευκολία.
Και τότε πέταξε..
Πέταξε μακρυά, πέταξε για να γνωρίσει τον κόσμο..

Τα σκίτσα τα έκανε ο Λεωνίδας από τη Βρέμη, φίλος και ακροατής.

4 Comments

  1. Sophia Toro

    Πάρα πολύ ωραίο και καλοκαιρινό….
    ..Διαβάζοντας τις επιλογές, η 1η φαίνεται καλύτερη…δυνατότερη. Διαβάζοντας και τα 2 endings όμως προτιμώ το 2ο….!!! Προτιμάμε το θαύμα!!! Thanks George!!

    Reply
  2. christina mihogloy

    Μ αρεσε πολυυυ κυριως για τα μηνυματα αισιοδοξιας και δυναμης που περναει μια μικρη αλλα πλουσια ιστορια!!!
    Αρχικα επελεξα το πρωτο τελος αλλα το δευτερο ειναι πιο μαγευτικο!!! απλα ΥπΕΡΟΧΟ!!!

    Reply
  3. 230ι4θυψ23ξβψη

    το αγαπημένο μου παραμύθι!

    Reply
  4. Ζέτα

    Μακάρι να μου έλεγαν παραμύθια και εμένα..
    Μακάρι να έγραφαν παραμύθια και για μένα..
    Μακάρι να μου ψιθύριζαν στίχους στο αυτί..

    Μακάρι να μην ήσουν 50 χρονών 🙂
    για μπορούσες να δίνεις άλλα τόσα χρόνια…

    Reply

Leave a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *