Μεγάλωσες με το όραμα του τύπου με το φλάουτο στα χείλη,
που έχει το ένα πόδι διπλωμένο.
Με τη μουσική του να σε κάνει να αισθάνεσαι πως τρέχεις σε ένα δάσος,
ξυπόλητος, ξεβράκωτος, ανέμελος.
Έβλεπες στον ύπνο σου ένα ασημένιο πλακόστρωτο,
βρεγμένο,
σαν να κολυμπάς πρόσθιο, προσπαθούσες να πετάξεις,
στην αρχή λίγα εκατοστά απο το έδαφος,
τα πνευμόνια να καίγονται απο την προσπάθεια,
σιγά-σιγά άρχιζες να απογειώνεσαι.
Και τότε, που το πλακόστρωτο φαινόταν μακρυνό,
προσπαθούσες να ελιχθείς ανάμεσα σε καμινάδες,
με αρμονικές καμπύλες κινήσεις,
εικόνα απο την Μέρυ Πόππινς που είχες δει τόσες φορες μικρός.
Και ακόμα κλαις, όταν βλέπεις την κυρία με τα περιστέρια.
Τότε ξαναρχόταν η άγρια ομορφιά του φλάουτου
και έβλεπες το τέλος σου, ξεμαλλιασμένος και ρακένδυτος,
με φρένα σπασμένα, χείλη ματωμένα.