Πόσες φορές δεν έχουμε αγωνιστεί να έχουμε τον έλεγχο του εαυτού μας; Άπειρες.
Όταν τα καταφέρνουμε, αισθανόμαστε ότι μπορούμε να ελέγξουμε και τους γύρω μας. Όχι όλους, ίσως αυτούς που αγαπάμε ή νομίζουμε πως αγαπάμε, αυτούς που γοητεύουμε και γοητευόμαστε. Πρέπει, να φτιάξουμε ένα “εικονικό” και “ελέγξιμο” περιβάλλον. Τι γίνεται όμως όταν χαθεί ο έλεγχος πάνω στον εαυτό μας, οταν προχωρήσουμε σε κόσμους ανεξερεύνητους, τρομακτικούς, μυστηριώδεις; Χάνουμε τον έλεγχο στον εαυτό μας, γοητευμένοι από το μαύρο που αισθανόμαστε πως μπορούμε να χρωματίσουμε, ζωγραφίσουμε, ελέγξουμε. Και τότε το “εικονικό” και “ελέγξιμο” περιβάλλον μας γίνεται ασταθές και τρικυμιώδες.
Εκεί είναι που πρέπει να μπορέσουμε να ορθοποδήσουμε, χωρίς να στραφούμε εναντίον μας, αν και είναι ίσως η μόνη λύση.
“Σε λατρεύω, αλλά αυτό το χέρι που σε αγγίζει, θα το κόψω”.
Πόσο εύκολο είναι από την κορυφή της πυραμίδας να βρεθούμε στην δίνη της άμμου, που μας παρασέρνει στά έγκατα της γής;
Πόσο επικίνδυνο είναι να αποκαλύψουμε τις μύχιες επιθυμίες και φαντασιώσεις μας, σε κάποιον που θεωρούμε πως θα τις μοιραστεί μαζί μας;
Αυτό το κάτι, το συναρπαστικό, ο πόθος για το άγνωστο, είναι το ίδιο συναρπαστικό και για τον άλλον ;
Ή μήπως επίκειται ο μέγιστος εξευτελισμός των συναισθημάτων, το ένστικτο πως ο άλλος θα μας καταλάβει, είναι λάνθασμένο, η παιδική χαρά να επιδείξουμε “κάτι” προσκρούει σε έναν τοίχο αδιαφορίας ή και απέχθειας;
Πόσο τραγικό θα είναι το τέλος μιάς εσωτερικής, πρωτόλειας επιθυμίας;
Το σίγουρο είναι πως το μάθημα πρέπει να το μάθουμε, δια μέσου ενός επίπονου και εξευτελιστικού δρόμου…
Αφορμή για τα παραπάνω, η νουβέλα της Elfriede Jellinek με τίτλο “LA PIANISTE”, που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Michael Haneke, με πρωταγωνίστρια την Isabelle Huppert.