Το παρακάτω κομμάτι γράφτηκε το 2007, εξ’ αιτίας ενός βιβλίου που μου έδωσε μιά φίλη.
Το 2012, αφορμής δοθείσης από μια εκδήλωση για το κίνημα των Beat, γνώρισα τον ποιητή, Κώστα Παπαθανασίου.
Πριν λίγες μέρες, ξεκαθαρίζοντας το blog, ανακάλυψα αυτό το κειμενάκι..
Πάλι διάβαζα ποίηση.. Μου κάνει κακό, ή μάλλον μου προκαλεί κακά, αλλά δεν την αντέχω να ξαναβγάλω διαρκείας για τον ΠΑΟΚ και να πηγαίνω στο γήπεδο 🙂
Ο ποιητής λέγεται Κώστας Παπαθανασίου, και από τα 40 ποιήματα του βιβλίου του «Πέτρινα πουλιά» 2-3 ήρθαν και ακούμπησαν την ψυχή μου, δίνοντας μου αφορμή να γράψω μερικές λέξεις..
Προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω την ανάγκη που με βγάζει έξω, που με κάνει να γυρνάω από μπάρα σε μπάρα και να γίνομαι ABSOLUTE-ly διαχυτικός με τα συναισθήματα μου, δεν μπορώ να φτάσω στην άκρη του νήματος. Εφηβική συνήθεια, με θυμάμαι να ’μαι μόνος με μια μπύρα στο χέρι, τότε, και να απολαμβάνω το Turn the page. Ήμουν και τυχερός, το μπαρ της γειτονιάς ήταν κλασσικό, ξύλινο και έπαιζε ροκιές.
Λες και από τότε ήξερα πως το παιχνίδι ήταν χαμένο.. αλλά αυτή η αίσθηση του looser μου έδινε πάντα φοβερή δύναμη.. για το κάτι καλύτερο.. και την άλλη μέρα ξυπνούσα άλλος άνθρωπος.
Πιοτό
Χρειάζομαι μια ψεύτικη επιθυμία
Να με σπρώχνει στο γκρεμό
Πεθαίνοντας κάθε μέρα
Αγαπάς περισσότερο
Τη ζωή που θα ’θελες να ζήσεις
Τα τελευταία χρόνια βέβαια, φιλοσοφώντας αυτή τη στάση ζωής, το ’χω μάλλον παρακάνει.. μετά από 10-20 λεπτά στην μπάρα αρχίζει η Αποκάλυψη. Μια μικρή Αποκάλυψη που τελειώνει όταν παρκάρω στο σπίτι.. ίσως και λίγο μετά.. και τα απομεινάρια πάντα ίδια. Μια μοναξιά ανάμεσα σε πολύ κόσμο, γνωστούς και φίλους ή δήθεν γνωστούς και δήθεν φίλους και η παράλληλη επεξεργασία του νου να δουλεύει υπερχρονισμένα. Στην επιστροφή με τους νευρώνες καμένους, κάποια άυλη μορφή οδηγά, παρκάρει και με οδηγεί στο σπίτι.
Στα ήρεμα, μια-δυό μέρες ξεκούραση και ξανά από την αρχή. Στα άγρια, κάθε νύχτα το ίδιο… δεν θα πέσεις ποτέ ? θα σε περιμένω και θα είμαι εκεί να καγχάσω..
Καταραμένη μέρα
Απόψε
Πουτάνες και φίλοι
Κεράστηκαν τη μοναξιά μου
Τη νύχτα αυτή
Σκυλιά ψωριάρικα
Γλείψαν τις αιώνιες πληγές
Και ρημαγμένες οι ψυχές
Κούρνιασαν στα άδεια σώματα
Στις σκοτεινές κρύπτες των μπαρ
Κάθονταν σιωπηλοί οι προφήτες
Με δάκρυα στα μάτια
Σήκωναν τα ποτήρια τους
Και ψιθύριζαν με τόλμη στον εαυτό τους
Δεν υπάρχει θεός
Δεν υπάρχει
Ή υπάρχει ?