Σταμάτησε δεξιά στην Β. Όλγας με τα αλάρμ αναμμένα.
Τράβηξε το χειρόφρενο και γύρισε προς την μεριά της.
Το πρώτο φιλί ήρθε σαν το αυτονόητο, στο ξημέρωμα της βραδυάς.
Η βραδυά είχε ξεκινήσει αλλιώς..
Αυτός είχε γυρίσει από ταξείδι, κουρασμένος κατά τις 10 το βράδυ.
Κατά τις 11, ήρθε ένα γραπτό μήνυμα:
«είμαι σε ένα εντεχνάδικο, με 12 γυναίκες. Αντέχεις;»
Σιγά μην καθόταν σπίτι… Μάζεψε το κουράγιο του και κατά τις 12 ξεκίνησε…
Έφτασε και ήταν ωραία… Αισθανόταν βέβαια ακόμα μια φορά σαν το «έκθεμα» της στις φίλες της, αλλά η μουσική τα κάλυπτε όλα.
Λίγο από εδώ, λίγο από εκεί, τον αλλάξανε και 200 θέσεις στο τραπέζι, κατά τις 4 έφτασε το τέλος.. και τι τέλος… με τελευταίο ένα τραγούδι της Ρίτας..
Σώσε με…
Δώσ’ μου να πιω το δηλητήριο
θα ‘ναι η ζωή μου ένα μαρτύριο
τώρα που πια δεν μ’ αγαπάς
Σαν νάτανε παραγγελιά..
Έφυγαν και κατέβηκαν στο Ταξείδι..
Εκεί ταξείδεψαν όλοι μαζί, με απίθανες μουσικές και το αλκοόλ να ρέει άφθονο… νέα πρόσωπα, νέες γνωριμίες, νέα χαμόγελα…
Έφυγαν οι δύο τους από το Ταξείδι νωρίς το πρωί.
Αυτός είχε πιεί αρκετά, αλλά επειδή απέφευγε να ψεύδεται και να καμώνεται, τα λόγια του ήταν αληθινά, δεν είχε σημασία αν θα τα θυμόταν την επομένη..
Ο ήλιος σηκώθηκε ψηλά και τους βρήκε στην Β. Όλγας να φιλιούνται στη μέση της λεωφορειολωρίδας.
Με κλειστά τα μάτια, όχι δειλά και αναγνωριστικά αλλά αργά και παθιασμένα, με την σιγουριά των χειλέων που γνωρίζονται χρόνια.. Για αυτόν ήταν μια πεμπτουσία που είχε χρόνια να γευτεί, κάτι νέο, καθαρό, πρωτόγνωρο.. κάτι σαν την «πρώτη φορά».
-Απολαμβάνω σαν μωρό τα φιλιά σου, αλλά κάτι με κρατάει δεμένο, σκέφτηκε και ίσως να το είπε κιόλας
-Είσαι μπουχέσας, θα σε φωνάζω Μπούχη από τώρα και στο εξής απάντησε εκείνη στις σκέψεις του
Τέλος.
Και κάτι από την Μυρτιώτισσα…
Όλα θέμε εδώ κάτω
Όλα θέμε εδώ κάτω
να γευτούμε όσο ζούμε.
Το ποτήρι ως τον πάτο
της χαράς να το πιούμε.
Όχι λύπες κι αγάπες
που τελειώνουν σ’ οδύνη,
μόνο φως μέσα κι έξω
και γαλήνη, γαλήνη.
Έτσι λέμε και θέμε
σα βρεθούμε εδωπέρα,
πριν γνωρίσουμ’ ακόμα
της ζωής τη φοβέρα.
Πριν μας σφίξει ένας βρόχος
την ανίδεη καρδιά μας,
πριν τ’ ανθρώπινο δράμα
ζωντανέψει βαθιά μας.
Ένα αόρατο χέρι
την αυλαία ξεσέρνει
κι ο ρυθμός της ζωής μας
άλλο νοημα παίρνει.
Με τα χρόνια αποχτούμε
μια παράξενη γνώση
και τον πόνο αγαπούμε
που μας έχει λυτρώσει
απ’ της πρώτης ζωής μας
την ψευτιά και την πλάνη.
Είναι σίγουρο ο πόνος
και σωτήριο λιμάνι.
Κι όποιος φτάσει ν’ αράξει
το σωστό βρήκε δρόμο,
κι ας σηκώσει με μόχθο
το σταυρό του στον ώμο.