Βιβλιοπρόταση για το Πάσχα: Οικογένεια Μπές-Βγές του Γιάννη Ξανθούλη
-Πέθανε; Μουρμούρισε με φωνή που πρώτη φορά άκουγα – κι έβαλε τα κλάματα.
-Κοίταξε μικρούλα Σίσσυ, φώναξε η Γιουλαλάμ Ευσταθιάδου-. Βγάλε χρυσό μου την κούκλα απ’ το στόμα και προσευχήσου για τη μητέρα σου. Λυπάμαι που σ’ το λέω Σίσσυ, αλλά η μητέρα σου βρίσκεται ήδη με τη γιαγιά και τη θεία Τζούλια κοντά στο Χριστούλη.
Πρέπει να είπα κάτι πάρα πολύ βαρύ για τον ανδρισμό, τη σοφία, τη μητέρα, τη θεία και τη γιαγιά του Χριστούλη, γιατί ο παππούς συνήλθε αμέσως και φώναξε:
-Ήταν θέλημα θεού. Πήγαινε να κοιμηθείς κι από αύριο το πρωί να μη σε ξαναδώ με τα παρδαλά φορέματα, που σου αγοράζει ο μπινές ο πατέρας σου. Γκρίζα θα φοράς αποδώ και εμπρός. Ακούσατε, Φράου Κίνσκι;
-Για καμαράτ, απάντησε η γερμανίδα γκουβερνάντα μου με κατανόηση μάμπας.
-Ναι, ήταν θέλημα θεού, είπε με σφυριχτή φωνή η θεία Φόλα, ετεροθαλής αδελφή της μητέρας μου, ταγμένη στην υπήρεσία της εκκλησιαστικής οργάνωσης «Η βάλανος του Αγίου Μάκη», ή κάπως έτσι, δε θυμάμαι και καλά.
Προτού η Φράου Κίνσκι με σύρει στο δωμάτιό μου, πρόφτασα να δω το παγωμένο από φόβο βλέμμα της μαμάς, το πράσινο χρώμα των χεριών της και τον ματωμένο κύκλο πάνω στο άσπρο σατέν νυχτικό της. Όταν άκουσα το κλειδί να γυρίζει τρείς φορές ορκίστηκα εκδίκηση και πάνω απ’ όλα να μην πεθάνω ποτέ. Θα’ μενα αθάνατη όπως η θεά Ήρα, όπως οι δαίμονες και νεράιδες που δίαβαζα κρυφά στα παραμύθια των αδελφών Γκριμ, μια και δεν έπρεπε να μάθει κανείς ότι ήξερα γραφή και ανάγνωση εδώ και τρία χρόνια. Κι ας είμαι μόνο πέντε χρονών κοριτσάκι. Καημένη μαμά, σκεφτόμουν όσο προχωρούσε η ζεστή νύχτα του Αυγούστου – μα σκοτεινή σαν πίσσα, χωρίς φεγγάρι και άστρα. Καημένη μαμά, που δεν κατάφερες να γεράσεις όπως η γιαγιά, που δεν ασκήμηνες όπως η θεία Φόλα, που είναι φαλακρή, λες και της έξυσες το ηλίθιο κεφάλι της με γυαλόχαρτο, καημένη, ανεξάρτητη, μαμά μου!
Η μαμά ποτέ δεν υπολόγισε το μητριαρχικό και αργότερα το πατριαρχικό κλίμα που επικρατούσε σ’ αυτή τη μαλακισμένη οικογένεια. Κόρη της ζάμπλουτης οικογένειας Πουστοδούλου, που στη κατοχή της είναι εδώ και 60 χρόνια η μεγαλύτερη βιομηχανία προφυλακτικών «Μπές – Βγές», έζησε μια ζωή πραγματικά ανεξάρτητη. Σπούδασε γλυπτική, χωρίς να’ χει ίχνος ταλέντου, στο Παρίσι, νοσηλεύτηκε τουλάχιστον πενήντα φορές για βαριάς μορφής βλεννόρροια, μια και είχε έμφυτη απέχθεια για τα προφυλακτικά αλλά και για οποιαδήποτε προφύλαξη στο σεξ και, το κυριότερο και χειρότερο, παντρεύτηκε τον μπαμπά, ένα «τεκνό του κερατά», όπως τον αποκαλούσε ο παππούς, φτωχό, με μοναδικό προσόν το πέος του και το κορμί του.
Όπως είχα κρυφακούσει σε μια συζήτηση της Γιουλαλάμ Ευσταθιάδου και της μαγείρισσάς μας, ο μπαμπάς ψωνιζόταν σε διάφορες πλατείες. Αν κατάλαβα καλά, οι δύο μέγαιρες έλεγαν ότι ο μπαμπάς καβαλούσε ότι του τύχαινε. Μια μέρα καβάλησε τον γενικό διευθυντή της βιομηχανίας τον κύριο Λίτσα, κι αυτός τόσο πολύ φχαριστήθκε, που τον σύστησε στο παππού. Ο παππούς όμως καβάλησε τον μπαμπά και μάλιστα φχαριστήθηκε κι αυτός, ώστε τον φωτογράφισε γυμνό τσιτσίδι και τον έβαλε έξω από τα κουτάκια με τα προφυλακτικά. Έτσι ο μπαμπάς έγινε μοντέλο. Τότε τον ερωτεύτηκε η μαμά, που, όπως άκουσα, ήταν μητρομανής και μετά από έναν τρομερό καβγά, όπου η μαμά ξύρισε το πουλάκι της σε ένδειξη διαμαρτυρίας, ο παππούς είπε το ναι κι έτσι παντρεύτηκαν και γεννήθηκα..
Ο συγγραφέας βαφτίζει και εδώ με περίεργα ονόματα τους ήρωές του: Γιουλαλάμ Ευσταθιάδου, Οικογένεια Πουστοδούλου, ο τραβεστί ξάδελφος Σαρμέλα, ο ιερομόναχος Σοδομίδης, ο στρατηγός Περούκας, η θεία Φόλα, ο γλύπτης Κοιλίτσας, ο Καραμπέτ Αρζακιάν του Αρακέλ, η θεία Γκαπ.
Η αφηγήτρια, η Σίσσυ, δεν αποτελεί την ενσάρκωση του κακού, εκθρεμμένου από ένα σύμπλεγμα κατωτερότητας όπως ο αφηγητής του “Μεγάλου θανατικού”. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι είναι και η ενσάρκωση του καλού. Όπως της λέει η θεία της η Γκαπ, “ξορκίζεις το κακό, Σίσσυ, αλλά δεν τα πας και σπουδαία και με το καλό. Το κακό είναι σκόρπιο παντού, Σίσσυ”. Στο τέλος η Σίσσυ, το πεντάχρονο κοριτσάκι με την ωριμότητα μεγάλης γυναίκας, θα σκοτώσει τον παππού της και θα βάλει φωτιά να κάψει το σπίτι και τα εναπομείναντα μέλη της διεφθαρμένης οικογένειας, για να καταφύγει εν συνεχεία στη γιαγιά της, απλή γυναικούλα του λαού.