Εδώ εγκαινιάζεται μια νέα κατηγορία, η “Άρλεκιν”. Την ιδέα μου την έδωσε ο Στάθης Παναγιωτόπουλος, με 2-3 κείμενα που δημοσίευσε στο Μπισκότο και στο skylos.gr
Η γραφή του Άρλεκιν είναι διαφορετική. Πάντα σε τρίτο πρόσωπο, πιό λυρική, πιό αισθαντική, πιό κάπως.. Με ερέθισαν τα κείμενα που διάβασα και αποφάσισα να μεταφέρω μερικά προσωπικά (και μη) βιώματα, με αυτόν τον τρόπο.. Αρχίζουμε..
Πήγαιναν χρόνια που είχε απεξαρτηθεί από την ελευθερία της μοτοσυκλέτας. Μέχρι που κάποια στιγμή αποφάσισε να ξανακαβαλήσει. Έπρεπε να την παραλάβει από μια ακριτική πόλη της Θράκης, πήγε το πρωί και αφού τη δοκίμασε ξεκίνησε να την φέρει στην πόλη του. Ήταν αρχή της άνοιξης, έκανε κρύο, ίσα-ίσα που κατάφερε να φτάσει στην ώρα του.
Πήγε μία, η μοτοσυκλέτα τον περίμενε απέξω, κλείδωσε και την έβαλε μπρός. Ήθελε να κάνει βόλτες μοναχός, αλλά μια ιδέα του τριβέλιζε το μυαλό. Όπως παλιά.. Την πήρε τηλέφωνο. -Να περάσω να σε παρω για μιά βόλτα; της είπε. Η καταφατική απάντηση έσβησε με τον ήχο της πρώτης γκαζιάς. Ντύσου καλά της είχε πει κλείνοντας..
Ανέβηκε από πίσω του και ήταν σαν ταξίδι στο παρελθόν. Πάντα ήταν εξαιρετική συνεπιβάτης, σαν να μην πέρασε μια μέρα, κόλλησε επάνω του και ξεχύθηκαν στην κρύα νύχτα. Τα δάκρυα να τρεχουν, απο τον αέρα ή από τις αναμνήσεις των διαδρομών που είχαν κάνει μαζί; Κτίρια και αυτοκίνητα να φεύγουν γρήγορα, “με βαριά μοτοσυκλέτα μες τα σκέλη” που λέει και ο Διονύσης, σε ένα βράδυ που κανείς δεν ήθελε να τελειώσει.
-Πάμε Αύγουστο; τη ρώτησε. -Γιατί όχι; σε λίγα λεπτά είχαν παρκάρει στο στενάκι της Ανθέων και οι βότκες ήταν μπροστά τους. Είχαν χρόνια να βγουν, αλλά ήταν σαν να γνωρίστηκαν χτες. Στα ηχεία έπαιζε ο Μάιλς Ντέιβις. Της χαίδεψε τα μαλλιά και μια πικρή σκέψη πέρασε απο τον νού του. Όχι απόψε, σκέφτηκε..
Θυμήθηκε την επιστροφή από την Περαία πριν πολλά-πολλά χρόνια, μετά απο μια τρελλή καταιγίδα, μούσκεμα και οι δύο. Στον δρόμο έχει ένα σημείο που πρέπει να παρακάμψεις μια εκκλησιά που κόβει το ένα ρεύμα. Εκεί του είχε μπει η τρελλή ιδέα να πάει κατευθείαν στον τοίχο. Ούτως ή άλλως η τελευταία στάση στη ζωή είναι σε μια εκκλησιά, γιατί όχι τώρα που είμαστε τρελλά ευτυχισμένοι είχε σκεφτεί.. Ακόμα μια σκέψη που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ..
Οι νυχτερινες διαδρομές συνεχίστηκαν για λίγο ακόμα, αυτη δούλευε πρωί, σαν να ήθελαν να αφήσουν νωπά τα χνάρια τους στους πρωϊνούς διαβάτες, πότε ήσυχα και πότε μανιασμένα, αυτή ήταν πάντα κολλημένη επάνω του, αφοσιωμένα δεμένη, σαν ελαφρύ σακκίδιο, το μόνο που ένοιωθε ήταν τα χέρια της στη μέση του.
Χώρισαν τα χαράματα, με δάκρυα στα μάτια, ακόμα και τώρα κανείς δεν ξέρει αν ήταν το κρύο ή η συγκίνηση του να αναβιώνεις κάτι μετά από χρόνια. Γύρισε μόνος του σπίτι, πάρκαρε την βαριά μοτοσυκλέτα και ανέβηκε με μιά αίσθηση κενου. Ήθελε και άλλο..
υ.γ. 2 μήνες μετά καταργήθηκε η κατηγορία 🙂