Μόλις είχα γυρίσει απο τη δουλειά, κουρασμένη. Αυτην την εβδομάδα τελειωνα στις 4, οποτε έφτασα σπιτι κατά τις 5 παρά.
Χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν η μαμά του Γιώργου.
–Καλησπέρα μου είπε, είδες καθόλου τον γιό μου, ρώτησε.
–Μπά, έχω μέρες να τον δώ και να μιλήσω μαζί του, απάντησα.
-Πάνε μιά βόλτα απο το σπίτι να δεις και απο εδώ έχει μέρες να περάσει, μου είπε και το κλείσαμε.
Πήρα τηλέφωνο, αλλά δεν απαντησε κανείς. Έβαλα τα γεμιστά στο φούρνο και περίμενα να ψηθούν απο τη μιά για να τα γυρίσω. Χάζεψα λίγο τηλεόραση, τελειωσα με το φαγητό και πήρα τα κλειδιά να πάω απο του Γιώργου.
Ξεκλείδωσα δειλά-δειλά και έστριψα δεξιά προς την κρεββατοκάμαρα. Ο Γιώργος ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, κοιμόταν με τα γυαλιά, κλασσικά και τα χέρια κάτω απο το πάπλωμα, κρατώντας το στο ύψος του στήθους.
Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή, έδειχνε ένα αγοράκι να παίζει κουτσό σε ένα δωμάτιο που είχε μεγάλα ασπρόμαυρα πλακάκια. Ακουγόταν ένα παιδικό τραγουδάκι. Δίπλα στο κρεβάτι είδα μια σακκούλα με απορρυπαντικά που μου είχε παραγγείλει και του είχα φέρει πριν μέρες. Τα πήρα προσεχτικά και τα μετέφερα στην κουζίνα, η σακκούλα έκανε κρίτς-κράτς και δεν ήθελα να τον ξυπνήσω.
Ξαναγύρισα στην κρεββατοκάμαρα και αυτό που έδειχνε στην τηλεόραση μου τράβηξε την προσοχή. Πρόσεξα πως δεν έπαιζε κανονικά, ήταν το preview απο τον media player, όταν πας απο το μενού να διαλέξεις ταινία, σου την δείχνει κανονικά, αλλά σε μικρότερο παράθυρο. Το αγοράκι έπαιζε κουτσό, αλλά πρόσεξα πως ήταν σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Στο βάθος υπήρχε ένα κρεβάτι όπου ήταν ξαπλωμένη μια γυναίκα με κόκκινα σγουρά μαλλιά. Δίπλα της υπήρχαν καρδιογράφοι και άλλα ιατρικά μηχανήματα. Κατι μου θύμισε αυτή η ταινία, αλλά δεν μπορούσα να το προσδιορίσω. Ακούγοντας καλύτερα το παιδικό τραγουδάκι αντιλήφθηκα πως ήταν το la vie en rose, αλλά με παιδικές αγγελικές φωνές.
Ξάφνου, το αγοράκι παρασυρμένο, σκόνταψε στο κρεβάτι, ακούστηκε ένας ήχος σαν να έπεσε κάτι και ο καρδιογράφος άρχισε να βγάζει έναν συνεχόμενο τσιριχτό ήχο. Γύρισα και είδα τον Γιώργο ο οποίος εξακολουθούσε να έχει τα μάτια κλειστά, με ένα ελαφρύ χαμόγελο, πρέπει να κοιμόταν πολύ βαθειά.
Άρχισαν να μπαίνουν γιατροί στο δωμάτιο και ένας κύριος, το αγοράκι φώναζε έντρομο «μαμά, μαμά», κατάλαβα πως η ταινία ήταν γαλλική από την προφορά, η κυρία στο κρεβάτι είχε ένα παγωμένο βλέμμα κοιτάζοντας ψηλά. Ο ήχος του καρδιογράφου συνέχισε να είναι συνεχής, κατάλαβα πως πέθαινε.. Τα δύο λεπτά του πανικού, το πλάνο καρφωμένο στα νεκρά μάτια της κοκκινομάλλας, ξαφνικά άλλαξε η σκηνή και έδειξε ένα νεκροταφείο. Το αγοράκι κρυμμένο στην αγκαλιά του πατέρα του, γλυκύ έαρ, ήλιος και λουλούδια.
Γύρισα στον Γιώργο, παρέμενε κοιμισμένος, αποφάσισα να τον ξυπνήσω. Κάθησα δίπλα του, στο κρεβάτι, πολύ προσεχτικά επειδή τρόμαζε πολύ και άγγιξα τα χέρια του, που κρατούσαν το ασπρόμαυρο πάπλωμα. Ήταν παγωμένα. Ακούμπησα την ανάστροφη της παλάμης μου στο προσωπο του, ήταν επίσης παγωμένο. Δοκίμασα να τον κουνήσω, αδύνατον. Πρέπει να ήταν μέρες έτσι..
Αποφάσισα να πάρω πρώτα τον αδελφό του..
Το χαμόγελο παρέμενε στα χείλη του..
“Το χαμόγελο παρέμεινε στα χείλη του…”
Εστιάζω σε αυτό το σημείο και παραβλέπω τα υπόλοιπα…
Η ηρεμία είναι μεγάλο ατού !!!
Δεν θα με συγκινήσεις … ανόητε (μέχρι το τέλος!)