Χρήστου Γιανναρᾶ – ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ

Πριν λίγο καιρό κατέβηκα στην αποθήκη και χάζευα τα βιβλία μου, ξαναβρίσκοντας το Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων, του Χρήστου Γιανναρά.
Γλυκειά στιγμή όταν πριν από 20 σχεδόν χρόνια μιά γυναίκα το αποχωρίστηκε και μου το δώρισε κάνοντας με κοινωνό και μύστη ταυτόχρονα του έργου αυτού.

Λατρεμένο μου βιβλίο, ένα βράδυ στο ραδιόφωνο αφιέρωσα ένα μεγάλο κομμάτι της εκπομπής σε αυτό. Και εκεί μου μπήκε η ιδέα να ψηφιοποιήσω μερικά αγαπημένα μου αποσπάσματα και τα δημοσιεύσω. Στο εν τω μεταξύ, βρήκα και το πλήρες κείμενο στο διαδίκτυο, οπότε ήρθε η ώρα της μοιρασιάς…

Ευχαριστώ την Κ. που μου το δώρισε και την Μ. που άθελα της με ώθησε να το ξαναδιαβάσω, τόσα χρόνια μετά.. Νομίζω πως όταν το διαβάσαμε μαζί, έγινε και αυτή κοινωνός και μύστης.

Βρείτε και εσείς κάποιον να το διαβάσετε παρέα.. Μοιραστείτε το, αλλά μόνον με έναν, τον εκλεκτό σας… Παραπάνω θεωρείται ιεροσυλία.
Ευχαριστώ βέβαια και όλους τους ακροατές, που στωικά με παρακολούθησαν εκείνο το βράδυ….

Τα τω Καίσαρος τω Καίσαρι, οπότε παραθέτω και την αφιέρωση του βιβλίου…. Καλή ανάγνωση.
Στο τέλος της σελίδας θα βρείτε τα αγαπημένα μου, ψηφιοποιημένα αποσπάσματα.. έτσι, για να “νοιώσετε” λίγο βιβλίο.. φτάνει πιά το google.. Θα σας πρότεινα να αρχίσετε απο κεί, για να δείτε και τον τρόπο γραφής του κ. Γιανναρά (κάνετε κλίκ στις εικόνες να τις δείτε μεγαλύτερες).

Χρήστου Γιανναρᾶ
ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ

Ἐκδόσεις Δόμος

Περιεχόμενα

1. Ouverture
2. Modulatio
3. Appoggiatura
4. Notes de passage
5. Intervallum
6. Divertimento
7. Promenade parmi les tons voisins
8. Scherzo
9. Stretto
10. Exposition au relatif
11. Comma
12. Cantus firmus
13. Ricercare
14. Reprise
15. Imitation
16. Interlude
17. Dissonantia
18. Conclusion sur pédale de dominante
19. Te Deum
20. Γλωσσάρι


1. OUVERTURE

Ἀδελφιδός μου παρῆλθε·

ψυχή μου ἐξῆλθεν ἐν λόγῳ αὐτοῦ.

ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ τὸν ἔρωτα μόνο στὴν ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας. Πρὶν τὴν ἀποτυχία δὲν
ὑπάρχει γνώση· ἡ γνώση ἔρχεται πάντα μετὰ τὴ βρώση τοῦ καρποῦ. Σὲ κάθε ἔρωτα ξαναζεῖ
ἡ ἐμπειρία τῆς γεύσης τοῦ παραδείσου καὶ τῆς ἀπώλειας τοῦ παραδείσου. Σπουδάζουμε
τὸν ἔρωτα μόνον ἐξόριστοι ἀπὸ τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς ποὺ αὐτὸς χαρίζει.

Στὴν ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα εἴμαστε ὅλοι πρωτόπλαστοι. Ἡ πείρα τῶν ἄλλων δὲν μᾶς
μαθαίνει τίποτα γιὰ τὸν ἔρωτα. Εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας τὸ ἀρχέγονο καὶ μέγιστο
μάθημα τῆς ζωῆς, ἡ ἀρχέγονη καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση. Μέγιστο μάθημα, γιατὶ σπουδάζουμε
στὸν ἔρωτα τὸν τρόπο τῆς ζωῆς. Καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση, ἀφοῦ αὐτὸς ὁ τρόπος ἀποδείχνεται
ἀνέφικτος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας.

Ἡ ἀνθρώπινη φύση μας (αὐτὸ τὸ ἀκαθόριστο κράμα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ κορμιοῦ μας)
«ξέρει», μὲ φοβερὴ ὀξυδέρκεια πέρα ἀπὸ νοήματα, πὼς ἡ πληρότητα τῆς ζωῆς κερδίζεται
μόνο στὴν ἀμοιβαιότητα τῆς σχέσης. Στὴν ἀμοιβαία ὁλοκληρωτικὴ αὐτοπροσφορά.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπενδύει ἡ φύση μας, στὸν ἔρωτα ὅλη τὴ ἀπύθμενη δίψα της γιὰ ζωή. Δίψα
τοῦ κορμιοῦ καὶ τῆς ψυχῆς μας.

Διψᾶμε τὴ ζωή, καὶ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ζωῆς περνάει μόνο μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὸν
Ἄλλον. Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου ἀναζητᾶμε τὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς – τὴν ἀμοιβαιότητα
στὴ σχέση. Ὁ Ἄλλος γίνεται τὸ «σημαῖνον» τῆς ζωῆς, ἡ αἰσθητὴ ἀνταπόκριση στὴν πιὸ
βαθειὰ καὶ κυρίαρχη τῆς φύσης μας ἐπιθυμία. Ἴσως αὐτὸ ποὺ ἐρωτευόμαστε νὰ μὴν εἶναι
τὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου, ἀλλὰ ἡ δίψα μας ἔνσαρκη στὸ πρόσωπό του. Ὁ Ἄλλος νὰ εἶναι
πρόσχημα κι ἡ αὐτοπροσφορά μας αὐταπάτη. Ὅμως κι αὐτὸ θὰ διαφανεῖ μόνο στὴν ἀπόσταση
τῆς ἀποτυχίας.

Μετὰ τὴν ἀποτυχία ξέρουμε ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς, ἀλλὰ
τρόπος ἀνέφικτος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας. Ἡ φύση μας διψάει ἀπεγνωσμένα
τὴ σχέση, δίχως νὰ ξέρει νὰ ὑπάρχει μὲ τὸν τρόπο τῆς σχέσης. Δὲν ξέρει νὰ
μοιράζεται, νὰ κοινωνεῖ, ξέρει μόνο νὰ ἰδιοποιεῖται τὴ ζωή, νὰ τὴν κατέχει καὶ νὰ
τὴν νέμεται. Ἂν ἡ γεύση τῆς πληρότητας εἶναι κοινωνία τῆς ζωῆς μὲ τὸν Ἄλλον, ἡ ὁρμὴ
τῆς φύσης μας ἀλλοτριώνει τὴν κοινωνία σὲ ἀπαίτηση ἰδιοκτησίας καὶ κατοχῆς τοῦ Ἄλλου.
Ἡ ἀπώλεια τοῦ παραδείσου δὲν εἶναι ποτὲ ποινή, εἶναι μόνο αὐτοεξορία.

Τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τὸν σπουδάζουμε πάντοτε σὰν χαμένο παράδεισο. Τὸν ψηλαφοῦμε
στὴ στέρηση, στὸ ἐκμαγεῖο τῆς ἀπουσίας του. Ἔγγλυφο ἴχνος τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς εἶναι
ἡ πίκρα τῆς μοναξιᾶς στὴν ψυχή μας, ἡ ἀνέραστη μοναχικότητα. Γεύση θανάτου. Μὲ αὐτὴ
τὴ γεύση μετρᾶς τὴ ζωή. Πρέπει νὰ σὲ ναυτολογήσει ὁ θάνατος γιὰ νὰ περιπλεύσεις
τὴ ζωή, νὰ καταλάβεις ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν πληρότητα τῆς σχέσης. Τότε ξεδιακρίνεις
τὶς ἀκτὲς τοῦ νοήματος: Ζωὴ σημαίνει νὰ παραιτεῖσαι ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση τῆς ζωῆς γιὰ
χάρη τῆς ζωῆς τοῦ Ἄλλου. Νὰ ζεῖς, στὸ μέτρο ποὺ δίνεσαι γιὰ νὰ δεχθεῖς τὴν αὐτοπροσφορὰ
τοῦ Ἄλλου. Ὄχι νὰ ὑπάρχεις, καὶ ἐπιπλέον νὰ ἀγαπᾶς. Ἀλλὰ νὰ ὑπάρχεις μόνο ἐπειδὴ
ἀγαπᾶς, καὶ στὸ μέτρο ποὺ ἀγαπᾶς.

Διψᾶμε τὴ ζωὴ καὶ δὲν τὴν διψᾶμε μὲ σκέψεις ἢ νοήματα. Οὔτε καὶ μὲ τὴ θέλησή
μας. Τὴν διψᾶμε μὲ τὸ κορμὶ καὶ τὴν ψυχή μας. Ἡ ὁρμὴ τῆς ζωῆς, σπαρμένη μέσα στὴ
φύση μας, ἀρδεύει κάθε ἐλάχιστη πτυχὴ τῆς ὕπαρξής μας. Καὶ εἶναι ὁρμὴ ἀδυσώπητη
γιὰ σχέση, γιὰ συν-ουσία: Νὰ γίνουμε ἕνα μὲ τὴν ἀντι-κείμενη οὐσία τοῦ κόσμου, ἕνα
μὲ τὸ κάλλος τῆς γῆς, τὴν ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας, τὴ νοστιμιὰ τῶν καρπῶν, τὴν
εὐωδιὰ τῶν ἀνθῶν. Ἕνα κορμὶ μὲ τὸν Ἄλλον. Ὁ Ἄλλος εἶναι ἡ μόνη δυνατότητα νὰ ἔχει
ἀμοιβαιότητα ἡ σχέση μας μὲ τὸν κόσμο. Εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ κόσμου, ὁ λόγος κάθε
ἀντι-κείμενης οὐσίας. Λόγος ποὺ ἀπευθύνεται σὲ μένα καὶ μὲ καλεῖ στὴν καθολικὴ συν-ουσία.
Μοῦ ὑπόσχεται τὸν κόσμο τῆς ζωῆς, τὸ ἔκπαγλο κόσμημα τῆς ὁλότητας. Στὴ μία σχέση.


2. MODULATIO

Ἐγὼ τῷ ἀδελφιδῷ μου

καὶ ὁ ἀδελφιδός μου ἐμοὶ

ὁ ποιμαίνων ἐν κρίνοις.

ΜΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ σημάδι ἀμοιβαιότητας ἀναδύεται ἡ ἀμετρία τῆς εὐφροσύνης. Γεννιέται
ἡ πιὸ μεθυστικὴ γεύση πληρότητας τῆς ζωῆς. Εἶναι ὁ σύμπας κόσμος ποὺ προσφέρεται
στὸ βλέμμα, στὸ χαμόγελο τοῦ Ἄλλου. Ἀποκαλυπτικὴ ἔκρηξη μεταμόρφωσης τοῦ βίου, κι
ὁ Ἄλλος γίνεται τόπος αὐτῆς τῆς ἀποκάλυψης. Ὅλα ἔκπληξη κι ὅλα καινούργια. Ἀμοιβαιότητα
στὸν ἔρωτα εἶναι ἡ πρωτόπλαστη αἴσθηση τὴν πρώτη μέρα τῆς δημιουργίας.

Ψηλαφῶ στὸ ἀγαπημένο βλέμμα, γιὰ πρώτη φορά, τί εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ματιά. Στὸ
χάδι συλλαβίζω τὴν ἄγνωστη γλώσσα τῆς ἁφῆς. Κάθε ἐλάχιστη χειρονομία, ἀνεπαίσθητη
κίνηση τοῦ κορμιοῦ, κάθε ἀδιόρατο χαμόγελο, εἶναι λόγος πρωτόγνωρος, συναρπαστικὰ
σημαντικός. Κάθε τι ποὺ ἀγγίζουμε μαζί, κάθε ὀμορφιὰ ποὺ κοιτάζουμε μαζί, κάθε τι
ποὺ γευόμαστε, γεννιέται ἐκείνη τὴ στιγμή, καινούργιο καὶ ἄφθορο. Δὲν ὑπάρχουν ἀντι-κείμενα,
ὅλα εἶναι παρουσία, προσφορὰ ποὺ ἀπευθύνεται σὲ μένα, προορισμένη μόνο γιὰ μένα.
Ὅλα παίρνουν ὑπόσταση καὶ εἶναι ὑπαρκτά, ἐπειδὴ ὑπάρχει ὁ Ἄλλος. Τὰ πιὸ ἀσήμαντα
καὶ αὐτονόητα γίνονται ἀναπάντεχα δῶρα.

Ὅταν γεννιέται ὁ ἔρωτας, γεννιέται ἡ ζωή. Ἔκθαμβοι ψηλαφοῦμε τὴν ἔνδεια τοῦ βίου
νὰ μεταμορφώνεται σὲ πλοῦτο ἀπρόσμενο ζωῆς. Καθημερινὲς στιγμὲς ρουτίνας, μεταλλάζουν
σὲ ἐμπειρία γιορτῆς, γιατὶ ἡ καθημερινότητα σαρκώνει τώρα τὴν ἀμοιβαιότητα τῆς σχέσης.
Οὔτε χρόνος ὑπάρχει μὲ παρελθὸν καὶ μέλλον, οὔτε χῶρος, ἐγγύτερος καὶ ἀπώτερος.
Ὁ χρόνος εἶναι μόνο παρόν, κι ὁ χῶρος μόνο ἀμεσότητα παρουσίας. Χῶρος ἀχώρητος ἡ
ἀδιάστατη ἐγγύτητα τοῦ Ἄλλου, καὶ ἄχρονος χρόνος ἡ πληρωματικὴ διάρκεια τῆς ἀμοιβαίας
αὐτοπροσφορᾶς.

Στὸ πρῶτο σημάδι ἀμοιβαιότητας ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Ἄλλος, ἐπενδύουμε ὅλη τὴ φυσική
μας ὁρμὴ γιὰ ζωή. Δίχως κρατούμενα καὶ δίχως μέτρο. Ζοῦμε μόνο γιὰ τὸν Ἄλλον καὶ
χάρη στὸν Ἄλλον. Τὰ δίνουμε ὅλα, τὰ παίζουμε ὅλα. Κάθε ἐξασφάλιση, κάθε σιγουριά.
Τοὺς δεσμοὺς καὶ τὶς ὀφειλές μας. Τὸ καλό μας ὄνομα, τὸ κύρος ἢ τὴ φήμη μας. Τὰ
σχέδιά μας, τὶς ἐλπίδες μας. Ἕτοιμοι γιὰ ὅλα, ἀκόμα καὶ γιὰ τὸ θάνατο, γιὰ χάρη
τοῦ ἀγαπημένου.


3. APPOGGIATURA

Ἐπάταξάν με, ἐτραυμάτισάν με,

ἧραν τὸ θέριστρόν μου ἀπ᾿ ἐμοῦ…

…πάντες κατέχοντες ρομφαίαν

δεδιδαγμένοι πόλεμον.

Η «ΒΛΑΒΗ» ἔρχεται ἀναπάντεχα. Ὅμως ἔρχεται πάντοτε μιὰ «βλάβη» νὰ ἀνακόψει τὴ
λειτουργία τοῦ θαύματος. Γλυστράει ἀδιόρατα μέσα στὴ ζωή, σὰν τὸ φίδι στὰ φυλλώματα
τοῦ παραδείσου.

Κάποια ἀσήμαντη ἀστοχία τοῦ Ἄλλου, κάποια παράλειψη, μιὰ ἀνεπάρκεια στὴ συμπεριφορά,
μιὰ ὑστερόβουλη κίνηση, μιὰ ἐλειπτικὴ ἀνταπόκριση στὴ δική μου δίψα. Καὶ ἀνοίγουν
ξαφνικὰ τὰ μάτια μου στὴν ἀντίστροφη ἀποκάλυψη: Ὁ Ἄλλος βρίσκεται ἀπρόσμενα σὲ ἀπόσταση,
ὑποταγμένος σὲ χῶρο καὶ χρόνο. Εἶναι μακριά, καὶ δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἦταν. Σὲ σχέση
μὲ τὸν δικό μου πόθο γιὰ ζωή, μοιάζει λιγοστός, ἄτολμος, φειδωλός. Καὶ μαζί του
μικραίνουν ὅλα ξαφνικά, ξαναγίνονται ἀντι-κείμενα προκλητικὰ γιὰ μετρήσεις καὶ ὑπολογισμούς.

Ἂν εἴχαμε πραγματικὰ ἀγαπήσει -ἂν μᾶς εἶχε χαριστεῖ κάποια ἐλάχιστη πραγματικὴ
αὐτοπαραίτηση- ἴσως στὴν πρώτη ρήξη νὰ διακρίνουμε κάτι καὶ ἀπὸ τὰ δικά μας ὑστερήματα.
Στὴν καινούργια τώρα ἔκπληξη τῆς ἀπόστασης ἀνακαλύπτουμε μὲ δέος καὶ πλῆθος δικές
μας ἀστοχίες, λαθεμένες ἐκφράσεις τοῦ πόθου, ὑστεροβουλίες, ἐλλείψεις ἀνταπόκρισης
στὴ δίψα τοῦ Ἄλλου. Καὶ μοιάζει ἀπίστευτο. Αὐτὸς ἦταν λοιπὸν ὁ ἔρωτάς μου; Ἄφησα
τόσο κενὸ μοναξιᾶς στὴν ψυχὴ τοῦ Ἄλλου, ποὺ ἄμετρα ἀγαπῶ καὶ ποθῶ; Εἶναι τελικὰ
ἀδιαπέραστο τὸ τεῖχος ποὺ ὀρθώνει ἀνάμεσα στοὺς ἐρωτευμένους ὁ τρόπος τῆς
φύσης, ἡ θωράκιση τοῦ ἐγώ;

Ὅμως τὸ πιὸ συνηθισμένο εἶναι νὰ μὴ βλέπουμε μέσα μας κανένα ψεγάδι. Τὸν ἔρωτα
τὸν προδίνει μόνο ὁ Ἄλλος. Ἔβαλε λιγότερα στὸ παιχνίδι -σὲ σχέση μὲ τὸ τί προσφέρει,
ἀπολαμβάνει περισσότερα. Ἀρχίζω νὰ μετράω, νὰ λογαριάζω. Καὶ οἱ λογαριασμοὶ μὲ βγάζουν
πάντα ἀδικημένο, ἄρα δικαιοῦμαι νὰ ἀντιδρῶ, νὰ μεμψιμοιρῶ, νὰ γίνομαι ἐπιθετικός,
νὰ μεταλλάζω τὴν προδομένη μου στοργὴ σὲ ἀπαίτηση.

Κι ἂν ὁ Ἄλλος ἀντιδράσει μὲ τὶς δικές του μετρήσεις καὶ τοὺς δικούς του λογαριασμούς,
τότε ἡ ρήξη εἶναι ἄγρια, θηριώδης. Δὲν παίζονται συμφέροντα βιοτικά, παίζεται ἡ
ζωή -ὅλα ἢ τίποτα. Ἀκόμα κι ἂν ὁ Ἄλλος ἀποτραβηχτεῖ σιωπηλὸς στὴ θλίψη του, ἀφήσει
ἔκθετες τὶς πληγές του, δὲν ἔχω μάτια νὰ δῶ, δὲν μπορῶ νὰ πονέσω γιὰ τὴν ὀδύνη του,
ἐξακολουθῶ νὰ μετράω μόνο τὴ δική μου. Δὲν ἔχει δίκιο νὰ εἶναι θλιμμένος, μόνο ἐγὼ
ἔχω αὐτὸ τὸ δίκιο.

Στὴν πρώτη αἴσθηση τῆς ρήξης ὁ ἔρωτας γίνεται μιὰ ἀπελπισμένη ἐπιθετικότητα.
Ἀναμοχλεύει τὸ παρελθόν, ἀναξέει πληγές, βυθίζει ἀνελέητα τὸ μαχαίρι στὴ μνήμη.
Ὁ Ἄλλος εἶναι ἡ ἀποτυχία μου νὰ ζήσω, εἶναι ἡ ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μου, ἡ κόλασή
μου. Ἴσως παλεύει κι αὐτός, σφαδάζει, ζεῖ τὴ δική του παγερὴ μοναξιά. Κάποια ἐλάχιστη
τρυφεράδα ἀπὸ μένα, ἕνα χάδι καὶ πάλι, ἕνας λόγος γλυκός, θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ἀναστήσει.
Μὰ ἐγὼ στὸ πρόσωπό του βλέπω μόνο τὸ δικό μου κενό, καὶ τὰ μόνα λόγια τῆς καρδιᾶς
εἶναι τὸ παράπονό μου: Ἐμένα ποιός μὲ ρωτάει, ποιός μετράει τὴ δική μου ἀνάγκη καὶ
ὀδύνη;

Δὲν ὑπάρχει ὀδύνη καὶ πίκρα πιὸ βασανιστικὴ ἀπὸ τὴ ἀντιμαχία ἀνθρώπων ποὺ πίστεψαν
πὼς ἦταν ἀμοιβαῖα καὶ ὁλοκληρωτικὰ ἐρωτευμένοι. Ἀντιμαχία πάντοτε παράλογη, ὅμως
μὲ ὅπλο στὴ θηριώδη ἀναμέτρηση πάντοτε τὴ λογική. Ὁ καθένας μὲ τὴ δική του τετράγωνη
λογική, ἀράγιστη καὶ ἀμετακίνητη στὶς βεβαιότητές της.

Σὲ αὐτὸ τὸν σπαραγμὸ ὁδηγεῖται νομοτελειακὰ κάθε ἔρωτας. Δὲν εἶναι ἁπλὴ ἀπο-γοήτευση
-τὸ τέλος τῆς γοητείας ποὺ ἀσκοῦσε πάνω μας ἡ ψευδαίσθηση τῆς πληρωματικῆς σχέσης.
Εἶναι ἡ ἀσυνείδητη πίκρα γιὰ τὸ ἀνέφικτο τῆς ζωῆς, ἡ ἀπελπισία γιὰ τὸ ἀκατόρθωτο
τῆς ἀμοιβαίας ὁλοκληρωτικῆς αὐτοπροσφορᾶς, ποὺ συνιστᾶ τὴ ζωή. Ἐρωτευόμαστε σὰν
τὶς χελῶνες, θωρακισμένοι ἀνεπίγνωστα στὸ ἄθραυστο κέλυφος τῆς θνητότητας, δηλαδὴ
τοῦ ἐγώ. Ζοῦμε τὸ θαῦμα τοῦ ἔρωτα ὁ καθένας ἀπὸ μόνος του, ὁ Ἄλλος εἶναι μόνο ἡ
ἀφορμή. Ὥσπου νὰ συντριβοῦν οἱ ἀσύμπτωτοι πόθοι μας πάνω στὰ ἀράγιστα κελύφη.


4. NOTES DE PASSAGE

Ἐπὶ κοίτην μου ἐν νυξὶν

ἐζήτησα ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου·

ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν,

ἐκάλεσα αὐτὸν καὶ οὐχ ὑπήκουσέ μου.

ΞΕΡΟΥΜΕ τί θέλουμε στὸν ἔρωτα, μοιάζει νὰ μὴν ξέρουμε τί μποροῦμε. Θέλουμε: Ἀδιάπτωτη
πάντοτε τὴ γοητεία τοῦ Ἄλλου, τὰ χαρίσματά του ἀμετάλλαχτα, πάντοτε νὰ προκαλοῦν
τὸ πάθος τῆς ἀγάπης μας. Θέλουμε: Νὰ μᾶς ἀγαπάει ἀπεριόριστα, δίχως ὑφέσεις, καὶ
νὰ μᾶς ἀγαπάει ὅπως εἴμαστε. Νὰ ἀγαπάει καὶ τὰ λάθη μας, τὶς ἀστοχίες καὶ παραλείψεις
μας. Νὰ ἀγαπάει, ὄχι ἁπλῶς νὰ ἀνέχεται, ἀκόμα καὶ τὴ θωράκιση τοῦ ἐγώ μας.

Ἡ λογική μας ὀρθή, ἡ μονόδρομη φορά της τὴν ὑπονομεύει. Σίγουρα, ὁ ἔρωτας τοῦ
Ἄλλου εἶναι ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ συντριβεῖ ἡ θωράκιση τοῦ δικοῦ μου ἐγώ. Τὰ τείχη
τῆς αὐτοάμυνας καταρρέουν ἀπὸ μόνα τους, ὅταν ὁ Ἄλλος μὲ ἀποδέχεται δίχως ἀντιστάσεις
δικῆς του θωράκισης. Ὅταν δὲν σκοντάφτω οὔτε στὸ δίκιο του, οὔτε στὴ λογική του,
οὔτε στὴν ἐξυπνάδα του, οὔτε στὶς ἀρετές του, οὔτε στὶς ἀνάγκες του.

Ἡ ἐρωτικὴ ἀπαίτηση δὲν συμβιβάζεται μὲ τὸ μέτριο, τὸ μερικὸ καὶ ἀποσπασματικό.
Στοχεύει στὴ ζωή, δηλαδὴ στὴν πληρότητα τῆς σχέσης. Ὁ Ἄλλος νὰ δίνει, προτοῦ ζητήσουμε-
νὰ μὴν μᾶς φέρει οὔτε μιὰ φορὰ στὴ θέση τοῦ ζήτουλα, νὰ μὴν μᾶς ταπεινώσει ποτὲ
γιὰ τὴν ἀνάγκη ἢ τὴ δίψα μας. Νὰ εἶναι αὐτὸς πάντα παράφορος, νὰ κάνει πάντα αὐτὸς
τὸ πρῶτο βῆμα, νὰ μὴν εἶναι ποτὲ κουρασμένος, θλιμμένος, ἀδιάφορος. Τὰ θέλουμε ὅλα
αὐτά, μὰ τὰ θέλει ὁ καθένας μας γιὰ τὸν ἑαυτό του. Καὶ τὰ ἀπαιτεῖ στὸ ὄνομα τοῦ
ἔρωτα, γιὰ νὰ καθίσει τὸν ἄλλον στὸ σκαμνί, νὰ τοῦ ἐπιτεθεῖ, νὰ τὸν κατατροπώσει.
Ἐσὺ λὲς πὼς μὲ ἀγαπᾶς; Ποῦ εἶναι λοιπὸν ἡ ἀγάπη σου;

Ἡ ἀνθρώπινη φύση μας παίζει τὸ παιχνίδι τῆς ἰδιοτέλειας μὲ τὸν τρόπο τῆς
ζωῆς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σπουδάζουμε τὸν τρόπο τῆς ζωῆς στὴν ἀπάτη τοῦ ἔρωτα. Δὲν
ὑπάρχει ἔρωτας ποὺ νὰ μὴν περνάει ἀπὸ φάσεις θυσιαστικῆς αὐταπάρνησης καὶ ὁλοκληρωτικῆς
αὐτοπροσφορᾶς. Φάσεις ὄντως ζωῆς, ποὺ γίνονται ὅπλα τῆς φύσης γιὰ νὰ κερδίσει τὸν
Ἄλλον, νὰ τὸν ἰδιοποιηθεῖ, νὰ τὸν κατέχει. Μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα περιχαρακώνει τὸ δίκιο
της, φτιάχνει ὁρμητήρια γιὰ νὰ ἐπιτεθεῖ, ὅταν ὁ Ἄλλος ἀρχίσει νὰ ἀποκαλύπτεται στὴ
δική του αὐτονομία, στὴ δική του φυσικὴ ἀπαίτηση.

Ὁ ἔρωτας εἶναι ἢ ἀμοιβαῖα θυσιαστικός, ἢ σπαραγμὸς καὶ ρήξη – συμβιβασμὸς δὲν
ὑπαρχει. Ἡ συμβατικὴ ἀνοχὴ δὲν συντηρεῖ τὸν ἔρωτα, οὔτε ὁ μαζοχισμὸς τῆς καρτερίας.
Ὁ συμβιβασμὸς εἶναι μόνο ἀνελπιστία. Ἀντίθετα, ἡ ρήξη τρέφει τὴν ἐλπίδα γιὰ ἕνα
ἑπόμενο θαῦμα ποὺ θὰ διαρκέσει. Ὁ ἑπόμενος Ἄλλος θὰ μὲ ἀποδεχθεῖ δίχως κρατούμενα,
θὰ μὲ ἐρωτευθεῖ δίχως ὅρια. Γι᾿ αὐτὸ χρειάζομαι τὴ ρήξη, βίαιη καὶ ἀνυποχώρητη.
Γιὰ νὰ μὲ ἀποκαταστήσει ἀκέραιον στὴν παρθενία τῆς ἀναμονῆς. Κι ὅταν ὁ ἑπόμενος
Ἄλλος ἐμφανιστεῖ, τὸ παιχνίδι ξαναρχίζει παγιδευμένο στὰ ἴδια γρανάζια τῆς ἀδυσώπητης
φύσης μας.

Συχνὰ δὲν ἔχει τελειώσει ὁ ἕνας «δεσμός», ὅταν ἀρχίζει ὁ πειραματισμὸς γιὰ τὸν
ἑπόμενο. Μὲ εἰλικρίνεια ἀναζήτησης – ὄχι γιὰ ἐπιπόλαια παιχνίδια ἐφήμερων ἱκανοποιήσεων.
Ποντάρω γιὰ τὴ ζωή, δὲν γίνεται νὰ παραιτηθῶ. Ἔστω καὶ μὲ τὴ γεύση τοῦ ἀνέφικτου,
προχωρῶ στὴν ἑπόμενη δοκιμή, μὲ ἀνοιχτὴ καὶ αἱμάσσουσα τὴν προηγούμενη ρήξη. Τὴν
χρειάζομαι αὐτὴ τὴ ρήξη γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴν συντηρῶ μὲ ἀμείωτη ἐπιθετικότητα. Πρέπει
νὰ φταίει ὁπωσδήποτε ὁ Ἄλλος ποὺ ἐγὼ ἀρχίζω καινούργιους πειραματισμούς, αὐτὸς πρέπει
νὰ ἔχει τὴν εὐθύνη, ἀλλιῶς δὲν δικαιώνονται οἱ πειραματισμοί μου. Ἡ ἐπιθετικότητα,
ἡ συντήρηση τῆς ρήξης, μοῦ προσπορίζει βεβαιότητες παρθενικῆς ἑτοιμότητας γιὰ τὴν
ἑπόμενη ἀπόπειρα «δεσμοῦ».

Κάθε καινούργιο ἐρωτικὸ ξεκίνημα, καὶ μιὰ καινούργια εὐφροσύνη αὐταπάτης. Ὅλα
μεταμορφώνονται καὶ πάλι, ἡ καθημερινότητα μοιάζει καὶ πάλι γιορτή. Μοιάζει, γιατὶ
ἀπὸ κάποια ἀδιόρατη γωνιὰ μορφάζει τώρα ἡ πείρα τοῦ ἀνέφικτου. Ὅλα ξαναγίνονται
ρίγος γιορτῆς, μὰ ἡ γιορτὴ δὲν εἶναι πιὰ ἔκπληξη, εἶναι τέντωμα ἀναμονῆς. Πόσο θὰ
ἀντέξει ὁ καινούργιος Ἄλλος νὰ εἶναι «συνοδός μου καὶ θεός μου», πόσο θὰ κρατήσει
ἡ γιορτὴ πάνω στὸ τεντωμένο σχοινί. Κι ὅταν ἡ ἔνταση σπάσει καὶ πάλι, καὶ γίνει
ὁ ἔρωτας ἄλλη μιὰ φορὰ ἀντιδικία γιὰ τὸ δίκιο μου καὶ τὸ δίκιο σου, γιὰ τὸ φταίξιμό
σου καὶ τὴν ὀδύνη μου, τότε μιὰ ἀκόμα φυγὴ σὲ καινούργια ἐρωτικὴ σχέση θὰ δώσει
καὶ πάλι τὴν ἐλπίδα, πὼς ὅλα μποροῦν αὐτὴ τὴ φορὰ νὰ εἶναι μόνιμα καὶ ἀμετάθετα.
Σισύφεια σταύρωση στὸν πόθο τῆς ζωῆς.

Ἐπιδόσεις Σισύφων, βασανισμοὶ παραλλαγῶν σε μιαν ἀτέρμονη διαδοχὴ ἀπὸ καινούργια
πάντοτε ἐρωτικὰ ξεκινήματα. Οἱ ἄνθρωποι σταματᾶμε τὴ ζωὴ στὴν ψευδαίσθηση, κλείνουμε
πεισματικὰ τὰ μάτια μπροστὰ στὴν πραγματικότητα. Δὲν τολμᾶμε νὰ δοῦμε στὸν ἔρωτα
τὴν ἐγωκεντρικὴ ἀπάτη, τὴν πλανερὴ ψευδαίσθηση.

Ἄραγε, μπορεῖ νὰ ὑπάρξουν δυὸ ἄνθρωποι ποὺ θὰ φυλάξουν τὸ δῶρο τοῦ ἔρωτα μὲ καθημερινὴ
ταπεινὴ προσπάθεια νὰ ἀναιρεθεῖ ὁ ἀδυσώπητος τρόπος τῆς φύσης; Εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξουν
ἐρωτευμένοι δυὸ ἄνθρωποι, ποὺ ζώντας τὴ μέθη τῆς γιορτῆς θὰ συνυπολογίζουν κάθε
στιγμὴ τὴν ἀπάτη τῆς φύσης. Ὑπάρχουν ἄραγε περιθώρια νὰ διαρκεῖ τὸ θαῦμα τῆς ἐρωτικῆς
ἔκπληξης μὲ καθημερινὴ ἄσκηση αὐταπάρνησης καὶ αὐτοπροσφορᾶς;


5. INTERVALLUM

Κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη,

σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος.

ΤΟ ΔΙΔΥΜΟ τοῦ ἔρωτα καὶ τοῦ θανάτου: ἀμφίστομη πρόκληση τοῦ πραγματικοῦ. Δίλημμα
– ἀφοῦ θάνατος δὲν εἶναι μόνο τὸ ἀναπότρεπτο τέλος. Εἶναι καὶ παραίτηση ἀπὸ τὴ ζωή,
ὄχι ἀσυμβίβαστη μὲ τὴ βιολογικὴ ἐπιβίωση. Ἂν μὲ τὴ γεύση τοῦ ἔρωτα ψηλαφοῦμε τὴ
ζωή, κάθε ἀνέραστη ἐγκύστωση στὸ ἐγὼ εἶναι ἐπιλογὴ θανάτου.

Ἡ ἀντίθεση ἔρωτα καὶ θανάτου δὲν ἐξαντλεῖται σὲ νοήματα. Δὲν ἐπαληθεύεται μὲ
τοὺς κανόνες τοῦ «ὀρθῶς διανοεῖσθαι». Ὡριμάζει στὴ χωματερὴ ἀποταμίευση ἀκοινώνητου
βίου. Συλλαβίζουμε τὴ ζωὴ σὲ κάθε ἐφήμερη πληρότητα ἐρωτικῆς σχέσης. Καὶ συναντᾶμε
καταπρόσωπο τὸν θάνατο σὲ κάθε ἐρωτικὴ ἀποτυχία. Ὅταν ἡ ἐπιβίωση πιὰ δὲν κοινωνεῖται.

Μόνη ἐπιδίωξη ὕπαρξης, ἡ ποθούμενη σχέση. Τότε μιλᾶμε γιὰ «ἀληθινὸ» ἔρωτα. Εἶναι
πόθος ζωῆς, ὄχι συμπλήρωμα ἢ ἐπικουρία τοῦ βίου. Ὄχι προσθήκη σωματικῆς ἡδονῆς καὶ
ψυχολογικῆς εὐφροσύνης στὴ δεδομένη καθημερινότητα. Ἀλλὰ νὰ ἀλλάζει ὁ τρόπος τῆς
ὕπαρξης, νὰ γίνεται κάθε πτυχὴ τῆς ὕπαρξης μιὰ ὁλόκληρη σχέση. Τότε μιλᾶμε γιὰ «ἀληθινὸ»
ἔρωτα.

Κι ὅμως, ὅσοι ἀξιώθηκαν τὸν «ἀληθινὸ» ἔρωτα πεθαίνουν τελικὰ ὅπως κι οἱ ἀνέραστοι.
Ὁ ἔρωτας διαιωνίζει τὴ φύση, ὄχι τὴν προσωπική μας ὕπαρξη. Κορυφαία μέθη ζωῆς καὶ
καρπίζει μόνο τὴ φυσικὴ διαιώνιση, τὴ διαδοχὴ ἐφήμερων, θνητῶν ἀτόμων. Τὰ πρόσωπα
τῶν ἐραστῶν γεύονται τὴ ζωὴ μένοντας περατὰ στὸ χρόνο, ὑποκείμενα στὴ φθορά, ἐπικηρυγμένα
στὸν θάνατο.

Ἡ φύση παίζει μαζί μας μὲ σημαδεμένα χαρτιά. Ἀλλὰ ἡ ὕπαρξή μας ἐπιμένει στὴν
πρωτόπλαστη ἀθωότητα. Ἐπενδύει ἀνένδοτα στὸν ἔρωτα τὸν πόθο τῆς ζωῆς, ζωῆς ἀπερίσταλτης,
ἀπεριόριστης. Πόθο νὰ παραμείνει ἀκατάλυτη ἡ προσωπική μας μοναδικότητα, ἐλεύθερη
ἀπὸ κάθε μετριασμὸ ἢ ἀναστολή. Καὶ κάθε ἀληθινὴ ἐρωτικὴ ἐμπειρία βεβαιώνει τὸν
τρόπο τῆς ἀκατάλυτης ὕπαρξης. Ὁ ἔρωτας βεβαιώνει τὴν ἀθανασία – ἄραγε, εἶναι
μόνο ψευδαίσθηση;

Τὸ κορμί μας, βιολογικὸ ἐνέργημα δυναμικῆς σχέσεων, φυσικὴ μοναδικότητα λειτουργικῆς
κοινωνίας. Καὶ ἡ προσωπική μας ἑτερότητα, δυναμικὸ ἐνέργημα μοναδικότητας λόγων,
ἀναφορᾶς, μετοχῆς, ἀμοιβαιότητας. Τί εἶναι ποιὸ πραγματικό: τὸ βιολογικὸ ἢ τὸ λογικὸ
ἐνεργούμενο; Καὶ ποῦ τὰ ὅρια διαστολῆς τους; Τί διαφέρει ἡ ἑτερότητα τοῦ DΝΑ ἀπὸ
τὴ μοναδικότητα τοῦ ποιητικοῦ λόγου ἢ τῆς μουσικῆς ἔκφρασης; Ποῦ θὰ ἐντοπίσουμε
τὸ ὑποκείμενο τῆς ὕπαρξης, τὸ μύχιο αὐτοσυνείδητο ἐγὼ ἢ τὴν «ψυχή» μας; Στὸ
περατὸ βιολογικό, ἢ στὸ ἀπεριόριστο λογικὸ ἐνέργημα τῆς σχέσης;

Πάντως στὸν ἔρωτα συγκλίνει καὶ πληροῦται τὸ φυσικὸ καὶ τὸ λογικὸ ἐνέργημα τῆς
σχέσης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἔρωτας βεβαιώνει τὴν ἑτερότητα, ἀποκαλύπτει τὸ ὑποκείμενο.
Κορυφαῖο τάνυσμα τῆς ὕπαρξης, μίτος ἐξόδου ἀπὸ τὸ αἴνιγμα τῆς θνητότητας. Ἂν τὸ
μύχιο αὐτοσυνείδητο ἐγὼ ἢ ἡ «ψυχή» μας ἀναδύεται καὶ βεβαιώνεται στὸν ἔρωτα, τότε
ὑπάρχει μόνο ὡς σχέση. Ὅταν κάποτε καταλυθεῖ ἡ ἔσχατη ἀντίσταση στὸ πλήρωμα τῆς
σχέσης -σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἀντίσταση ἀτομικῆς αὐτονομίας- θὰ εἶναι τότε ἡ ἀπαρχὴ
τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ ἔρωτα; Ὁ βιολογικὸς θάνατος μπορεῖ νὰ εἶναι τρόπος εἰσόδου στὴν
ἀμεσότητα τῆς ζωῆς;

Χαρτογραφοῦμε τὴ ζωή, σὰν ἄγνωστη γῆ, ἀκολουθώντας τὴν κατεύθυνση τοῦ πόθου.
Καὶ ζοῦμε μόνο τὴν ἀμεσότητα τοῦ θανάτου. Ἀπαίτηση, βουλιμία, ἀνάγκη ἀντιστάσεις
τοῦ ἀτομικοῦ στὴ ζωτικὴ κοινωνία. Τὸ ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντήρησης, ἡ ὁρμὴ τῆς ἰδιοποίησης,
ἡ δίψα τῆς αὐτοβεβαίωσης. Ἀλλοτριώνουν τὴ σχέση, ὁριοθετοῦν τὴ συνύπαρξη, ἀναστρέφουν
τὴ μέθεξη. Ὑπονομεύουν τὴν ἀποδέσμευση τῆς ζωῆς. Ἀντιμάχονται τὸν ἔρωτα.

Οἱ ὁρισμοὶ μορφάζουν αἰνιγματικά. Ζωὴ δὲν εἶναι ἡ βιολογικὴ ἐπιβίωση, τὸ βιολογικὸ
τέλος δὲν εἶναι θάνατος. Ἡ ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα μπερδεύει τὰ νοήματα. Ἂν τὸ μύχιο
αὐτοσυνείδητο ἐγὼ ἢ ἡ «ψυχή» μας ἀναδύεται καὶ βεβαιώνεται στὸν ἔρωτα, τότε ὑπάρχει
μόνο ὡς σχέση. Καὶ τότε ἡ ἀτομικὴ αὐτονομία, ἡ ἄσχετη ἀτομικὴ ὀντότητα, εἶναι θάνατος.
Τότε ὁ ἔρωτας ἀντιμάχεται τὸν θάνατο, κι ὁ θάνατος τὸν ἔρωτα. Ἀνειρήνευτα.

Διαπάλη ἔρωτα καὶ θανάτου. Ὄχι πάντα συνειδητὴ- ἂν ὄχι πάντα ἀσυνείδητη. Ἀσυνείδητη
ἐπιθυμία κατοχῆς, ἰδιοποίησης, χρήσης τοῦ Ἄλλου, ὁ Ἄλλος ἀντικείμενο τῆς δικῆς μου
ἀτομικῆς ἀνάγκης γιὰ ἡδονή, γιὰ ἐξασφάλιση καὶ αὐτοβεβαίωση: Τότε ὁ θάνατος ἔχει
κατατροπώσει τὸν ἔρωτα, ἐνῶ ἐγκλωβισμένος στὴν ἐγωκεντρικὴ μοναχικότητα, στὴν ἄσχετη
καὶ ἄσκοπη ἐπιβίωση. Μοῦ διαφεύγει ἡ ζωή, ἡ ἔκπληξη τοῦ ἄχρονου καὶ ἀπεριόριστου
τῆς σχέσης.

Ἐρωτικὴ πληρότητα τῆς ζωῆς, καὶ τὸ «σημαίνον» τῆς πληρότητας τὸ ὀνομάζουμε
κάλλος
. Αἰσθητὴ ἀφετηρία τοῦ πόθου τὸ κάλλος «σημαίνει» τὴν πληρότητα, δίχως
νὰ ταυτίζεται ποτὲ μαζί της. Ὡς πάντα πρὸς ἑαυτὸ καλοῦν, ὅθεν καὶ κάλλος λέγεται.
Κλήση-κάλεσμα πρὸς ἐκείνη τὴ σχέση καὶ συν-ουσία ποὺ ὑπόσχεται τὸ «περισσὸν» τῆς
ζωῆς- καλεῖ τὸ κάλλος στὴν ποθούμενη ζωτικὴ μέθεξη, στὴν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου.

Κάλλος τοῦ ἐρωμένου, ἐρώμενο κάλλος, κάλεσμα τῆς ζωῆς, κορυφαία πρόκληση. Καὶ
πίσω ἀπὸ τὴν κλήση ἡ φύση, ὁ περιπαιχτικὸς μορφασμὸς τοῦ θανάτου. Διψᾶμε τὸ κάλλος
μὲ τὴν ἀδυσώπητη δίψα τῆς φύσης, τοῦ ἐνστίκτου, τῆς ὁρμῆς. Ἀναγκαιότητα τῆς φύσης
νὰ ὑποτάξει τὴ ζωὴ στὴ σκοπιμότητα τῆς δικῆς της ἐπιβίωσης καὶ διαιώνισης.

«Ὑποκείμενο» τῆς φύσης καὶ ὑπαρκτική της πραγμάτωση, ἡ ἀτομική μας ὀντότητα.
Ἐφήμερη καὶ φορέας τῆς φορᾶς γιὰ διαιώνιση. Ὁ ἔρωτας ὑποτάσσεται στὴν ἀδυσώπητη
φορά, ἀποδείχνεται δίψα άποσπασματικὴ ἀτομικῆς ἡδονῆς, ψυχολογικὸ συμπλήρωμα γιὰ
τὴν ἀτομικὴ αὐτάρκεια. Μένοντας πάντοτε κάλεσμα ζωῆς. Ἀλλὰ παγιδευμένο στὸν θάνατο.

Χωρὶς ἄλλο, ἡ φροϋδικὴ σύνδεση ἔρωτα καὶ θανάτου οὔτε αὐθαίρετη εἶναι, οὔτε ποιητικὴ
μεταφορά. Στὸ ἐπίπεδο τῆς φύσης, ὁ θάνατος παγιδεύει τὸν ἔρωτα. Δίχως νὰ παύει ὁ
ἔρωτας νὰ ἀντιμάχεται τὸν θάνατο.

Ἡ φροϋδικὴ σύνδεση μᾶς βόηθησε νὰ δοῦμε στὸν ἔρωτα τὸ κάλεσμα τῆς ζωῆς, πέρα
ἀπὸ τὰ σημαίνοντα τῆς ἡδονῆς. Πρώτη ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα, ἡ σχέση τοῦ βρέφους μὲ τὸ
κορμὶ τῆς μητέρας. Σχέση ἁφῆς τοῦ μητρικοῦ σώματος, πρώτη γιὰ τὸ βρέφος ψηλάφηση
τοῦ ἀντικείμενου πραγματικοῦ. Σχέση ἀφετηριακὰ ζωτική, ἀφοῦ δένεται στὴν αἴσθηση
τοῦ βρέφους μὲ τὴν πρόσβαση στὴν τροφή, στὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς.

Ἁφὴ καὶ στέρηση τοῦ μητρικοῦ σώματος: διαλεκτικὴ τῆς ζωῆς ἢ τῆς ἀπώλειας, τοῦ
ὅλατίποτα. Ὅταν παίρνει τροφὴ ἀπὸ τὸ κορμὶ τῆς μητέρας, τὸ βρέφος
τὰ ἔχει ὅλα, ἔχει τὴν ἀμεσότητα τῆς σχέσης ποὺ εἶναι ζωή. Ἀντίθετα, τὸ κλάμα
τῆς πείνας εἶναι κραυγὴ ἀπόγνωσης ἀπὸ μιὰν ὕπαρξη ποὺ νιώθει νὰ χάνεται. Χάνει ττὴν
ἁφὴ τῆς ζωῆς, κραυγάζει τὴ γεύση τοῦ ἄσχετου, το τίποτα. Ἡ σχέση μὲ τὴ μάνα εἶναι
ἐρωτική, γιατὶ εἶναι ζωτική. Λήψη τροφῆς, δυνατότητα ζωῆς, δυναμικὴ πληρότητα σχέσης.
Καὶ σὲ αὐτὴ τὴ δυναμικὴ σκοπεύει τελικὰ κάθε ἔρωτας.

Ζωτικὴ σχέση μὲ τὸν ἀντι-κείμενο κόσμο. Ἁφὴ τοῦ σώματος ποὺ συνιστᾶ ζωὴ καὶ ἀναιρεῖ
τὸν θάνατο, τὰ χαρίζει ὅλα καὶ ἀποτρέπει τὸ τίποτα. Δυναμικὴ τῆς ζωῆς
καὶ δὲν ὁριοθετεῖται ἀπὸ μόνη τὴν ἡδονὴ τῆς τροφῆς -ἡ ἐρωτικὴ ἐμπειρία τοῦ βρέφους
δὲν τελειώνει ἐκεῖ. Ἂν ἡ σωματικὴ ἡδονὴ δὲν συνοδευόταν ἀπὸ τὴν ἐρωτικὴ πληρότητα
τῆς μητρικῆς παρουσίας (τὸν λόγο, τὸ χάδι, κάθε χειρονομία στοργῆς, κάθε
πράξη φροντίδας), ἡ σχέση θὰ ἐξασφάλιζε τὴν ἐπιβίωση, ὄχι τὴ ζωή. Τὸ παιδὶ δὲν θὰ
ἔμπαινε ποτὲ στὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων, στὸν κόσμο τῆς γλώσσας καὶ τῶν συμβόλων, τῆς
ὑποκειμενικῆς ταυτότητας καὶ τῶν ὀνομάτων.

Ἀφετηρία τῆς ἐπιθυμίας, ἡ τροφή, πρωταρχικὸ «σημαῖνον» τοῦ ζωτικοῦ πόθου -πρὶν
κι ἀπὸ τὸ κάλλος. Ὅ,τι ὀνομάζουμε «σημαῖνον» εἶναι ἡ ριζικὰ πρωτογενὴς ἐμφάνιση
τοῦ λόγου, ἡ κλήση – πρόκληση τοῦ πόθου.

Ζωτικὴ σχέση μὲ τὸν ἀντι-κείμενο κόσμο ἡ λήψη τῆς τροφῆς, εἶναι μιὰ λογικὴ

σχέση. Καὶ εἶναι λογική, γιατὶ ἡ τροφὴ «σημαίνει» κάτι πέρα ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς θρέψης.
«Λέει» τὸν τρόπο τῆς ἁφῆς, τῆς μέθεξης, τῆς συν-ουσίας.

«Τὸ σημαῖνον ἐμφανίζεται στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου». Δὲν εἶναι ἡ ἀνάγκη συν-εννόησης
ποὺ κάνει νὰ ἐμφανίζεται τὸ σημαῖνον. Ὁ λόγος δὲν εἶναι καταρχὴν μέσο ἢ ὄργανο χρηστικῆς
ἐπικοινωνίας. Χρηστικὴ ἐπικοινωνία ἔχουν τὰ ζῶα, ἀλλὰ δὲν ἔχουν λόγο. Ἀφετηρία καὶ
καταγωγὴ τοῦ λόγου εἶναι καταρχὴ ἡ παρουσία τοῦ Ἄλλου. Ἡ παρουσία – δυνατότητα ἀνταπόκρισης
στήν ἐρωτικὴ ἐπιθυμία.

Ἡ ἐμφάνιση τοῦ σημαίνοντος ἀρθρώνει τὴν ἐπιθυμία σὲ αἴτημα. Τὸ σημαῖνον «λέει»
τὴν ἐπιθυμία δηλώνοντας τὴ δυνατότητα ἀνταπόκρισης στὴν ἐπιθυμία. Ἡ παρουσία τοῦ
Ἄλλου σημαίνει κάτι πέρα ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς συνεύρεσης, πέρα ἀπὸ τὴ βιολογικὴ σκοπιμότητα
τῆς ἀναπαραγωγῆς. Τὸ σημαῖνον ἐμφανίζεται στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου, γιὰ νὰ σημάνει τὸν
ἀφετηριακὸ τοῦ λόγου πόθο τῆς ζωῆς. «Ζωῆς ἀθάνατης, ζωῆς ἀπερίσταλτης, ζωῆς ποὺ
δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κανένα ὄργανο, ζωῆς ἁπλοποιημένης καὶ ἀκατάλυτης».

Ἡ φορὰ πρὸς τὴ ζωὴ περνάει μέσα ἀπὸ τὸν Ἄλλο. Ἡ παρουσία τοῦ Ἄλλου -δυνατότητα
σχέσης, δηλαδὴ ζωῆς- εἶναι ὁ «τόπος» ὅπου ἐμφανίζεται τὸ πρῶτο σημαῖνον, ὁ λόγος
τῆς ἐπιθυμίας. Λόγος ποὺ συγκροτεῖ τὸ ὑποκείμενο, τὸ φορέα τῆς ἐπιθυμίας. Ἡ ἐμφάνιση
τοῦ σημαίνοντος, προϋπόθεση καὶ ἀφετηρία τῆς σχέσης, «γεννάει» τὸ ὑποκείμενο. «Τὸ
ὑποκείμενο γεννιέται ἐφόσον στὸ πεδίο τοῦ Ἄλλου ἐμφανίζεται τὸ σημαῖνον» – ἡ δυνατότητα
ἀνταπόκρισης στὴν ἐπιθυμία. Τὸ γεγονὸς τῆς σχέσης «γεννάει» τὸ ὑποκείμενο κάνοντας
συγκεκριμένη τὴν ἀναφορικότητα τοῦ τρόπου τῆς ὕπαρξής του. Καὶ τρόπος τῆς ἀναφορᾶς
εἶναι ὁ λόγος.

Σπουδὴ τῆς γένεσης τοῦ λόγου. Καὶ ἀποκλείει τὰ ἐνδεχόμενα νὰ ταυτίσουμε τὸ ὑποκείμενο
μὲ τὴν αἰσθητὴ ἀτομικότητα, τὴ σωματικὴ ὀντότητα, τὴν ἀτομικὴ διάνοια, τὴ συναισθηματικὴ
ἱκανότητα. Πρὶν ἀπὸ τὴ σκέψη τὴν κρίση, τὴ φαντασία, εἶναι ἡ ἐπιθυμία ποὺ συγροτεῖ
τὸ ὑποκείμενο σὲ ὕπαρξη λογική. Ὅ,τι ὀνομάζουμε ὑποκείμενο εἶναι ἕνα ἐρωτικὸ
γεγονός, καὶ ἐπειδὴ εἶναι ἐρωτικὸ γεγονὸς εἶναι καὶ λογικὴ ὕπαρξη. Ἡ ἐρωτικὴ φορὰ
πρὸς τὴ ζωὴ πραγματοποιεῖται μὲ τὸν λόγο καὶ αὐτὴ ἡ πραγματοποίηση συνιστᾶ τὸ ὑποκείμενο.

Πρῶτο σημαῖνον στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου, ἡ ὑπόσχεση τῆς τροφῆς. Τροφὴ – ἁφὴ τοῦ μητρικοῦ
σώματος, ἐρωτικὴ πληρότητα ζωτικῆς παρουσίας. Ὅμως, σημαίνουσα τροφὴ καὶ σημαινόμενη
παρουσία δὲν εἶναι γιὰ τὸ βρέφος δεδομένα μόνιμα καὶ συνεχή. Ἡ παρουσία μεταλλάζει
σὲ ἀπουσία, ἡ εὕρεση σὲ ἀπώλεια. Ἡ δίψα τῆς ζωῆς ἀρθρώνεται ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ
στὸ ὑφάδι αὐτῆς τῆς τραγικῆς διαλεκτικῆς. Αἰσθητὴ ἀμεσότητα σχέσης καὶ ἄσχετη μοναχικότητα,
γεύση ζωῆς καὶ θανάτου.

Δίψα ζωῆς καὶ γεύση θανάτου, ἀλλὰ καὶ φορὰ πρὸς τὴ ζωὴ συμπλεγμένη μὲ ὁρμὴ πρὸς
τὸν θάνατο. Στὸ ἴδιο πρωταρχικὸ ὑφάδι τῆς ἐπιθυμίας. Ἀνάγκη ὁρμέμφυτη τοῦ βρέφους
νὰ μονιμοποιήσει τὴ παρουσία τῆς μητέρας, νὰ ἀκινητοποιήσει τὴ σχέση σὲ κατοχή.
Νὰ ἔχει μόνιμα καὶ ἀδιάλειπτα δική του τὴν πηγὴ τῆς τροφῆς, τὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς.
Νὰ κατέχει τὴ μάνα, κι ὁ τρόπος νὰ τὴν κατέχει εἷναι νὰ τὴν καταβροχθίσει φανταστικά.
Νὰ ὑποκαταστήσει τὴ διακινδύνευση τῆς σχέσης μὲ τὴ σιγουριὰ τῆς ἰδιοποίησης· τὴ
ζωτικὴ ἀναφορὰ μὲ τὴ φαντασιώδη αὐτοτέλεια. Πρῶτα βήματα στὴν κόψη τοῦ βίου, κι
ἡ ὁρμὴ τοῦ θανάτου ἀντιμάχεται τὴ φορὰ τῆς ζωῆς.

Τὸ ἀδιάστατο τῆς μητρικῆς παρουσίας παραμένει μήτρα δυναμικὴ τοῦ σημαίνοντος.
Ἀντιστέκεται στὴ θανατερὴ παγίωση τῆς ἐγωστρέφειας, μεταμορφώνει προοδευτικὰ καὶ
ἀνεπαίσθητα τὴν ἀπαίτηση σὲ περιχώρηση.

Μεταποιεῖ τὴν ὁρμὴ σὲ ἐπιθυμία, τὸ ἀπρόσωπο ἀντικείμενο τῆς τροφῆς σὲ ὑποκείμενο
ζωτικῆς ἀναφορᾶς. Ἡ μάνα δὲν μᾶς δίνει μόνο ὑπόσταση βίου, ἡ ἴδια μᾶς ἐντάσσει καὶ
στὴ ζωή, μᾶς ἐγκεντρίζει στὸν ἔρωτα. Ἡ φυσικὴ ὁρμὴ τοῦ ἔρωτα, ὁρμὴ ἐπιβίωσης
καὶ διαιώνισης, χειραγωγεῖται ἀπὸ τὴ μητρικὴ παρουσία στὴν προσωπικὴ πραγματοποίηση
τῆς ζωῆς. Στὸ ἐνδεχόμενο τῆς ζωῆς ὡς διάρκειας.

Στὸ μεταγενέστερο βίο, κάθε ἐρωτικὴ ἀναζήτηση ἐπαναλαμβάνει τὴν ἴδια διαπλοκὴ
προσωπικῆς σχέσης καὶ φυσικῆς ἀνάγκης, τὴ διαλεκτικὴ ζωῆς καὶ θανάτου. Ὁ πόθος τῆς
ζωῆς σημαίνεται πάντα στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου, στὸν τρόπο τῆς ἁφῆς, τῆς μέθεξης, τῆς
συν-ουσίας. Ὁ τρόπος ὑπερβαίνει τὴ ζωτικὴ ἀνάγκη τῆς τροφῆς, καθολικεύεται στὴ «γενετήσια»
σχέση. Ὁλόκληρη σχέση, καθολικὴ ἀμεσότητα, μίξη ψυχῶν καὶ σωμάτων ποιητικὴ ζωῆς.
Ἀμφίστομη καθολικότητα ἀνάγκης καὶ σχέσης, ἰδιοτέλειας καὶ αὐτοπροσφορᾶς.

Σὲ κάθε ἐρωτικὴ κλήση ἀναβιώνει ὁ ζωτικὸς πόθος τῆς τροφοδότου παρουσίας, πόθος
ζωῆς ποὺ συγκροτεῖ τὴ ἴδια τὴν ὑποκειμενικότητά μας. Ἐρωτευόμαστε πάντα ὅπως πεινούσαμε
σὰν βρέφη. Παγιδευμένοι στὸ ὑφάδι τῆς ὁρισμένης ἀνάγκης καὶ τῆς ἀπεριόριστης δίψας
γιὰ σχέση. Πρὶν ἀπὸ κάθε σκέψη, κρίση, φαντασία, βούληση, συναίσθημα. Ὅλες αὐτὲς
οἱ ἐνέργειες ἢ λειτουργίες συντονίζονται ἐκ τῶν ὑστέρων μὲ τὴν «ἀγαπητικὴ δύναμη»
τῆς φύσης μας. Δύναμη ζωτικὴ καὶ ζωοποιό: συστατικὴ τοῦ ὑποκειμένου καὶ ποιητικὴ
καινούργιων ὑποκειμενικῶν ὑπάρξεων.

(Ἑνικὴ καὶ ἑνιαία ἡ ἀγαπητικὴ δύναμη τῆς φύσης, ἄτμητα ζωτικὴ καὶ ζωοποιός. Νά
γιατί ἡ ὁμοφυλοφιλία διαστέλλεται ἀπὸ τὸν ἔρωτα μὲ τὴν καισαρικὴ τομὴ τῆς διαστροφῆς:
Εἶναι λειτουργικὰ ἀφορισμένη ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἀμφιπτυχὴ τοῦ ζωτικοῦ καὶ ζωοποιοῦ. Μιμεῖται
τὴ ζωτικὴ ἀναφορικότητα τοῦ ἔρωτα μὲ παράχρηση τῆς φυσικῆς ζωοποιοῦ δυνάμεως. Σὰν
λήψη τροφῆς ἀποσπασμένη ἀπὸ τὴ λειτουργία-ἢ τὸ θαῦμα-τῆς θρέψης. Καταχρηστικὴ διαχείριση
τῆς ζωτικῆς φορᾶς, βιασμὸς τοῦ φυσικοῦ καὶ πραγματικοῦ ἀπὸ τὴν ἀτελέσφορη ψευδαίσθηση.
Ὁ ἀμφίστομος τρόπος βίου καὶ ζωῆς, φυσικῆς διαιώνισης καὶ προσωπικῆς ἀθανασίας,
μεταλλαγμένος σὲ ἄβια καὶ ἄζωη ὁρμή, παγιδευμένος στὴ στρεβλὴ φαντασίωση. Σίγουρα
ὀφείλουμε τὴν πιὸ ἀληθινὴ συμπάθεια σὲ αὐτὴ τὴν τραγικὴ ἀναπηρία. Ἀλλὰ ἡ ὅποια στοργὴ
καὶ ἀνεκτικότητα δὲν ὑποκαθιστᾶ τὸ πραγματικὸ μὲ τὸ διάστροφο καὶ φαντασιῶδες.)

Διαχείριση τῆς ζωῆς ὁ ἔρωτας. Ποὺ σημαίνει σχοινοβασία στὴν κόψη τοῦ θανάτου.
Ἐνδεχόμενη σὲ κάθε στιγμὴ ἡ πτώση ἀπὸ τὴ σχέση στὴ χρήση, ἡ ὀλίσθηση στὴν ἀπαίτηση
τοῦ ἐγὼ νὰ «καταβροχθίσει» φανταστικὰ τὸν Ἄλλον. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μεταφερμένη στὸ συνειδητὸ
πιὰ ἐπίπεδο ἡ ἐρωτικὴ ἀκροβασία ζωῆς καὶ θανάτου ἐξισορροπεῖ τὴν ὁρμέμφυτη ἀπαίτηση
μὲ τὴ θεληματικὴ ἄσκηση. Τὸ σημαῖνον τῆς ἄσκησης ἀνιχνεύεται καὶ πάλι στὸν ἀρχέτυπο
τόπο τῆς μητρικῆς παρουσίας. Σὲ κεῖνο τὸ ὑπόδειγμα τῆς παραίτησης ἀπὸ τὸ ἐγώ, ποὺ
ἀνάστησε τὸ βρέφος στὴ ζωὴ τῆς σχέσης: στὸν κόσμο τῆς γλώσσας καὶ τῶν συμβόλων,
τῆς ὑποκειμενικῆς ταυτότητας καὶ τῶν ὀνομάτων.

Ἀγαπητικὴ δύναμη εἶναι ἡ φυσικὴ δυνατότητα, ὁρμή, φορά, ὑφάδι τῆς ζωῆς. Θὰ σαρκωθεῖ
σὲ προσωπικὸ γεγονὸς ἀγαπητικῆς ἑτερότητας μόνο ὡς λόγος ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν ἀνάγκη.
Συνειδητὴ ἄσκηση ἀγάπης, παραίτηση ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση, κατόρθωμα ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν
ὁριστικὴ ἀνάγκη γιὰ χάρη τῆς ἀπεριόριστης σχέσης. Διεύρυνση τῆς ἡδονῆς, πέρα καὶ
ἀπὸ τὴ φύση, στὴν ἀπερίσταλτη προσωπικὴ κοινωνία.

Στὴ σχέση τοῦ βρέφους μὲ τὴ μάνα ἀναδύεται προοδευτικὰ ἡ παρεμβολὴ τοῦ πατέρα.
Ἀποφασιστικὴ γιὰ τὴ διαστολὴ καὶ συνειδητοποίηση τῆς ὑποκειμενικότητας τοῦ παιδιοῦ,
τὴν ἀποτροπὴ τῆς φανταστικῆς του ταύτισης μὲ τὸ μητρικὸ σῶμα – διεύρυνση καὶ διάνοιξη
τῆς ζωτικῆς σχέσης στὸ κοινωνικὸ γεγονός. Τὰ πρόσωπα τοῦ πατέρα καὶ τῆς μάνας ἀποτυπώνουν
στὴν ψυχὴ τοῦ βρέφους τὰ ὑποδείγματα τῆς ψυχοσωματικῆς διαφορᾶς ποὺ κάνει δυνατὴ
τὴ ζωτικὴ σχέση, τὴ συμπληρωματικότητα, τὴν ποιητικὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς. Πατέρας
καὶ μάνα, «ἀρχέτυπα» τῆς διαφορᾶς στὴ ζωτικὴ σχέση, ἀνεξίτηλα σημαίνοντα τοῦ προσωπικοῦ
μας συντονισμοῦ στὴ δυναμικὴ τῆς διάκρισης τῶν φύλων.

Αὐτὸς ὁ ἀφετηριακὸς συντονισμὸς κατευθύνει τὴν ἐρωτικὴ ἀναζήτηση σὲ ὅλη τὴ διάρκεια
τοῦ βίου. Νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ ἴδια εἰκόνα σχέσης, ποὺ τὴν ταυτίσαμε ὡς βρέφη μὲ τὴν
ἀνάδυση τῆς ὑποκειμενικῆς μας ἑτερότητας, τὴ δυνατότητα κοινωνίας, δηλαδὴ ζωῆς,
ἀποτροπῆς τοῦ θανάτου.

Σημαῖνον τῆς παρουσίας, ἡ μορφή. Μορφὴ τῆς μάνας, μορφὴ τοῦ πατέρα, ἀρχέτυπα
ὑποδείγματα τοῦ κάλλους, τῆς ζωτικῆς κλήσης στὴν πληρωματικὴ σχέση, στὴν τρωτικὴ
πληρότητα. Ἴσως καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ μορφοποίηση τῆς εἰκόνας, ἡ ὑποκειμενικὴ αἴσθηση
τοῦ κάλλους νὰ καθορίζεται διὰ βίου ἀπὸ τὶς αἰσθητὲς ἐμπειρίες τῆς μητρικῆς καὶ
πατρικῆς παρουσίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ κριτήρια τῆς αἰσθητικῆς ἀποτίμησης στὸν ἔρωτα
-ἡ ἕλξη ποὺ ἀσκεῖ τὸ κάλλος, οἱ ἀφορμὲς τῆς φορᾶς πρὸς τὴ μέθεξη- δὲν εἶναι δυνατὸ
νὰ αὐτονομηθοῦν σὲ σταθερὲς ἀρχὲς καὶ ἀντικειμενικὰ μέτρα κρίσης. Ἡ ἐρωτικὴ εὐαισθησία
ἢ ἀποτίμηση τοῦ κάλλους παραμένει συνάρτηση τῶν πρώτων σημαινόντων τῆς Παρουσίας
ποὺ συγκροτοῦν τὴν ὑποκειμενικὴ μας ἑτερότητα, ἀποδείχνουν τὸν ἄνθρωπο ὕπαρξη μοναδικὴ
μὲ τέλος ἢ σκοπὸ τὴ ζωὴ ὡς διάρκεια.


6. DIVERTIΜΕΝΤΟ

Ἐκράτησα αὐτὸν καὶ οὐκ ἀφῆκα αὐτόν,

ἕως οὗ εἰσήγαγον αὐτὸν εἰς οἶκον μητρός μου

καὶ εἰς ταμεῖον τῆς συλλαβούσης με.

ΑΝ Ο ΕΡΩΤΑΣ εἶναι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς, τότε ὁ γάμος εἶναι τρόπος τῆς φύσης. Φύση
θὰ πεῖ: νόμος, ἀναγκαιότητα. Καὶ ὁ τρόπος τοῦ νόμου, θεσμός. Ὁ νόμος θεσμοποιεῖ
τὴ φυσικὴ ἀνάγκη, θωρακίζει τὴν ἀτομικὴ ἀπαίτηση. Ἀπὸ τὰ βάθη τῆς προϊστορίας ὁ
γάμος φτάνει ὣς ἐμᾶς μὲ τὴ σταθερὴ περπατησιὰ τοῦ νόμου, τοῦ «φυσικοῦ θεσμοῦ»: Σύμβαση
ἐξισορρόπησης δικαιωμάτων καὶ ὑποχρεώσεων. Κατοχυρώνει τὰ συμβαλλόμενα ἐγώ, τὰ ἐξασφαλίζει.
Προσφέρει μὲ σωστὴ μοιρασιὰ τὴν αἴσθηση τῆς στέγης, τὴ σιγουριὰ τῆς συντροφιᾶς,
τὴν κοινὴ τροφή, τὴν ἀμοιβαία ἡδονή, τὴν πλασματικὴ διαιώνιση τοῦ ἐγὼ στὰ πρόσωπα
τῶν παιδιῶν.

Προκαθορισμένος θεσμός, δυναμικὴ ἀπροσδιοριστία τῆς ζωῆς – γάμος καὶ ἔρωτας δυὸ
ἀντίπαλα δεδομένα. Δὲν μπορεῖ ὁ θεσμὸς νὰ προβλέπει τὴν ἑτερότητα, τὴν περιπέτεια
ἢ τὴ γεύση τῆς ποιότητας. Ὁρίζει καὶ κατοχυρώνει τὸ γενικό, τὸ ἀπρόσωπο, τὸ ἀντικειμενικό.
Παγιώνει τὴ ζωὴ σὲ σταθεροὺς προκαθορισμούς, τὴν ὁριοθετεῖ σὲ σχήματα ἐλεγχόμενα,
χρηστικά.

Ἔκπληξη ζωῆς ὁ ἔρωτας, θεσμοποίηση τῆς ἀνάγκης ὁ γάμος. Ἀνάγκη, ὁ τρόπος τῆς
φύσης. Ὁριοθετημένος, μὲ τὴ σαφήνεια τοῦ νόμου, δίχως περιθώρια ἄγνοιας ἢ πλάνης.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὸν γάμο δὲν δικαιολογεῖται αἰφνιδιασμός. Ἂν προσδοκοῦμε κάτι ἄλλο
ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὁ γάμος σπερματικὰ ἐπαγγέλλεται, τότε τὸ λάθος εἶναι δικό μας. Ἐπιπολαιότητα,
ἢ μειωμένη ὅραση.

Τρόπος τῆς φύσης, ὁ νόμος· ὁ τρόπος τοῦ νόμου, θεσμός. Εἶναι ἡ φυσικὴ ἀπαίτηση
ποὺ θεσμοποιεῖται μὲ τὸν γάμο. Ἀπαίτηση κατοχῆς τοῦ ἄλλου, ἰδιοποίησης, ἰδιοκτησίας.
Συμβατικὰ ἰσόρροπη κατοχή, ἀμοιβαία ἰδιοποίηση. Δίνεις γιὰ νὰ παίρνεις, προσφέρεις
γιὰ νὰ ἀπολαμβάνεις. Ὅ,τι σπερματικὰ ἐπαγγέλλεται ὁ γάμος δὲν προϋποθέτει τὸν ἔρωτα
– ἂν δὲν τὸν ἀποκλείει. Ἡ διακινδύνευση τῆς ἀπροκαθόριστης σχέσης, ἡ δυναμικὴ τῶν
ἐκπλήξεων, δὲν συμβιβάζονται μὲ τὴ λογικὴ τοῦ θεσμοῦ.

Καθόλου τυχαῖο ποὺ κωδικοποιήσαμε οἱ ἄνθρωποι τὴ γαμήλια σχέση σὲ κανόνες Δικαίου.
Ἐθιμικοῦ καὶ κρατικοῦ. Ἂν οἱ ἀπαιτήσεις καὶ ὑποχρεώσεις δὲν ἰσορροποῦν, καταφεύγουμε
στὸν δικαστή. Ζητᾶμε τὸ δίκιο μας ἀπὸ τὴν κρατικὴ βία. Ἀκόμα καὶ ἡ σωματικὴ σχέση
μπορεῖ νὰ ἀπαιτηθεῖ ἀπὸ τὸν σύντροφο μὲ δικαστικὴ ἀπόφαση: Εἶναι τὸ «συζυγικὸ καθῆκον»
του. Ὁ νόμος κατοχυρώνει τὴ φυσικὴ ἀπαίτηση, διεκδικεῖ καὶ τὴν ποδηγέτηση τῆς ἐπιθυμίας.

Ὁ ἔρωτας δὲν ἐξασφαλίζεται μὲ τὸν γάμο, ὁ θεσμὸς δὲν ἐγγυᾶται τοὺς ἀναβαθμοὺς
τῆς ζωῆς. Ξέρουμε στὴν πράξη ὅτι ἀναρίθμητοι γάμοι ξεκινᾶνε δίχως ἔρωτα, καὶ οἱ
ἄνθρωποι τὸ θεωροῦσαν πάντα καὶ τὸ θεωροῦν αὐτονόητο. Ὅσοι πάλι ξεκινᾶνε μὲ τὸ δῶρο
τοῦ ἔρωτα, αἰθεροδρομοῦν ἂν πιστεύουν ὅτι ὁ θεσμὸς θὰ ἐξασφαλίσει στὸν ἔρωτά τους
μονιμότητα καὶ ἰσοβιότητα. Ὁ τρόπος τῆς ζωῆς ἀποκλείεται νὰ ἐξασφαλιστεῖ μὲ τὸν
τρόπο τῆς φύσης.

Ἡ διαστολὴ τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς φύσης φωτίστηκε ἀποκαλυπτικὰ
μὲ τὸν λόγο τῆς χριστιανικῆς ἐμπειρίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ διαφορὰ τοῦ ἔρωτα ἀπὸ τὸν
γάμο βρίσκει μέσα στὴ χριστιανικὴ Παράδοση ἴσως τὴν ἐναργέστερη διασάφηση. Ὑπόδειγμα
τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς ἡ «κένωση», ἡ ἐρωτικὴ αὐτοπροσφορὰ – ὑπόδειγμα ἔνσαρκο στὸ πρόσωπο
τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ νὰ τὸ ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος, πρέπει νὰ διαρρήξει τοὺς δεσμοὺς
τῆς ἐξάρτησης ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς φύσης: δεσμοὺς συγγένειας, δεσμοὺς ἐξασφάλισης ποὺ
προσφέρει τὸ θεσμικὸ πλαίσιο τοῦ γάμου.

Εἴ τις ἔρχεται πρός με, λέει ὁ Χριστός, καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα ἑαυτοῦ
καὶ τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς ἀδελφάς, ἔτι
δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητὴς εἶναι
(Λουκ. 14, 26). Περιθώριο
συμβιβασμοῦ μὲ τὴ φυσικὴ θωράκιση, τὴν ψυχολογικὴ κατοχύρωση τοῦ ἀτόμου μέσα στὸ
θεσμικὸ πλέγμα τῶν γαμικῶν δεσμῶν, δὲν ὑπάρχει. Εἶναι ἴσως ὁ σκληρότερος λόγος ποὺ
εἰπώθηκε ποτὲ γιὰ τὸν γάμο.

Στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου διαφαίνεται ὁ στόχος αὐτοῦ τοῦ «μίσους», τῆς ἀνυποχώρητης
ρήξης μὲ τοὺς δεσμοὺς τῆς συγγένειας: Εἶναι ἡ ἐλευθερία, ἐλευθερία ἀπὸ τὴ φύση γιὰ
χάρη τῆς σχέσης, ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ἀνάγκη γιὰ χάρη τοῦ ἔρωτα. Τοῦ κατεξοχὴν ἔρωτα,
ποὺ ἀναφέρεται στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἐλευθερία ἀπὸ φυσικοὺς δεσμοὺς καὶ θεσμοὺς
δὲν σημαίνει ἄρνηση ἢ ἀπόρριψη τῆς φύσης. Μόνο παραίτηση ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς φύσης,
τὸν τρόπο τῆς ἰδιοποίησης καὶ κατοχῆς· … Ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μὴ
ἔχοντες ὦσι, καὶ οἱ κλαίοντες ὡς μὴ κλαίοντες, καὶ οἱ χαίροντες ὡς μὴ χαίροντες,
καὶ οἱ ἀγοράζοντες ὡς μὴ κατέχοντες, καὶ οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι
(1 Κορ. 7, 29-31).

Στὸ ἴδιο κείμενο ὁ Παῦλος συνιστᾶ τὸν γάμο μόνο κατὰ συγγνώμην, οὐ κατ᾿ ἐπιταγὴν

(7,6). Ἡ «συγγνώμη» σημαίνει παραχώρηση στὸν τρόπο τῆς φύσης, τὸν τρόπο τοῦ θανάτου,
γιὰ λόγους παιδαγωγίας τοῦ ἀνθρώπου. Τί νόημα μπορεῖ νὰ ἔχει μιὰ παιδαγωγία ποὺ
συμβιβάζεται μὲ τὸν θάνατο; Ὁ Παῦλος ξέρει ὅτι οἱ σχέσεις μέσα στὸν γάμο εἶναι ἀναπόφευκτα
ἐξουσιαστικὲς σχέσεις ἰσόρροπης κατοχῆς, ἀμοιβαίας ἰδιοποίησης: Ἡ γυνὴ τοῦ ἰδίου
σώματος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ᾿ ὁ ἀνήρ· ὁμοίως δὲ καὶ ὁ ἀνὴρ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ
ἐξουσιάζει, ἀλλ᾿ ἡ γυνὴ
(7,4). Ὡστόσο, εἶναι παιδευτικὰ προτιμότερο (γονιμότερο
σὲ δυνατότητες ἐλευθερίας ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς φύσης), νὰ δεσμεύεται ὁ ἄνθρωπος στὴ
θεσμοποιημένη ἐξισορρόπηση αὐτοῦ τοῦ ἀμοιβαίου ἐξουσιασμοῦ, παρὰ νὰ ἐξουσιάζει δίχως
νὰ ἐξουσιάζεται – ὅπως συμβαίνει στὴν πορνεία. Διὰ δὲ τὰς πορνείας ἕκαστος τὴν
ἑαυτοῦ γυναῖκα ἐχέτω, καὶ ἑκάστη τὸν ἴδιον ἄνδρα ἐχέτω
(7,2). Ὁ φυσικὸς καὶ
νομικὸς θεσμὸς τοῦ γάμου δικαιώνεται σὲ σύγκριση μὲ τὴ φυσικὴ ἀσυδοσία τῆς πορνείας.

Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ χριστιανική, οἱ προγενέστερες θρησκευτικὲς παραδόσεις ἀγνοοῦν
τὴν ταύτιση τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς μὲ τὴν ἐρωτικὴ αὐθυπέρβαση. Ταυτίζουν τὸν τρόπο
τῆς ζωῆς μὲ τὴ φυσικὴ γενετήσια λειτουργία. Ὁ μόνος τρόπος ποὺ ξέρει ὁ ἄνθρωπος
γιὰ νὰ δημιουργεῖται ζωή, εἶναι ἡ γενετήσια σχέση. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἴδια ἡ σύσταση
ἢ μορφοποίηση τοῦ ὑπαρκτοῦ (ἡ κοσμογονία) ἀποδίδεται σὲ γενετήσιες σχέσεις θεῶν.
Ἔτσι, ἡ γενετήσια ὁρμὴ ἀνάγεται στὴ σφαίρα τοῦ ἱεροῦ. Ἡ πορνεία παίρνει ἱεροτελεστικὸ
χαρακτήρα, οἱ ἱερόδουλες χειραγωγοῦν στὴ μίμηση τῆς ἀρχέτυπης μίξης. Ὅμως τὴν ἱεροποίηση
τῆς γενετήσιας σχέσης παρακολουθεῖ ταυτόχρονα καὶ ὁ φόβος σφετερισμοῦ τῆς δημιουργικῆς
δύναμης τῶν θεῶν. Ἡ γενετήσια ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι «ὕβρις» ἀνταγωνισμοῦ
τῆς θεότητας. Ἐνῶ λοιπὸν ἱεροποιεῖται ὁ κύκλος τῆς γενετήσιας λειτουργίας, ταυτόχρονα
ἀπαξιώνεται σὰν περιοχὴ «βέβηλη». Περιβάλλεται μὲ τὴ δυσπιστία, τὴν ἐπιφύλαξη ἢ
τὸν φόβο τοῦ «δαιμονικοῦ», τοῦ «ἀκάθαρτου».

Στοιχεῖα τῆς ἀρχέγονης αὐτῆς ἀπαξίωσης τοῦ γενετήσιου κύκλου διασώζονται ἀκόμα
σήμερα στὴν κοινωνικὴ συνείδηση. Εἶναι κατάλοιπα κυρίως ἑβραϊκῶν ἐπιδράσεων στὴ
χριστιανικὴ ἐθιμική. Ὁ λαὸς τῶν Ἑβραίων κληρονόμησε, ἀπὸ τὶς πανάρχαιες θρησκεῖες
ὅμορων λαῶν, προκαταλήψεις γιὰ τὸν «ρύπο» τῆς γενετήσιας λειτουργίας καὶ τὴν ἀνάγκη
καθαρμοῦ: Σαράντα μέρες μετὰ τὴ γέννηση τοῦ παιδιοῦ της ἡ μητέρα θεωρεῖται ἀκάθαρτη
καὶ τῆς ἀπαγορεύεται ἡ εἴσοδος στὸ ἱερὸ (Λευϊτ. 12, 1-8). Τὸ ἴδιο ἰσχύει γιὰ κάθε
γυναίκα στὴν περίοδο τῶν ἐμμήνων της (Λευϊτ. 15, 19-30), ὅπως καὶ γιὰ τὸν ἄνδρα
ποὺ ἔχει ἀθέλητη νυχτερινὴ ρύση σπέρματος (15, 1-17). Ἡ γενετήσια μίξη καθιστᾶ τὸν
ἄνθρωπο ἀκάθαρτο (Λευϊτ. 15,18 – Ἔξοδ. 19, 15 – 1 Βασ. 21, 5 – 2 Βασ. 11, 11) –
ὁ ἱερέας στὴν περίπτωση αὐτὴ ἀποκλείεται ἀπὸ τὴν τέλεση τῆς λατρείας.

Δὲν ἐπιβίωσαν τυχαῖα τέτοιες ἀντιλήψεις στὴν πρακτικὴ τῆς χριστιανικῆς Παράδοσης.
Σίγουρα, ἡ Ἐκκλησία κομίζει μιὰ ριζικὰ διαφορετικὴ ἀντίληψη καὶ ἑρμηνεία τῆς γενετήσιας
ὁρμῆς: Εἶναι ἡ «ἀγαπητικὴ δύναμη», σπαρμένη ὄχι μόνο στὴ θέληση, ἀλλὰ στὴν ὅλη φύση,
στὸ ἴδιο τὸ κορμὶ καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως, ταυτόχρονα, αὐτὴ ἡ δύναμη εἶναι
ποὺ ἐκφράζει κατεξοχὴν τὴν ὁρμὴ γιὰ ὑπαρκτικὴ αὐτονομία τῆς φύσης, αὐτοδιαιώνιση
τῆς φύσης. Νά γιατί ἡ χριστιανικὴ πρακτικὴ ὑποτυπώνει, μὲ τὴν παραδοσιακὴ συμβολικὴ
τοῦ «καθαροῦ» καὶ τοῦ «ἀκάθαρτου», τὴ δική της ἐπιφύλαξη καὶ δυσπιστία γιὰ τὴ γενετήσια
λειτουργία. Ἀκάθαρτη δὲν εἶναι ἡ φύση, ἀλλὰ ἡ ἀπάτη τῆς φύσης: νὰ παίζει τὸ παιχνίδι
τοῦ θανάτου μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς.

Συμβολικὴ τοῦ «καθαροῦ» καὶ τοῦ «ἀκάθαρτου»: ἀρχέτυπη σημαντικὴ διαστολῆς τῆς
ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα. Ἐλευθερίας τοῦ προσώπου ἀπὸ τὴ φυσικὴ νομοτέλεια,
τὴ φυσικὴ ἀναγκαιότητα τοῦ ἀτομικοῦ θανάτου. Μόνον ὁ ἔρωτας εὐαγγελίζεται τὴν προσωπικὴ
ἀθανασία: Τὴν ἔκ-σταση ἀπὸ τὶς ὑπαρκτικὲς δυνατότητες τῆς φύσης, τὴν ἄντληση ὕπαρξης
ἀπὸ τὴν ἀγαπητικὴ κοινωνία.


7. PROMENADE PARMI LES TONS
VOISINS

Ἑξήκοντὰ εἰσι βασίλισσαι,

καὶ ὀγδοήκοντα παλλακαί,

καὶ νεάνιδες ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός·

μία ἐστὶ περιστερά μου, τελεία μου.

ΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ καὶ τρόπος τῆς φύσης, ἔρωτας καὶ θάνατος. Δὲν γίνεται νὰ διακρίνεις
τὴ διαφορὰ μὲ νοητικὰ τεχνουργήματα. Οὔτε οἱ θρησκευτικὲς διδαχὲς ἐπαρκοῦν, γαντζωμένες
στῆς αὐθεντίας τὸ ὀλίσθημα. Ἔναυσμα καὶ αὐτουργὸς τῆς διάκρισης μόνο ἡ ἐμπειρία.

Ἀρχέγονη ἀπαξίωση τῆς γενετήσιας λειτουργίας: ἄραγε ἀνεπίγνωστο ἀπείκασμα ἐμπειρίας
θανάτου; Πάντως, ἡ ἀπόδοση «βέβηλου» ἢ «ἀκάθαρτου» χαρακτήρα στὸ βιολογικὸ ἐνέργημα
δὲν ἀξιολογεῖ καὶ δὲν διαβαθμίζει διαφορές, ὅπως τὸ πνευματικὸ καὶ τὸ σαρκικό, ἡ
λογικὴ καὶ τὸ ἔνστικτο, ἡ νόμιμη συζυγία καὶ ἡ παράνομη ἡδονή.

Τουλάχιστον στὴν ἑβραϊκὴ παράδοση, τίποτα δὲν ἐμποδίζει τὸν ἄνδρα νὰ ἔχει δυὸ
καὶ περισσότερες γυναῖκες (Δευτ. 21,15 – 1 Βασ. 1,2) ἢ νὰ παίρνει παλλακίδες καὶ
σκλάβες (Γεν. 16,2 – 30,3 -Ἔξοδ. 21,7 – Κρ. 19,1 – Δευτ. 21,10). Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περίπτωση
τῆς ἱερῆς πορνείας (ποὺ δηλώνει ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν ὀρθὴ θρησκευτικότητα), ἡ πορνεία
γενικὰ δὲν κατακρίνεται (Γεν. 38,15-23 – Κρ. 16,1). Μόνο τὰ μεταγενέστερα «σοφιολογικὰ»
κείμενα προειδοποιοῦν γιὰ τοὺς κινδύνους ἀπὸ τίς ἐπαφὲς μὲ τὶς πόρνες (Παροιμ. 23,27
-Σειρ. 9,3 – 19,2). Αὐτὸ ποὺ ἀπαγορεύεται ἀπερίφραστα εἶναι ἡ μοιχεία. Τιμωρεῖται
μὲ θάνατο τόσο ἡ μοιχαλίδα ὅσο καὶ ὁ συναυτουργὸς τῆς μοιχείας (Δευτ. 22,22 – Λευιτ.
20,10). Ἀλλὰ στόχος τῆς ἀπαγόρευσης εἶναι ἡ περιφρούρηση τῶν δικαιωμάτων τοῦ συζύγου,
ἀφοῦ τίποτα δὲν ἀπαγόρευε στὸν ἄνδρα τὶς σχέσεις μὲ ἀνύπαντρες γυναῖκες ἢ μὲ πόρνες.

Φυσικὴ ἀναγκαιότητα καὶ προσωπικὴ ἐλευθερία, ὑποταγὴ στὴ θνητότητα καὶ δυναμικὴ
ἀθανασίας, εἶναι διλήμματα ποὺ δὲν ἔχουν τεθεῖ στὴν ἑβραϊκὴ παράδοση. Μπορεῖ νὰ
ὑπεμφαίνεται, ἀλλὰ μένει ἀνεπίγνωστη ἡ διαστολὴ τοῦ ἔρωτα ἀπὸ τὸν θάνατο, τοῦ τρόπου
τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς φύσης. Ὁ Νόμος τῶν Ἑβραίων ὁριοθετοῦσε τὴ μετοχὴ στὸν
«λαὸ τοῦ Θεοῦ», τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ σχέση. Ὁ τρόπος τῆς ὁριοθέτησης
χαλιναγωγοῦσε παράλληλα τὴ «σκληροκαρδία» αὐτοῦ τοῦ δυσήνιου λαοῦ (Ματθ. 19,8 –
Μάρκ. 10,5). Σὲ ὑπαρκτικὴ ἀλλαγὴ τοῦ ἀνθρώπου, σὲ μετοχὴ στὴν ὄντως ζωή, δὲν ἔφτανε
νὰ στοχεύσει ὁ Νόμος.

Γιὰ νὰ διασκελίσει ἡ ὕπαρξη τὴ ζωὴ πέρα ἀπὸ τὸ κατώφλι τοῦ θανάτου, νὰ πατήσει
ἀλλοῦ, πέρα ἀπὸ τὸ ἑτοιμόρροπο εἶναι, οἱ δυνατότητες τῆς φύσης μας δὲν ἐπαρκοῦν.
Ὅσο κι ἂν καλογυμνάσει ἡ ἠθικὴ τὴ θέληση, ὅσο κι ἂν σταθοῦν ἐφαλτήριο οἱ ἀρετές
μας, δὲν γίνεται ἡ φύση νὰ ὑπερπηδήσει τὴ θνητότητα. Στὴν κλίμακα τῆς ἠθικῆς «ἀνόδου»
μετρᾶμε τὴν ψευδαίσθηση τῆς φυσικῆς αὐθυπέρβασης. Ἀλλὰ σὲ κάθε σκαλοπάτι χάσκει
ἀπὸ κάτω ἀδυσώπητο τὸ κενὸ τοῦ θανάτου.

Ὁ ἔρωτας; ναί, αὐτὸς μεταλλάζει τὴν ὕπαρξη σὲ σχέση: εἶναι μιὰ ἄλλη αἴσθηση τῆς
ζωῆς. Ἀκόμα καὶ στὸν προθάλαμο τοῦ ἔρωτα, στὴν τέχνη, κάτι ἀναδεύει σὰν πρώιμη βεβαιότητα.
Ποιητές, μουσουργοὶ καὶ ζωγράφοι, χρόνια τώρα ἢ αἰῶνες σπαρμένοι στὸ χῶμα -ὀστᾶ
ξηρὰ καὶ γεγυμνωμένα- κι ὅμως ὁ λόγος τους διαρκεῖ. Διαρκεῖ στὴν προσωπικὴ ἀμεσότητα
τῆς σχέσης. Ὅσο ἀφήνεσαι στὴ σχέση, τόσο ἀναλάμπει μέσα σου ἡ προσωπικὴ ἑτερότητα
τοῦ λόγου τους, τῆς «ψυχῆς» τους. Ὅσο παραδίνεσαι στὸν ἔρωτα, τόσο καταυγάζεται
ἡ νοσταλγικὴ ἐλπίδα ἀθανασίας καὶ τῆς δικῆς σου «ψυχῆς».

Ἡ χριστιανικὴ «πίστη» λαμπρύνει τὴ νοσταλγικὴ ἐλπίδα σὲ ἀναβαθμοὺς ἐρωτικῆς προσδοκίας.
Ὁ ἔρωτας: ναί, μεταλλάζει τὴν ὕπαρξη σὲ ἀπερίσταλτη ζωή, γιατὶ ὁ Θεὸς ὑπάρχει σὰν
πλήρωμα τριαδικῆς ἐρωτικῆς συν-ουσίας. «Ἀγάπη ἐστί». Προσέλαβε τὴ θανατερὴ ἀτομικότητα
-Χριστὸς Ἰησοῦς- καὶ μεταποίησε τὸν θάνατο σὲ ὑπακοὴ σχέσης μὲ τὸν Πατέρα, σὲ γεγονὸς
κοινωνίας ζωῆς ἀθάνατης. Ἡ θνητότητα ἀπόμεινε ἀσθένεια τῆς φύσης, ἡ ἀθανασία δυνατότητα
χαρισμένη στὴ σχέση. Τὸ μύχιο ἐγὼ ἢ ἡ «ψυχή» μας, τὸ ἀληθινό μας πρόσωπο, ἀναδύεται
ἐλεύθερο ἀπὸ τὸν θάνατο, ὅταν στὸν τόπο τοῦ Ἄλλου ἀναγνωρίσουμε τὴν προσωπικὴ κλήση
ποὺ μᾶς συνιστᾶ ὡς ὑποκείμενα: τὸ Πρόσωπο τοῦ Ἐραστῆ Πατέρα.

Ἡ λέξη Θεὸς ὁρίζει μιὰ προσωπικὴ σχέση, ὄχι ἕνα ἀντι-κείμενο νόημα. Ὅπως τὸ ὄνομα
τοῦ ἀγαπημένου σὲ κάθε ἔρωτα. Δὲν σημαίνει διαστολὴ καὶ ἀπόσταση. Τὸ ἄκουσμα τοῦ
ἀγαπημένου ὀνόματος εἶναι ἄμεση αἴσθηση καὶ ἀδιάστατη ἐγγύτητα παρουσίας. Εἶναι
ἡ ζωή μας ὁλόκληρη μεταποιημένη σὲ σχέση.

Γνωρίζουμε τὸν Θεὸ καλλιεργώντας μιὰ σχέση, ὄχι κατανοώντας ἕνα νόημα.

Ἡ σχέση συνιστᾶ τὴν ἴδια τὴν ὑποκειμενικὁτητα τῆς ὕπαρξής μας. Μετέχουμε στὴν
ὕπαρξη μὲ συνείδηση καὶ λόγο, μὲ ὑποκειμενικὴ αὐτεπίγνωση καὶ ταυτότητα, ἐπειδὴ
ἡ ἐρωτικὴ φορὰ τῆς φύσης μας μεταποιεῖται σὲ προσωπικὴ σχέση, ὅταν στὸν τόπο τοῦ
Ἄλλου ἀναδύεται τὸ πρῶτο σημαῖνον τῆς ἐπιθυμίας: ἡ μητρικὴ παρουσία. Τὸ ὑποκείμενο
γεννιέται στὸ πρῶτο ἐρωτικὸ σκίρτημα.

Δεῖ ὑμᾶς γεννηθῆναι ἄνωθεν (Ἰωάν. 3,7) μπορεῖ νὰ σημαίνει: Τὸ ὑποκείμενο
γεννιέται στὴν ὄντως ζωή, ὅταν ἡ ἐρωτικὴ φορὰ ὑπερβεῖ τὴν περατότητα σημαινόντων
ἀτομικῆς αὐτάρκειας. Ὅταν στὸν «τόπο» τῆς ἐπιθυμίας κυριαρχήσει τὸ Ὄνομα τῆς αἰτιώδους
ἀρχῆς τῆς προσωπικῆς σχέσης: Τὸ Ὄνομα τοῦ Μονογενοῦς Λόγου.

Στὴ χριστιανικὴ παράδοση, ἡ λέξη ἀποκάλυψη σημαίνει φανέρωση τοῦ Ὀνόματος
– ὄχι προσθήκη «ἀληθειῶν» σὲ νοητικὲς ἀναρριχήσεις. Ὁ Ἐραστὴς εἶναι προσωπικὸς καὶ
ἐπώνυμος: Χριστὸς Ἰησοῦς, Νυμφίος τοῦ μύχιου ἐγὼ ἢ τῆς «ψυχῆς» μας. Ἡ ἐρωτική του
κλήση -συστατικὴ τῆς «ἄνωθεν» γέννησης τοῦ προσώπου μας- ἔχει ἱστορικὴ σάρκα, τὴ
σάρκα τοῦ ψηλαφητοῦ γεγονότος: Αὐτὸς ἡμῶν ἠράσθη πρῶτος, ἡμῶν ἐχθρῶν καὶ πολεμίων
ὑπαρχόντων. Καὶ οὐκ ἠράσθη μόνον, ἀλλὰ καὶ ἠτιμάσθη ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἐραπίσθη καὶ ἐσταυρώθη
καὶ ἐν νεκροῖς ἐλογίσθη. Καὶ διὰ τούτων ἁπάντων τὸν περὶ ἡμᾶς αὐτοῦ παρέστησεν ἔρωτα.

Τρόπος τῆς ζωῆς καὶ τρόπος τῆς φύσης, ἔρωτας καὶ θάνατος. Ὁ τρόπος κρίνεται στὸν
«τόπο» τῆς ἐπιθυμίας. Ἐκεῖ γεννιέται τὸ ὑποκείμενο, ἀθάνατο ἢ θνητό. Μὲ τὴν περίεργη
δυναμικὴ τοῦ «κόκκου τοῦ σίτου» ποὺ πρέπει νὰ πεθάνει γιὰ νὰ ἀθανατισθεῖ. Νὰ «κενωθεῖ»
ὁ κόκκος τῆς ἀνθρώπινης ἀτομικότητας ἀπὸ κάθε ἀπαίτηση αὐθυπαρξίας, νὰ ἀντλήσει
ὕπαρξη καὶ ζωὴ ὄχι ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τῆς αὐτοτέλειας, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐρωτικὴ αὐτοπροσφορά.
Νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος ὕπαρξη «κενωτικὰ» ἐρωτικὴ ὅπως εἶναι ὁ Θεὸς κενωτικὴ «ἀλληλοπεριχώρηση»
τριάδας Προσώπων.

Τρόπος τῆς ζωῆς, τρόπος τοῦ σημαινόμενου στὸν «τόπο» τῆς ἐπιθυμίας Θεοῦ, τρόπος
τοῦ κενωτικοῦ ἔρωτα.


8. SCHERZO

Ἐγὼ ἤμην ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτῶν

ὡς εὑρίσκουσα εἰρήνην.

ΓΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ζωγραφιὰ στὸ βλέμμα τῆς ἐπιθυμίας. Χιονισμένο τοπίο, τὸ τρένο
γλυστράει σὲ νυχτωμένη κοιλάδα, θρόισμα στὴ γαλήνη. Φευγαλέες εἰκόνες, διάσπαρτα
μικροχώρια, σπιθοβόλημα κάθε φωτισμένο παραθύρι. Πίσω ἀπὸ κάθε σπιθοβόλημα ἡ στέγη,
φάντασμα εὐτυχίας: Μιὰ ζεστὴ λαχανόσουπα, μιὰ στοργικὴ ἀγκαλιὰ γιὰ τὸν ὕπνο, οἱ
γείτονες φίλοι, κι ὁ σκύλος πιστὸς νὰ ξαγρυπνάει στὸ κατώφλι.

Γῆ τῶν ἀνθρώπων ἄγνωστη στὸ βλέμμα τῆς ἐπιθυμίας. Ἴσως στὸ φευγαλέο σπιθοβόλημα
νὰ ξαγρυπνάει ἡ ρήξη. Βουβὸς ἢ ἀνοιχτὸς σὰν πληγὴ σπαραγμός. Ζεστὴ λαχανόσουπα,
ναί, πράξη ρουτίνας κι ἀγαναχτισμένη ὑποχρέωση. Στιβάζονται νὰ πλυθοῦν τὰ πιατικά,
ἄχθος ἡ λάτρα κάθε μέρα. Ὁ σκύλος ξεχασμένος δίχως φαΐ «ἐγὼ νὰ τὰ προφταίνω ὅλα».
Ἀβάσταχτη κούραση δίχως λόγο γλυκό, χάδι ἢ βλέμμα στοργῆς ὅλη μέρα. Ἔτσι, ποὺ ἡ
τρυφερότητα μοιάζει παράταιρη στὸ κρεβάτι, σχεδὸν κωμική. Πρέπει νὰ ἐκλιπαρήσεις,
κι αὐτὸ ταπεινώνει. Γενιὲς γενεῶν παραχωροῦν τὸν ἔρωτα συγκαταβατικά, μιὰ στιγμὴ
ἡδονῆς τοῦ κορμιοῦ, τίποτε ἄλλο. Τελειώνουν, γυρίζουν τὴν πλάτη κι ἀποκοιμιοῦνται.
Θαμμένη ζωή, κάθε μέρα κύκλος τυφλὸς στὸ μαγγάνι.

Γῆ τῶν ἀνθρώπων ἀπρόσιτη στὸ λυρισμὸ τοῦ ταξιδιώτη. Τοπία ἐπιθυμιῶν καὶ καταπίνουν
κολάσεις ἀσυντρόφευτης συμπόρευσης, δυαδικῆς μοναξιᾶς. Ἀσύμπτωτες εὐαισθησίες, ἀσυντόνιστοι
πόθοι, ἀνυποχώρητες προτιμήσεις. Ἴσως ντυμένα ὅλα τὴν ψευδαίσθηση τῆς ἡρωικῆς ἀνοχῆς,
τῆς ἐνάρετης ὑπομονῆς, τῆς ταπεινῆς καρτερίας. Ἢ ὅλα γυμνὰ καὶ ξεσχισμένα στὴν ἔκρηξη
τῆς παραφορᾶς. Ποιός νὰ συλλάβει σωστὰ τὰ φωτισμένα παράθυρα μέσα στὴ νύχτα: Σπιθοβόλημα
εὐτυχίας ἢ ἔκρηξη ἀμάχης; Περισσεύει σὲ ξαγρύπνια ἡ ἀμάχη. Δὲν λογαριάζει τὸ τσακισμένο
ἀπὸ τὴν κούραση κορμί, τὴν προχωρημένη νύχτα, ἀρκεῖ νὰ ξεσχίζονται οἱ ψυχές, νὰ
ξεματώνουν. Τὸ δίκιο μου καὶ τὸ δίκιο σου ἀσύμπτωτα, ἡ ἐγωπάθεια σωστὴ παράνοια.
Κάθε λόγος μὲ τὴ δική του λογική, ἀνίκανος νὰ γίνει διάλογος. Λογικὴ παιδικῶν τραυμάτων,
προδομένης ἐφηβείας, ἀποτυχημένης σχέσης μὲ τὴ μάνα ἢ τὸν πατέρα. Ἄγνωστο ποιόν
πολεμᾶμε στὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, πάντως ὄχι τὸν ἴδιο. Μὰ πρέπει κάποιος, ἔξω ἀπὸ
μᾶς, νὰ σαρκώνει τὸν ἀπόκληρο ἑαυτό μας, τὸν ὑπεύθυνο γιὰ τὶς ἀποτυχίες μας, τοὺς
ἀνικανοποίητους πόθους μας. Ἕνωση σὲ σάρκα μία θὰ πεῖ, ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι σάρκα μας,
δίχως νὰ παύει νὰ εἶναι ἄλλος. Σάρκα τῶν ἀπωθημένων μας στερήσεων, τῆς δίψας γιὰ
ἀναγνώριση, αὐτονομία, ἐξασφάλιση. Γι᾽ αὐτὸ καὶ θέλουμε νὰ ξεσκίσουμε αὐτὴ τὴ δική
μας «ἄλλη» σάρκα μὲ θηριώδη μανία.

Γῆ τῶν ἀνθρώπων, πᾶσα γῆ τάφος. Τἁφος ὀνείρων, προσδοκιῶν, ἐλπίδων. Μάνα γῆ,
μητέρα φύση, φύση θηριώδης στὸν πανικὸ τῆς ἐπιβίωσης, στὴν ἀντίστασή της νὰ μὴν
πεθάνει. Ἐπενδύει στὰ ὄνειρα τὶς σπονδυλώσεις τοῦ ἐγώ, ποὺ σφαδάζει ἀνίκανο νὰ ἀποτρέψει
τὸν θάνατο. Στὶς ἡμερήσιες προσόψεις τοῦ βίου ντύνεται καὶ ἡ φύση μας τὴν εὐπρέπεια,
νὰ κερδίσει ἀναγνώριση, δεκανίκια ἐπιβίωσης. Στὰ ἄδυτα τῆς συμβίωσης τὰ προκαλύμματα
σαρώνονται, ἡ ἐγωπάθεια γυμνώνει προκλητικὴ τὴν παράνοια.

Γῆ τῶν ἀνθρώπων πανοραμικὴ τῆς ὀδύνης. Πάντα φευγαλέες εἰκόνες, ριπὲς στὸ ταξίδι.
Νὰ γλυστράει τὸ τρένο ἀδιάκριτα δίπλα σὲ μαυρισμένα μπαλκόνια, ρυπαρὰ ὀπίσθια πολυκατοικιῶν
σὲ ἄθλιες παρυφὲς λαμπρῶν μεγαλουπόλεων. Φτωχικὲς μπουγάδες ἁπλωμένες σὲ μιὰ ὕστατη
ἔκκληση πάστρας. Φεγγίτες ποὺ ζέχνουν ταγκίλα, σιλουέτες φθαρμένων γυναικῶν πίσω
ἀπὸ φτηνὰ κουρτινάκια. Τὸ φόντο ὑποβάλλει ξέχειλες πλαδαρὲς σάρκες, στρεβλὰ μέλη,
κακοβαμμένα μαλλιά. Μὲ τὴν κουτάλα στὸ χέρι ἢ τὸ ξεσκονόπανο, τὸ τρανζίστορ νὰ οὐρλιάζει
λαϊκὸ καημό, αὐτὲς περιμένουν τὸ βράδυ. Ὅλη μέρα, κάθε μέρα, περιμένουν τὸ βράδυ.
Νὰ γυρίσουν οὶ ἄντρες ἀπὸ τὴ δουλειὰ ἢ τὸν τζόγο, νὰ σερβίρουν τὸ φαγητό, νὰ σπαράξουν
τὴν ἀνία τῆς μέρας στὸν φτηνὸ καβγά. Νὰ σβήσει κι ὁ καβγὰς ἀνεπαίσθητα μπροστὰ στὴν
τηλεόραση, νὰ ξαπλώσουν μετὰ στὸ κρεβάτι γιὰ λίγη ἡδονὴ τοῦ μαραμένου κορμιοῦ, συμπλήρωμα
τῆς βρώσης καὶ τῆς πόσης. Ὅλα ἀποδεκτά, κι ὁ σπαραγμὸς κι ἡ ἡδονὴ μέσα στὴν ἴδια
πίκρα τῆς ἀνέλπιδης βιοτῆς.

Γῆ τῶν ἀνθρώπων τὸ πολύμορφο δράμα. Ἡ διαδρομὴ ἀμφιπρόσωπη, πλοῦτος καὶ στέρηση
οἱ παρόχθιες ὄψεις τῆς ἴδιας καὶ μόνης ροῆς τοῦ θανάτου. Ἀντίπερα τῶν παρυφῶν διασκοπούμενη
θέα ἄπταιστων συνοικιῶν, κατοικίες θαμβωτικές, λαμπρὲς ἐπαύλεις. Τὸ φόντο ὑποβάλλει
τώρα φίνο ζευγάρι, μὲ τρόπους ἄψογης λεπτότητας, νὰ εἰκονογραφεῖται στὸ τραπέζι
τοῦ δείπνου.

Κρύσταλλα, πορσελάνες καὶ ἀσημικὰ στὴν ἀνταύγεια τοῦ ἀμοιβαίου εὐγενικοῦ, χαμόγελου,
κρασὶ διαλεγμένο ἀπὸ τὴν πλούσια κάβα νὰ συνοδεύει τὴν τρυφερότητα τῶν λόγων. Ἔχουν
κι οἱ δυὸ «καλλιέργεια», πλοῦτο καθημερινῶν ἐναλλαγῶν στὴν πληθώρα τῶν ἐντυπώσεων.
Ἀλλὰ τὸ βλέμμα ἀνέλεγκτη δίοδος τοῦ κενοῦ, μαρμαρυγὴ παγωμένης ἀκροβασίας. Δεύτερος
αὐτὸς ἢ τρίτος γάμος, ὅπου ἐκβάλλουν κόσμια εἰρηνικὰ διαζύγια, διακανονισμοὶ περιουσιῶν
δίχως τριβές. Ἡ ἄψογη ἐπίφαση ἐξωραΐζει τὰ αἰνίγματα κλειδωμένων αἰσθημάτων καὶ
προθέσεων. Πάντως αὐτονόητη ἡ σκιὰ τῆς ἀπιστίας στὴ σχέση, ζωτικὴ καὶ πρέπουσα συνθήκη
ἰσορροπίας. Σχοινοβατοῦν στὴν ἐπίφαση κι ἡ ἀνασφάλεια ροκανίζει βαθειὰ τὶς ψυχές.
Μάσκες κατὰ περίπτωση, στὶς ἐξόδους, στὸ κρεβάτι, στὶς φιλικὲς συντροφιές. Τὰ νύχια
κρυμμένα μέσα σὲ γάντια, τὰ κοφτερὰ δόντια πίσω ἀπὸ χαμόγελα.

Ὁ σοφὸς καὶ μακάριος Βούδας, ἡ μυστικὴ πληρότητα τῆς «καθολικῆς ἐναρμόνισης»,
τὸ Ταὸ καὶ τὸ Ζέν, ἡ λογικὴ συμπληρωματικότητα τῶν άντιθέσεων, ὁ Κρίσνα κι οἱ Οὐπανισάδες:
θαυμάσια ἀντίδοτα στὴν ἀγωνία τοῦ θανάτου, ὅταν ὁ θάνατος εἶναι μόνο ἀναμονή. Στὸν
καθημερινὸ θάνατο τῆς κόλασης ποὺ εἶναι ὁ ἄλλος, στὸν σπαραγμὸ τῆς ἀσυντρόφευτης
συμπόρευσης, κάθε μυστικιστικὴ μακαριότητα γίνεται προσωπεῖο ὑπεκφυγῆς. Καὶ πίσω
ἀπὸ τὸ προσωπεῖο καγχάζει ἀ-νόητο τὸ κενό: θριαμβευτὴς ὁ θάνατος.

Κρεμασμένος στὸ σταυρό, νεκρὸς ὁ Λόγος τῆς ζωῆς, προκαλεῖ τὴν ἀποκάλυψη. Ζωὴ
ἐκκύπτουσα στὴν ἑκούσια ἀποδοχὴ τοῦ θανάτου. Καὶ τὸ ἀποκαλυπτικὸ τῆς ἀποκάλυψης
νὰ κρύβεται σὲ αὐτὸ τὸ «ἑκούσια». Σταυρὸς καὶ θάνατος ἡ κάθε συμβίωση, ἡ ἴδια ἡ
συμφυία προσώπου καὶ φύσης, ἐλευθερίας καὶ ἀναγκαιότητας. Μόνη ρωγμὴ στὸν παγερὸ
τοῖχο τοῦ δεδομένου ἡ ἐρωτικὴ ἐμπιστοσύνη στὸν Πατέρα. Ἂν ἐπιμείνεις στὴ θέα μέσα
ἀπὸ αὐτὴ τὴ ρωγμή, ὀρθρίζει στὴν ἐπιμονὴ ἡ ἀποκάλυψη: Ὁ σταυρός, γάμος τοῦ Χριστοῦ
μὲ τὴ φύση μας – τὴ φύση ὁδηγημένη ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἔρωτα στὴν παστάδα τῆς
ἔσχατης αὐτοπαραίτησης. Κι ὁ θάνατος περίπτυξη τοῦ Μόνου Ποθητοῦ.


9. STRΕΤΤΟ

Ὅλος ἐπιθυμία· οὗτος ἀδελφιδός μου.

ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΕΙΝΑΙ ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή μας στὸ τάνυσμα μιᾶς ζωτικῆς ἐπιδίωξης. Κι ὅπως
ἡ τεντωμένη χορδή, δίνει καὶ ἡ ἐπιθυμία ποικιλόμορφους τόνους: Ἀπὸ τὸν βρυχηθμὸ
τῆς τυφλῆς ἀνάγκης, ὣς τὴν ἔξαρση τῆς ἀφειδώλευτης αὐταπάρνησης.

Δὲν καταλογίζουμε στὸν πεινασμένο τὴν τυφλὴ ἀνάγκη του γιὰ τροφή. Κι ὅμως ἡ θηριώδης
πείνα τοῦ λιμασμένου δὲν ἀπηχεῖ τίποτε ἀπὸ τὴν παραδείσια εὐλογία τῆς κοινωνίας
τῶν καρπῶν. Ἀντίθετα, τὴ μανιώδη δίψα τοῦ κορμιοῦ γιὰ τὸν ἔρωτα, ἀντιδροῦμε πάντοτε
μὲ φόβο καὶ ἀποτροπιασμό. Ποιό εἶναι τὸ ὅριο ἢ τὸ μέτρο ποὺ μεταβάλλει τὴν ἐπιθυμία
σὲ ἀπειλὴ καὶ ὕβρι;

Διαστέλλουμε τὸν ἔρωτα ἀπὸ τὴ δίψα τοῦ κορμιοῦ. Ἡ ἐρωτικὴ ἔκπληξη εἶναι πάντα
σκίρτημα τῆς ψυχῆς, κι ἡ μέθη τῆς ἀμοιβαιότητας φέρνει μιὰν ἀπροσδόκητη κάθαρση
ἀπὸ κάθε σωματικὴ ἀπαίτηση. Μανιώδεις ἡδονοθῆρες ἐξαγνίζονται ἀναπάντεχα στὴν πρώτη
νεύση τοῦ ἔρωτα. Κι ὅμως ἡ ἐρωτικὴ σχέση ὡριμάζει μόνο στὴν προοδευτικὴ καθολίκευση
τῆς ἐπιθυμίας. Στόχος κάθε ἔρωτα εἶναι ἡ ὁλόκληρη μετοχὴ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ κορμιοῦ
στὴν ἄμεση σχέση, ἡ ἕνωση τῶ δύο σὲ σάρκα μία.

Ἡ πρώτη ταραχὴ ἀπὸ τὸ ἀνεπιτήδευτο συναπάντημα τῶν βλεμμάτων, ἡ μέθη ἀπὸ τὸ πρῶτο
ἄγγιγμα τῶν χεριῶν, ἡ πληρότητα τῆς χαρᾶς μὲ μόνη τὴ θέα τοῦ Ἄλλου, ὅλα κατατείνουν
προοδευτικὰ καὶ ἀνεπαίσθητα στὴν ἀνάγκη τῆς κορυφαίας ἡδονῆς. Ἀνάμεσα στὴν πληρωματικὴ
αὐτὴ κατάληξη καὶ στὴν ἀφετηρία τῆς νεύσης τοῦ κάλλους, παρεμβάλλεται ἀπειρία διαβαθμίσεων
τῆς ἐπιθυμίας. Ἀδύνατο νὰ ξεχωρίσει κανεὶς ἀνάμεσα στὴ ψυχικὴ ἐνέργεια καὶ στὴ σωματικὴ
λειτουργία, στὸ πνευματικὸ γεγονὸς καὶ στὴ σαρκικὴ ἀπαίτηση, στὴν ὑπαρξιακὴ ἀνάγκη
καὶ στὴ βιολογικὴ ἀναγκαιότητα.

Δαιδαλώδης ἀλληλοπεριχώρηση ψυχικοῦ καὶ σωματικοῦ στὶς διαβαθμίσεις τῆς ἐπιθυμίας.
Κάνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ πιστέψουν, πὼς τὰ πνευματικὰ σκιρτήματα στὸν ἔρωτα δὲν εἶναι
παρὰ τεχνάσματα τῆς σωματικῆς ἀνάγκης. Ὅτι κυρίαρχο κίνητρο γιὰ κάθε ἔρωτα εἶναι
ἡ ἐνστικτώδης ἀπαίτηση τῆς ἡδονῆς, ἡ βιολογικὴ ἀναγκαιότητα τῆς συνουσίας. Ἀπὸ τὴν
πρώτη κιόλας στιγμὴ τῆς ἀφύπνισης στὴν ψυχικὴ εὐφορία τῆς χαρισματικῆς ἀμοιβαιότητας.
Ἀκόμα καὶ ὁ ἔρωτας γιὰ τὴν τέχνη, τὴν ἐπιστήμη ἢ τὸν Θεό, εἶναι μόνο ἀσυνείδητη
ἐξιδανίκευση τῆς βιολογικῆς ὁρμῆς.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἡ κοινὴ ἐμπειρία ὑπονομεύει τὴ σιγουριὰ τῆς μονόδρομης ἑρμηνευτικῆς.
Δὲν εἶναι αὐταπόδεικτη ἡ προτεραιότητα τῆς σωματικῆς ἀνάγκης στὸν ἔρωτα. Ἴσως ἀντίθετα:
Πλῆθος ἀπὸ περιπτώσεις ἀνέραστης συμπεριφορᾶς, ψυχρότητας ἢ ἀνικανότητας, ὀφείλονται
ἀποκλειστικὰ σὲ ψυχικὲς ἀναστολές, ψυχολογικὰ συμπλέγματα, συνειδησιακὴ σύγχυση.
Συχνὰ ἡ βιολογικὴ ἀναγκαιότητα μοιάζει ὑποταγμένη στὶς ψυχικὲς λειτουργίες, ἢ μετασκευάζεται
ποικιλότροπα μὲ τοὺς ψυχικοὺς μηχανισμοὺς τῆς ἀπώθησης, τῆς ἐξιδανίκευσης, τῆς ἐγωκεντρικῆς
ἄμυνας. Τόσο, ποὺ μοιάζει μᾶλλον ἀδύνατο νὰ διευκρινίσουμε μέσα σὲ συγκεκριμένα
ὅρια τὸ ἐρωτικὸ γεγονός. Νὰ ποῦμε: μέχρις ἐδῶ εἶναι ψυχικὴ λειτουργία, ἀπὸ κεῖ καὶ
πέρα εἶναι βιολογικὴ ἀνάγκη καὶ ἐνστικτώδης ἀπαίτηση.

Ἂν τὸ πραγματικὸ ἀντιστέκεται στὴν ὁριοθέτηση, τὸ φαντασιῶδες λειτουργεῖ
μόνο σχηματοποιημένο. Εἰδικὰ στὸν ἔρωτα, τὰ φαντασιώδη ὑποκατάστατα τοῦ πραγματικοῦ
σχηματοποιοῦν ἕναν ἀσυνείδητο σκοτεινὸ χῶρο ἐνοχῶν, ναρκισσικῆς αὐτοάμυνας, φόβου
γιὰ τὴν ἐνηλικίωση, νηπιωδῶν ἀντιστάσεων στὴ διακινδύνευση. Καὶ τὰ ὅρια τῆς σχηματοποίησης
εἶναι πάντοτε νομικά.

Ὁ νόμος ἀντικειμενοποιεῖ τὸ σχῆμα – τὸ κάνει ἀντικείμενο προσιτὸ στὴν ἰδιοποίηση,
στὴν κατοχή. Ὁριοθετημένα ἀπὸ τὸν νόμο τὰ φαντασιώδη ὑποκατάστατα τῆς ζωῆς μᾶς ἐπιτρέπουν
τὴν ψευδαίσθηση ὅτι κατέχουμε τὴν ἴδια τὴ ζωή, ὑποτάσσουμε καὶ ἐλέγχουμε τὴ δυναμική
της ἀπροσδιοριστία. Ὅταν πειθαρχοῦμε στὸν νόμο, ἡ ζωὴ ἔχει συγκεκριμένα μέτρα καὶ
πλαίσια. Μᾶς ἐξασφαλίζουν τὴν «ὀρθότητα» τῆς ζωῆς, τὴ σχηματοποίηση τῆς «γνησιότητας».
Κάθε παράβαση τοῦ νόμου μετράει τὴν παρέκλιση ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐξασφάλιση, ὑπονομεύει
τὴ σιγουριὰ τοῦ ἐγώ.

Αἰῶνες ὁλόκληρους η λεγομενη χριστιανικη ἀνθρωπότητα ἔζησε καὶ ζεῖ μὲ τέτοιες
νομικὲς ὁριοθετήσεις τῆς ἐπιθυμίας. Ἀνάπτυξε ἕνα περίπλοκο Δίκαιο ἐξειδικευμένης
περιπτωσιολογίας. Ἀτέλειωτες παραλλαγές: στὸ Δίκαιο τῆς ρωμαϊκῆς ἐκκλησίας, στὴν
ἠθικὴ τῶν Καλβινιστῶν, στὸν πιετισμὸ τῶν Λουθηρανῶν, στὸν πουριτανισμὸ τῶν Μεθοδιστῶν,
τῶν Βαπτιστῶν, τῶν Κουάκερων, στὸν εἰδωλοποιημένο ἠθικισμὸ τῶν Ἀναβαπτιστῶν, τῶν
Παλαιοαποστολικῶν, τοῦ Στρατοῦ Σωτηρίας, τῶν Ζβιγκλιανῶν, τῶν Κονγκρεκασιοναλιστῶν.

Καθένα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὀνόματα, μαζὶ μὲ πολλὰ ἄλλα, ἀντιπροσωπεύει καὶ μιὰ κωδικοποίηση
τῶν νομικῶν ὁριοθετήσεων τῆς ἐπιθυμίας. Ἀντιπροσωπεύει καὶ κάποιες γενιὲς ἀνθρώπων.
Χιλιάδες ἢ ἑκατομμύρια ἀνθρώπων ποὺ ἔζησαν τὴ μία καὶ μοναδικὴ ζωή τους πάνω στὴ
γῆ μέσα σὲ κόλαση ἀπωθημένων ἐπιθυμιῶν καὶ ἀδυσώπητου ἄγχους, φαντασιώδους ἐνοχῆς
καὶ ναρκισσικῆς στέρησης. Γενιὲς ὁλόκληρες μὲ τὴν ἀθέλητη ἀναπηρία τοῦ ἀνέραστου
βίου. Ταύτισαν τὸν ἔρωτα μὲ τὸν τρόμο τῆς ἁμαρτίας· τὴν ἀρετὴ μὲ τὴν ἀπέχθεια γιὰ
τὸ ἴδιο τους τὸ κορμί· τὴ σωματικὴ ἔκφραση τῆς στοργῆς μὲ τὴ σιχασιὰ τῆς ταπεινωτικῆς
παραχώρησης στὸ κτῆνος.

Οἱ νομικὲς ὁριοθετήσεις τῆς ἐπιθυμίας ἀρθρώνονται γύρω ἀπὸ ἕναν σταθερὸ ἄξονα:
Τί εἶναι σωματικὸ καὶ τί ψυχικὸ στὸν ἔρωτα. Τί εἶναι ἑπομένως ἔνοχο καὶ τί ἀθῶο.
Γιατὶ τὸ σωματικὸ εἶναι πάντα ἔνοχο, καὶ ἀθῶο τὸ ψυχικό.

Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐμπειρία τοῦ σωματικοῦ στὸν ἔρωτα κλιμακώνεται σὲ μιὰ ἐξειδικευμένη
περιπτωσιολογία ἠθικῶν διαβαθμίσεων. Ἐφιαλτικὸς οἶστρος καταμετρήσεων τῆς ἐνοχῆς.
Ἀκριβέστατος προσδιορισμὸς τῶν ὁρίων τῆς ἐπιτρεπόμενης ἡδονῆς. Ὣς ποῦ νὰ φτάνει
ἡ σωματικὴ ἔκφραση τῆς τρυφερότητας, καὶ ποῦ νὰ σταματάει. Ρεαλιστικὲς λεπτομέρειες
νομικῶν κατατάξεων, διείσδυση τῆς ἐνοχῆς στὶς πιὸ αὐθόρμητες πτυχὲς τῆς ἀνθρώπινης
σχέσης.

Σίγουρα ὑπάρχουν ὅρια στὸν ἔρωτα. Μόνο ποὺ δὲν διαστέλλουν τὸ ψυχικὸ ἀπὸ τὸ σωματικό,
τὴ νομικὴ ἐνοχὴ ἀπὸ τὴ νομικὴ ἀθωότητα. Ὑπάρχουν ὅρια πραγματικά, ἂν καὶ δυσδιάκριτα,
ἀνάμεσα στὴ σχέση καὶ στὴ μὴ σχέση. Στὴν αὐτοπροσφορὰ καὶ στὴν ἐγωκεντρικὴ ἀπαίτηση.
Στὸν ὄντως ἔρωτα καὶ στὸ ἀπείκασμα τοῦ ὄντως ἔρωτος.

Ἂν ὁ ἔρωτας εἶναι ἐπιθυμία ζωῆς, «ζωῆς ἀπερίσταλτης, ζωῆς αἰώνιας, ζωῆς δίχως
ὅρια, δίχως ἀνάγκη μέσου ἢ ὀργάνου γιὰ νὰ ἐκφραστεῖ», τότε ἡ πρωτοχριστιανικὴ Παράδοση
προτείνει τὴν ἐπαρκέστερη ἑρμηνεία τοῦ ἔρωτα: Εἶναι ὁ τρόπος τῆς «ὄντως ζωῆς»
ἀποτυπωμένος στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη: ἀπαύγασμα τῆς «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργίας
τοῦ ἀνθρώπου. Σπαρμένη μέσα στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα του, ἡ
«ἀγαπητικὴ δύναμη» καθορίζει τὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς φύσης. Φυσικὴ ὁρμὴ ζωῆς ἀποκαλυπτικὴ
τοῦ ἀπρόσιτου «πυρήνα» τῆς ὑπόστασης τοῦ ἀνθρώπου, τῆς προσωπικῆς του ἑτερότητας.

Στὴν προοπτικὴ αὐτῆς τῆς ἑρμηνευτικῆς, ὁ ἔρωτας δὲν εἶναι ἐπιμέρους λειτουργία
τῆς φύσης, ἱκανότητα διαιώνισης τοῦ εἴδους. Ἀνήκει στὸν προσωπικὸ τρόπο ὑπάρξεως
τῆς φύσης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐνεργεῖται καθολικά, μὲ κάθε σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἐνέργεια
ἢ λειτουργία τῆς φύσης. Δίχως δυνατότητες νὰ διασταλεῖ καὶ ὁριοθετηθεῖ τὸ ψυχικὸ
ἀπὸ τὸ σωματικὸ γεγονὸς στὸν ἔρωτα.

Ἡ χριστιανικὴ Παράδοση ὀνομάζει «πτώση» τοῦ ἀνθρώπου τὴν ἐκτροπὴ τῆς ὁρμῆς γιὰ
τὴ ζωὴ σὲ φορὰ πρὸς τὸν θάνατο. Ἐκ-τρέπεται ἡ φύση, τρέπεται ἐκτὸς τῆς ζωῆς, ἐκτὸς
τοῦ τρόπου τῆς «ὄντως ὑπάρξεως». Αὐτονομεῖται ἡ ὑπαρκτικὴ ἐνέργεια ἢ λειτουργία
τῆς φύσης ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν προσωπικὸ πυρήνα τῆς ζωτικῆς της ὑπόστασης. Ἐνεργεῖ
καὶ λειτουργεῖ ὄχι μὲ τὸν τρόπο τῆς προσωπικῆς ὕπαρξης, ὄχι ὡς ἀγαπητικὴ
σχέση καὶ ἐρωτικὴ αὐθυπέρβαση. Ἀλλ᾿ ὡς αὐτόνομη φορὰ καὶ ὁρμὴ αὐτοσυντήρησης, αὐτοϊκανοποίησης,
αὐτοκατοχύρωσης τοῦ ἀπρόσωπου ἀτόμου.

Ἡ κοινωνία τῆς τροφῆς -ὑπαρκτικὴ σχέση μὲ τὸν ἀντι-κείμενο κόσμο- ἐκτρέπεται
σὲ ἀτομικὴ βουλιμία κορεσμοῦ, γευστικῆς ἡδονῆς. Ἡ παραγωγικὴ ἐργασία γιὰ τὴν ἐξασφάλιση
τῆς τροφῆς, σὲ κτητικὴ ἰδιοτέλεια. Ἡ κοινωνικὴ συνύπαρξη, σὲ ἀνταγωνισμὸ ἀτομικῆς
ἐπικράτησης. Καὶ ἡ ἐρωτικὴ σχέση, σὲ εὐφραντικὴ τῶν ἀτομικῶν αἰσθήσεων ἱκανοποίηση,
ἐγωκεντρικὴ ἡδονή. Ἀκραία ἔκφραση τῆς ἐρωτικῆς ἐκτροπῆς, πανάρχαια καὶ πανανθρώπινη,
ἡ πορνεία: Πληρώνεις χρήματα καὶ ἀγοράζεις τὴν ἡδονή. Ἀγοράζεις τὸν ἐρωτικὸ σύντροφο,
ὅπως κάθε σκεῦος χρήσης.

Ὅπου ὁ νόμος δὲν ἁπλώνει τὰ θανατερά του πλοκάμια, ἡ χαλιναγώγηση τῆς ἀπρόσωπης
ὁρμῆς γιὰ χάρη τοῦ προσωπικοῦ ἔρωτα δὲν σημαίνει ὑποτίμηση τῆς φύσης, περιφρόνηση
τοῦ κορμιοῦ. Δὲν βιώνεται φυσιοκεντρικὰ σὰν ἀτομικὸ κατόρθωμα – κατόρθωμα τῆς φυσικῆς
θέλησης ἄσχετο μὲ τὸν προσωπικὸ τρόπο ὑπάρξεως. Ἁγνότητα καὶ ἐγκράτεια τροφῆς
-πάντοτε μαζὶ- εἶναι ἄσκηση ἑτοιμότητας γιὰ τὴν πληρότητα τῆς σχέσης. Νὰ νικηθοῦν
οἱ ἀντιστάσεις αὐτονομίας τῆς φύσης ποὺ ἀποκλείουν ἢ ἀλλοτριώνουν τὴν προσωπικὴ
σχέση. Νὰ μεταστραφεῖ ἡ ἐκτροπὴ τοῦ θανάτου σὲ τρόπο τῆς ζωῆς.

Ὅπου ὁ νόμος δὲν ἁπλώνει τὰ θανατερά του πλοκάμια, ἡ ἁγνότητα εἶναι ἐρωτικὸ γεγονός.
Ὑπέρβαση τοῦ μεριστοῦ ἔρωτα, γιὰ χάρη τοῦ ὁλόκληρου ἔρωτα. Ἄρνηση τῶν ἡδονικῶν φαντασιώσεων
ζωῆς, γιὰ χάρη τῆς καθολικῆς ἐρωτικῆς σχέσης ποὺ ἀγκαλιάζει κάθε πτυχὴ τῆς ζωῆς.
Κάθε ἄνθρωπο καὶ κάθε κτίσμα. Μὲ σκοπὸ τελικὸ τὴν πηγὴ καὶ πληρότητα τοῦ ἔρωτα:
τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.


10. ΕΧΡΟSITION AU RELATIF

Εἶπα· Ἀναβήσομαι ἐπὶ τῷ φοίνικι,

κρατήσω τῶν ὕψεων αὐτοῦ.

ΠΩΣ ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ τὰ ὕψη μὲ πήλινα δάχτυλα. Ἡ ἀναρρίχηση στὸν ἔρωτα μοιάζει σισύφεια.
Ὅμως ὑπάρχουμε μόνο ἀνέρποντας στὸν μετεωρισμὸ τοῦ ἀναφοῦς. Μόνο μὲ τὴν ἐπιθυμία,
ποὺ μᾶς συγκροτεῖ σὲ ὕπαρξη προσωπική.

Σκέψη καὶ κρίση, βούληση καὶ αἰσθήματα, μνήμη καὶ φαντασία, αἰσθητὴ ἐμπειρία:
προορισμένα νὰ σβήσουν στὸ χῶμα. Μαζὶ μὲ τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς, τὴν ἀνάσα τοῦ
στήθους, τὴν ἔσχατη γεύση στὸ στόμα, τὴν ἀκροτελεύτια ὀσμή. Μαζὶ μὲ τὴν ποικιλωδία
τῶν ἐπιγνώσεων τὴν παιγμένη στὰ πλῆκτρα τοῦ ἐγκεφάλου. Σωματικὲς καὶ ψυχικὲς ἐνέργειες
ἢ λειτουργίες ἀνέκκλητα καταδικασμένες σὲ ἀπόσβεση. Καὶ χάρη στὴν ἐπιθυμία ἐνεργοῦνται
ἢ λειτουργοῦν μόνον ὡς σχέση, ὡς ἀναφορά. Ἐκεῖ, στὴ σχέση, ἀναδύεται ἡ μοναδικότητα
τοῦ τρόπου, τὸ ἀνόμοιο καὶ ἀνεπανάληπτο πῶς τῆς ἀναφορᾶς. Ἐκεῖ ἀντανακλᾶται ἡ ἑτερότητα
τοῦ μύχιου πυρήνα τῆς ὕπαρξής μας, ἡ προσωπική μας ὑπόσταση. Ἡ ἐλευθερία
ἀπὸ τὸ φυσικό, τὸ κοινὰ δεδομένο.

Ἐκεῖ, στὴν ἀθέατη μετατροπὴ τῆς φύσης σὲ σχέση, ἀποθέτουμε τὴν ἐλπίδα τῆς ἀθανασίας.
Ἐκεῖ, στὸν ἔρωτα.

Ἡ διάκριση τῆς φύσης ἀπὸ τὸ πρόσωπο δὲν εἶναι νοηματικὸς ὁρισμός. Εἶναι
ἡ ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα: Ἡ ἀποκάλυψη τῆς μοναδικότητας τοῦ ἀγαπημένου, ἡ ἀχώρητη σὲ
ὁρισμούς. Οἱ ὁρισμοὶ εἶναι μόνο φύση, σημαίνοντα κοινῆς κατανόησης. Ὁριοθετοῦν τὸ
ἀντικειμενικό, τὸ κοινὰ δεδομένο. Ἡ ἐρωτικὴ ἀποκάλυψη μένει ἀπεριόριστη, αὐγάζει
τὴν ἑτερότητα τοῦ προσώπου, τὴ ἐλευθερία του. Ἀπεριόριστη, δηλαδὴ ἀναφής.

Μετα-τροπὴ τῆς φύσης σὲ σχέση, τροπὴ τοῦ τρόπου τῆς ὕπαρξης ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα
στὴν ἐλευθερία. Ἐκδημοῦμε ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα καὶ ἐνδημοῦμε στὴν ἐλευθερία. Πόσο
θάνατο περιέχει αὐτὴ ἡ μετα-τροπή; Θάνατο τοῦ ὁριοθετημένου, τοῦ ἀντικειμενικοῦ,
τῆς περατῆς καὶ περιγραπτῆς θνητότητας. Ἐκδημεία ἀπὸ τὴ ἀτομικότητα, «κένωση» ἀπὸ
τὴ φυσικὴ ἀπαίτηση, μηδενισμὸς τῶν ἐγωκεντρικῶν ἀντιστάσεων. Καὶ ἀνάσταση τοῦ προσώπου
στὴν ἐρωτική του ἑτερότητα. Ζωὴ ἐν ἑτέρᾳ μορφή.

Ματαιότητα ὁρισμῶν, ψελλίσματα κάτισχνα σημαντικῆς ἀνεπάρκειας. Ὁ ἔρωτας δὲν
χωράει στὴ γλώσσα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ ἀνάσταση μᾶς ψάχνει κρυμμένους στὴν ἀμηχανία γιὰ
τὸ ἀνέκφραστο καὶ ἀναπόδεικτο. Ἡ γλώσσα κομίζει τὸν φόβο, ἢ τὸν ἐξωραϊσμὸ τοῦ φόβου
γιὰ τὴν ἐπερχόμενη ἀγλωσσία τοῦ θανάτου, τὴν ἀπόλυτη μοναξιὰ τοῦ ἄσχετου καὶ ἀνεξήγητου.
Ἄρρητη πάντοτε ἡ ἀνάσταση καὶ ἀναφής, ἐνῶ ὁ θάνατος βουβὸς πάντοτε καὶ ἁπτός, ἀντι-κείμενος.
Λίθος κατέναντι. Ἐπὶ τὴν θύραν τῆς ἐπιθυμίας.

Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον τοῦ ἀντι-κείμενου θανάτου, ποιός θὰ μᾶς
μάθει τὸν δικό μας θάνατο, τὴ μετατροπὴ τῆς φύσης σὲ σχέση; Μόνο ὁ ἔρωτας μοιάζει
νὰ ἔχει πειστικότητα γιὰ τὸ ἀναπόδεικτο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ γαντζωνόμαστε στὴ σημαντικὴ
τῆς ἐπιθυμίας, μήπως καὶ ἀποφραγοῦν τὰ σημαίνοντα τῆς κοινῆς κατανόησης. Ἐκεῖ, στὴν
ἐπιθυμία, ἀναδύεται ἀλώβητη ἀπὸ τὸν θάνατο ἡ ἑτερότητα. Εἴμαστε προϊόντα ἀναπόδεικτης
ἀνάστασης, ἐγηγερμένοι στὸν «τόπο» τοῦ Ἄλλου, στὸν πόθο τῆς μητρικῆς παρουσίας.
Ὁ λίθος ἀποκεκύλισται ὄχι μὲ τὴ φυσική μας γέννηση, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐμφάνιση
τοῦ πρώτου σημαίνοντος, τὴν ἀνάδυσή μας στὴν πρώτη ἐρωτικὴ σχέση. Καὶ εἶναι ὁ Λόγος
τοῦ Πατρὸς ποὺ διαστέλλει τὴν ἐπιθυμία ἀπὸ τὴν ταύτιση μὲ τὸ μητρικὸ σῶμα, μᾶς ἀποσπᾶ
ἀπὸ τὴ φύση γιὰ νὰ μᾶς καταστήσει πρόσωπα.

Παλεύουμε τὸν φόβο μὲ τὸν πόθο. Φόβος καὶ πόθος διοδεύουν τὴν ἰσόβια ἐρωτικὴ
μας δίψα, χτίζουν τὴν ἐλπίδα μὲ τὴν ἀοριστία τοῦ ἀναφοῦς. Γιὰ νὰ μετατραπεῖ ἡ φύση
σὲ σχέση, πρέπει νὰ ἐμφανισθεῖ ἡ χάρη χάρισμα τοῦ σημαίνοντος τῆς Παρουσίας. Νὰ
μᾶς ἀποσπάσει ἀπὸ τὴ σιγουριὰ τῆς ταύτισης στὴ διακινδύνευση τῆς σχέσης. Νὰ μείνει
κενὸ μνημεῖο ἡ μήτρα. Καὶ γιὰ νὰ εἶναι ἀπεριόριστη ἀπὸ τὴ φύση ἡ σχέση, πρέπει ἡ
παρεμβολὴ τῆς Χάρης νὰ εἶναι ἔρωτας φυσικὰ ἐλεύθερος ἀπὸ τὴ θνητότητα. Μόνο ὁ ἀεὶ
ζῶν Ἐραστὴς μπορεῖ νὰ πεῖ τὸ Λάζαρε, δεῦρο ἔξω.

Οἱ Χριστιανοὶ μιλᾶμε γιὰ «σῶμα» τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ἡ ἀνάσταση χαρίζεται, ἐπειδὴ
ἡ ζωὴ κοινωνεῖται. Σῶμα – μήτρα κενοῦ μνημείου, μὲ τὸν Ἐραστὴ πρωτότοκο ἐκ τῶν νεκρῶν
καὶ καλοῦντα τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα. Θρίαμβος τοῦ ἀναπόδεικτου, ἑορτασμὸς διηνεκὴς
τοῦ ἀναφοῦς. Ἴσως ψευδαίσθηση καὶ ἀντικατοπτρισμὸς ζωῆς, ἴσως ἄρρητη βεβαιότητα
ἐμπειρικῆς ἀμεσότητας. Πάντως ἔξοδος διηνεκὴς στὴ διακινδύνευση τῆς σχέσης, πορεία
στὴν κόψη τοῦ ξυραφιοῦ.

Ἡ ζωὴ ἐλευθερωμένη ἀπὸ τὸν θάνατο: Ποῦ πραγματικὰ παραπέμπει αὐτὴ ἡ φράση; Μοιάζει
νοηματικὸ ροῦχο τῆς γυμνῆς μας ἄγνοιας. Κι ὅμως, σὲ κλάσματα στιγμῶν τοῦ ἔρωτα,
ἡ ἄγνοια ἀποκαλύπτεται ὑπερτέρα πάσης γνώσεως. Τότε γευόμαστε ἀντίδωρο τὴν
ἀθανασία. Ἀντίδωρο στὸ δῶρο τῆς ψυχῆς μας, ποὺ τὴν μοιράσαμε δωρεάν, πατώντας στὸ
διαρρηγμένο ἐγώ.

Νὰ μοιράζεις τὴν ψυχή σου δωρεάν: ἐκεῖ παραπέμπει πραγματικὰ – ἡ λέξη μετάνοια,
νοηματικὸ παράγωγο τοῦ ἔρωτα. Παρα-τροπὴ τοῦ νοῦ ἢ ἔρωτας γιὰ τὸ ἀναπόδεικτο. Καὶ
πετᾶς ἀπὸ πάνω σου κάθε νοηματικὸ ροῦχο αὐτοάμυνας, χαρίζεις καὶ τὶς σάρκινες ἀντιστάσεις
τοῦ ἐγώ σου. Ἡ μετάνοια δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴ ναρκισσικὴ λύπη γιὰ νομικὰ παραπτώματα,
εἶναι ἡ ἔκφρων ἐρωτικὴ «κένωση». Παρα-τροπὴ τοῦ τρόπου τοῦ νοεῖν τε καὶ εἶναι.

Ἡ φύση μας εἶναι, ὑπάρχει, νοοῦσα αὐτὴ ἑαυτὴν μὲ τὴ βιο-λογικὴ τοῦ αὐτοσκοποῦ.
Αὐτονόητα ἐνεργεῖ τὸ ἥδιστον, τὴν πλασματικὴ ἡδύτητα τῆς αὐτοζωῆς. Γι᾿ αὐτὸ
καὶ εἶναι ἔκφρων ἡ μετάνοια: Μεταθέτει τὴ λογικὴ τῆς ἐπιθυμίας πέρα ἀπὸ τὴν ἡδύτητα
τῆς ὁριοθετημένης ἀπὸ τὸν θάνατο αὐτοζωῆς. Πέρα ἀπὸ τὴ φυσικὴ ζωή, στὴ χαρισμένη
ζωή. Στὴ Χάρη τοῦ ἔρωτα.

Ἐφαλτήριο μετάνοιας ἡ ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτίας. Ἀπὸ τὸ ἴδιο ἐκρηκτικὸ λεξιλόγιο,
ποὺ ἡ «θρησκευτικὴ» παράχρηση ἐξουδετερώνει τὴν πυροδοτική του ἰσχύ. Ὄχι παράβαση
νόμου ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ ἀποτυχία, ἀστοχία καὶ ἀτευξία, ἀπόπτωση ἀπὸ τὸν στόχο τῆς
ἀπεριόριστης ζωῆς. Νὰ ἀποδεχθεῖ ἐνεργητικὰ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἁμαρτία τῆς φυσικῆς του
ὕπαρξης, οὔτε εὔκολο εἶναι, οὔτε ἀποσπασματικὴ νοητικὴ παραδοχή. Εἶναι μετά-νοια,
καθολικὴ ἀλλαγὴ νοο-τροπίας, τρόπου ποὺ νοεῖ ὁ ἄνθρωπος καὶ διαχειρίζεται τὴν ὕπαρξή
του. Διεύρυνση τῆς ἐλευθερίας πέρα ἀπὸ τὴ βιο-λογική, στὸ ἀναπόδεικτο τῆς ἐρωτικῆς
Χάρης.

Τόσο πραγματικὴ ἡ ἀλλαγὴ μὲ τὴ μετάνοια, ὅπως ἀλλάζουν ὅλα στὴ ζωὴ τοῦ πραγματικὰ
ἐρωτευμένου. Ὅλα. Ἀκόμα καὶ ἡ ἀνάγκη γιὰ τροφὴ καὶ νερό, γιὰ δόξα καὶ δύναμη. Ὁ
ἐρωτευμένος διψάει μόνο τὴν ἀμοιβαιότητα. Κι ὅσο αὐτὴ τοῦ χαρίζεται, τόσο ἁπλώνει
κύκλους ὁ ἔρωτας σὰν βότσαλο στὴ λίμνη.

Ἐρωτευόμαστε ὄχι μόνο τὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου, ἀλλὰ καὶ κάθε τι δικό του, κάθε τι
ποὺ ἔχει ὁποιαδήποτε σχέση μαζί του. Ὅ,τι φτιάχνει καὶ ὅ,τι ἀγγίζει, τὴ μουσικὴ
ποὺ ἀγαπάει, τοὺς δρόμους ποὺ περπατάει, τὰ τοπία ποὺ κοιτάξαμε μαζί. Ἂν σοῦ συμβεῖ
νὰ ἐρωτευθεῖς ἐπωνύμως τὸν Θεό, ἔστω καὶ σὲ κλάσματα στιγμῶν, τὸ ρίγος τοῦ πόθου
παραμονεύει σὲ κάθε δροσοσταλίδα ἀνοιξιάτικη, στὸ χιόνι ποὺ καταπίνει τὴν γκρίζα
νταντέλα τῆς σουρβιᾶς, στὸ στραφταλιστὸ γαλάζιο τοῦ καλοκαιρινοῦ ἀπομεσήμερου, στὴ
φθινοπωρινὴ εὐωδιὰ ἀπὸ τὸ πρωτοβρόχι. Κάθε πτυχὴ ὀμορφιᾶς καὶ κάθε σοφὸ τέχνημα
εἶναι δῶρο ἐρωτικῆς παραφορᾶς χαρισμένο σὲ σένα.

Λέμε ἅγιο τὸν παλαβὰ ἐρωτευμένο μὲ κάθε ποίημα τοῦ Ἐπώνυμου Θεοῦ. Ἀκόμα καὶ μὲ
ὅ,τι γιὰ μᾶς τοὺς πολλοὺς ἠχεῖ σὰν φάλτσο τῆς φύσης: τὰ ἑρπετά, τὰ θηρία, τοὺς φανερὰ
κακούργους ἀνθρώπους. Καὶ ἐκ τῆς μνήμης αὐτῶν καὶ τῆς θεωρίας αὐτῶν ρέουσιν οἱ
ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ δάκρυα… Καὶ οὐ δύναται βαστάξαι ἢ ἀκοῦσαι βλάβην τινὰ ἢ λύπην μικρὰν
ἐν τῇ κτίσει γινομένην… Καὶ διὰ τοῦτο καὶ ὑπὲρ τῶν ἀλόγων… καὶ τῶν ὀρνέων καὶ
τῶν ζώων καὶ τῶν δαιμόνων… καὶ ὑπὲρ τῆς φύσεως τῶν ἑρπετῶν… καὶ ὑπὲρ παντὸς
κτίσματος… ἐν πάση ὥρᾳ εὐχὴν μετὰ δακρύων προσφέρει.

Οἱ ἐρωτευμένοι τὸν Ἐπώνυμο Θεό, συναγωγὴ ἁγίων, ἐκκλησία ἐκφρόνων. Ἄσχετοι μὲ
τὴ βιο-λογικὴ τῆς θρησκείας, τὶς νοητικὲς βεβαιότητες, τὴ θωράκιση τῶν ἀρετῶν. Ἅγιοι,
καὶ γύρω τους πληθώρα ἐμεῖς οἱ ἑτοιμόρροποι, συναγμένοι στὴν ἄθληση γιὰ ἱκάνωση
προσωπικὴ στὴν ἀμοιβαιότητα.


11. COMMA

Υἱοὶ μητρός μου ἐμαχέσαντο ἐν ἐμοί.

Ο ΕΡΩΤΑΣ δὲν ἔχει λογικὴ – μὲ ποιά λογικὴ προσεύχεται ὁ ἅγιος γιὰ τὰ ἑρπετὰ καὶ
τοὺς δαίμονες; Λογικὴ ἔχει ἡ θρησκεία θωρακισμένη μὲ τὴν πανοπλία τοῦ νόμου. Λογικὴ
καὶ νόμος τὰ ὅπλα τῆς θρησκείας, ὅπλα θωράκισης τοῦ ἐγώ.

Θρησκεία: οἱ ἀτομικὲς μεταφυσικὲς πεποιθήσεις. Ἡ ἀτομικὴ ἠθική. Ἡ ἀτομικὴ προσπάθεια
γιὰ τὸν ἐξευμενισμὸ τοῦ θείου. Οἱ πεποιθήσεις λογικὰ ὀρθὲς γιὰ νὰ προσπορίζουν βεβαιότητα.
Ἡ ἠθικὴ συμπεριφορὰ κατοχυρωμένη ἀπὸ τὸν νόμο γιὰ νὰ ἐξασφαλίζει ὑπόληψη καὶ κύρος.
Ἡ λατρεία πληθωρικὰ συναισθηματική, ἐφαλτήριο ψυχολογικῆς εὐεξίας.

Ὁ ἔρωτας ἀρχίζει ἐκεῖ ποὺ τελειώνουν τέτοιες θωρακίσεις τοῦ ἐγώ. Ὅταν ὁ Ἄλλος
ἐνδιαφέρει περισσότερο κι ἀπὸ τὴν ἴδια μας τὴν ἐπιβίωση. Περισσότερο κι ἀπὸ τὴν
ὅποια δικαίωση, τὴν ἐφήμερη ἢ αἰώνια ἐξασφάλιση. Ἑτοιμότητα ἀποδοχῆς καὶ τῆς αἰώνιας
ἀκόμα καταδίκης γιὰ χάρη τοῦ ἀγαπημένου ἢ τῶν ἀγαπημένων: εἶναι τὸ σημεῖο ἀναγνώρισης
τοῦ ἔρωτα, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ηὐχόμην αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ
ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα, οἵτινές εἰσιν Ἰσραηλῖται

(Ρωμ. 9,3).

Στὸ εὐαγγέλιο τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἐρωτικὸς ἄνθρωπος σαρκώνει τὸν τρόπο τῆς ζωῆς καὶ
ὁ θρησκευτικὸς ἄνθρωπος τὸν τρόπο τοῦ θανάτου. Ἀποκαλυπτικὴ εἰκόνα τῆς διαστολῆς:
ἡ ἀντιπαράθεση τῆς πόρνης ποὺ πλένει μὲ μύρα τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, καὶ τοῦ θρησκευτικοῦ
περίγυρου ποὺ διαμαρτύρεται γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ μύρου (Ματθ. 26,6-14- Μάρκ. 14,3-9-Λουκ.
7,36-50). Ἔρως καὶ θάνατος σὲ ὑποδειγματικὴ ἀναμέτρηση.

Ἡ μετάνοια τῆς πόρνης – πράξη ἀπροσχημάτιστα ἐρωτική: Ἀγοράζει τὸ πολυτιμότερο
μύρο, δίχως φειδὼ καὶ μέτρο. Χύνει σπάταλα τὸ μύρο καὶ κρουνοὺς δακρύων, γιὰ νὰ
πλύνει τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ. Λύνει ποτάμι τὰ μαλλιά της γιὰ νὰ τὰ σφουγγίσει. Τέτοια
παραφορὰ ἀπροκάλυπτου ἔρωτα, κι ὁ θρησκευτικὸς περίγυρος τυφλός, ἄσχετος: μετράει
τὴν πράξη μὲ τὸ μέτρο τῆς ἠθικῆς ἀποτελεσματικότητας. Εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη τοῦ
μύρου γέγονεν; ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μῦρον πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων καὶ
δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς.
Ἡ πόρνη ἀγαπάει σπάταλα καὶ ἀπερίσκεπτα, δίχως νόμο καὶ
λογική. Ὁ θρησκευτικὸς περίγυρος μετράει τὴ λογικὴ σκοπιμότητα τῆς πράξης καὶ τὸ
ποσοστὸ τῆς ἠθικῆς ὠφελιμότητας.

Τὸν θρησκευτικὸ περίγυρο -τὸν ἄνθρωπο τοῦ νόμου- δὲν τὸν ἐνδιαφέρουν οἱ φτωχοί.
Τὸν ἐνδιαφέρει ἡ πράξη τῆς ἐλεημοσύνης, μετρητὴ σὰν ἀτομικὴ ἀξιομισθία, εἴσπραξη
κέρδους ἀπὸ τὸν Θεῖο Ἀνταποδότη. Ἴσως μόνο σὰν ἀνταποδότη νὰ χρειάζεται τὸν Θεό,
μόνο γιᾲ τὴν ἀτομική του δικαίωση. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ παραφορὰ τῆς ἀγάπης τοῦ εἶναι
ἀδιανόητη, ἔτσι ποὺ ξεφύγει ἀπὸ τὴ λογικὴ τῆς συναλλαγῆς.

Ἡ πόρνη δὲν ζητάει τίποτα. Δὲν προσφέρει μετάνοια γιὰ νὰ εἰσπράξει δικαίωση.
Δὲν ἀποβλέπει στὴ συναλλαγή. Οὔτε σπεύδει σὲ ὑποσχέσεις συμμόρφωσης μὲ τὸν νόμο.
Μόνο προσφέρει. Αὐτὸ ποὺ ἔχει καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι. Ὃ ἔσχεν αὕτη ἐποίησε (Μάρκ.
14,8). Τολμηρά, δίχως φόβο μήπως ἐκτεθεῖ ἢ μήπως ἐκθέσει. Μὲ τὴν παραφορὰ τῆς ὁλοκληρωτικῆς
αὐταπάρνησης. Ὅτι ἠγάπησε πολὺ (Λουκ. 7,47).

Ἡ σιωπὴ τῆς εὐαγγελικῆς πόρνης εἶναι ἡ κατάλυση τοῦ νόμου, ἡ ἀχρήστευση τῆς λογικῆς.
Εἶναι ἡ σιωπὴ τοῦ ἔρωτα ποὺ μιλάει μόνο μὲ αὐτὸ ποὺ δίνει, δίχως νὰ νοιάζεται γιὰ
τὸν ἀπόηχο τῆς ἀντιπαροχῆς. Ἡ ψυχή μας, ὅπως καὶ κάθε πόρνη, δὲ μπορεῖ νὰ ἐρωτευθεῖ
ὅσο εἶναι σαγηνεμένη ἀπὸ ἐφήμερες ἀποσπασματικὲς ἱκανοποιήσεις – τὴ φλυαρία τῆς
λογικῆς, τὴ σιγουριὰ τῆς ἀμοιβῆς ποὺ παρέχει ὁ νόμος. Ὁ ἔρωτας γεννιέται, ὅταν «ἐξαίφνης»
γίνει φανερὴ στὸν ἄνθρωπο ἡ ματαιότητα τῆς πορνικῆς συναλλαγῆς. Ματαιότητα τῶν ἀξιομισθιῶν,
τῶν ἀρετῶν μας, τοῦ καλοῦ μας ὀνόματος, θησαυρισμάτων ποὺ ἀποδείχνονται ἀνίκανα
νὰ ἀναιρέσουν τὸν θάνατο. Ὁ ἔρωτας γεννιέται, ὅταν «ἐξαίφνης» ἀναλάμψει μοναδικὴ
ἐλπίδα ζωῆς ὁ ἀνιστῶν τοὺς νεκρούς. Πρέπει νὰ διαβεῖς τὸν θάνατο γιὰ νὰ φτάσεις
στὸν ἔρωτα.

Γιὰ τὸν θρησκευτικὸ περίγυρο -τὸν ἄνθρωπο τοῦ νόμου- ἡ λέξη ἔρωτας ἔχει
μόνο τὸ νόημα τῆς παράβασης, τῆς ἀθέτησης ἐντολῶν. Κατάφαση στὸν ἔρωτα σημαίνει
κατάφαση στὴν παρεκτροπή, στὴν παρανομία. Ὅλα μετρημένα μόνο μὲ τὴ λογικὴ τοῦ νόμου.
Πότε ἐπιτρέπεται ὁ ἔρωτας, καὶ τί ἀκριβῶς ἐπιτρέπεται -ποιές οἱ ἀπαγορεύσεις πρὶν
ἀπὸ τὸν γάμο καὶ μέσα στὸν γάμο καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν γάμο. Ἄγχος καὶ βασανισμὸς τῶν θρησκευτικῶν
ἀνθρώπων σὲ ὅλα τὰ γεωγραφικὰ μήκη καὶ πλάτη. Λογικὴ τοῦ ἐγώ, ἀσύμπτωτη μὲ τὴν ἀλήθεια
τοῦ ἔρωτα: Ὅταν ὅλα ἐπιτρέπονται, δὲν θυσιάζεις τίποτα, δὲν διακινδυνεύεις τίποτα,
ἄρα ἀποκλείεται νὰ ἐρωτευθεῖς. Ἂν μείνεις πιστὸς στὴν ἀπαγόρευση, πάλι τὸ ἐγὼ δὲν
ραγίζει, ἡ θωράκισή του δὲν συντρίβεται, ἄρα εἶσαι καὶ πάλι ἀποκλεισμένος ἀπὸ τὸν
ἔρωτα.

Πτώσεις καὶ συντριμμοί, ταπεινώσεις καὶ ἀθλιότητα, ἄμετρο ἀπελπισμοί. Γιὰ νὰ φτάσει
ὁ ἄνθρωπος στὸν φωτισμὸ τῆς διάκρισης τοῦ πραγματικοῦ ἀπὸ τὸ φαντασιῶδες. Νὰ κερδίσει
τὴν ἀθωότητα τῶν ὡρίμων, ποὺ ἐπιτρέπει τὴ θέαση τῶν μή-ὁρωμένων.


12. CANTUS FIRMUS

Ἰδοὺ εἶ καλή, ἡ πλησίον μου,

ἰδοὺ εἶ καλή· ὀφθαλμοί σου περιστεραί.

Η ΑΜΟΙΒΑΙΟΤΗΤΑ σημαίνεται στὸ βλέμμα. Τὸ πρῶτο σκίρτημα εἶναι πάντα ἡ ἀθέλητη
στάση δυὸ βλεμμάτων ποὺ διασταυρώθηκαν. Δηλαδὴ ὁ ἔρωτας γεννιέται στὸ φῶς. Βλέμμα,
χαμόγελο, φωνή, χειρονομία, κίνηση –ὅριο τοῦ σωματικοῦ καὶ τοῦ ἀσώματου– τόπος τῶν
σημαινόντων τῆς ἀμοιβαιότητας.

Τὸ φῶς τοῦ ἐρωτευμένου βλέμματος περνάει στὰ χείλη. Τὸ χαμόγελο δὲν εἶναι σύσπαση,
εἶναι λάμψη. Βλέμμα καὶ χαμόγελο ἀξεδιάλυτα, τὸ ἴδιο φῶς. Ἀνταύγεια μοναδικότητας,
δελφὶς τοῦ πόθου.

Τρίτο ἄυλο πεδίο, ἡ φωνή. Ζεστασιὰ τῆς φωνῆς, τρέμουλο τῆς ἐπιθυμίας, τρυφερότητα
ποὺ δὲν κρύβεται, ὅσο κι ἂν προσπαθεῖ. Τὸ «ράγισμα» τῆς φωνῆς στὴν ἐρωτικὴ ἔκπληξη,
πρωτάκουστος ἦχος τὸ ὄνομά μας στὰ χείλη τοῦ Ἄλλου. Κι ὅσο διαρκεῖ ὁ ἔρωτας, σὲ
κάθε λόγο ἡ φωνὴ ψηλαφητὴ σάρκα, αἰσθητὴ ἀμεσότητα. Ἐκφορὰ τοῦ λόγου ἔνσαρκη στὴ
μουσικὴ μιᾶς μοναδικῆς κλήσης.

Ἡ μουσικὴ μεταγράφεται στὴ «χάρη» τῆς κίνησης, τῆς χειρονομίας. Χάρη σημαίνει
ρυθμὸ κάλλους ποὺ καλεῖ στὴν τρυφερότητα –κλήση ἁπτὴ ὅσο καὶ ἡ μουσικὴ τῆς φωνῆς.
Ὁ ἔρωτας μεταλλάζει τὶς χειρονομίες, μεταλλάζει τὸ βάδισμα, τὴν κίνηση τῆς κεφαλῆς,
τῶν ὤμων, δίνει ἄλλο ρυθμὸ στὸ κορμὶ –κάτι σὰν συνεσταλμένη χορευτικὴ διάθεση, ἀνεπαίσθητο
κύμα κρυμμένης χαρᾶς.

Ἄυλη συγχορδία σὲ ἀπεριόριστη διαβάθμιση τόνων. Ἀπὸ τὴν ἐγωκεντρικὴ ἐπιθυμία,
ὡς τὴν παραφορὰ τῆς αὐτοπροσφορᾶς. Ἀπὸ τὴν ἀπρόσωπη ἀνάγκη κατοχῆς καὶ ἰδιοποίησης,
ὡς τὴν τέλεια αὐτοεγκατάλειψη, τὴν ἀγαπητικὴ κένωση. Ἀπὸ τὸν θάνατο, ὡς τὴ ζωή.

Διαβάζουμε τὸν ἔρωτα στὸ βλέμμα, στὸ χαμόγελο, στὴ χάρη τῆς κίνησης. Τὸ κορμὶ
μιλάει τὴ γλώσσα τῆς ψυχῆς, ἡ ψυχὴ λέει τὸν πόθο τῆς ζωῆς μὲ τὸ φῶς μιᾶς ἀνυπότακτης
σὲ ὁρισμοὺς ἐκφραστικῆς.

Ἀκόμα καὶ στὴν πιὸ ἐγωκεντρικὴ δίψα ἡδονῆς, τὸ σῶμα τοῦ Ἄλλου εἶναι κάτι περισσότερο
ἀπὸ ἀντικείμενο ἐπιθυμίας. Εἶναι τὸ σημαῖνον τῆς ἐπιθυμίας. Σημαινόμενο,
ἔστω ἀνεπίγνωστο, μόνο ἡ ζωή. Τὸ ποθούμενο σῶμα ἀρθρώνει τὴν ἐπιθυμία σὲ ὑπόσχεση,
ὅμως ὁ λόγος τῆς ἐπιθυμίας κατευθύνεται πέρα ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Ἄλλου. Γι’ αὐτὸ καὶ
ἡ ἡδονὴ τῶν γυναικῶν –ἡδονὴ ποὺ ὑπόσχεται τὸ γυναικεῖο κάλλος– εἶναι
πέρας μὴ ἔχουσα.

Τὸ σημαῖνον τῆς ἐπιθυμίας ἀναδύεται στὸν τόπο τοῦ κάλλους. Γλώσσα τῆς σωματικῆς
ὀμορφιᾶς, σὲ μιὰ πρώτη φάση, καὶ γλώσσα τοῦ ἐνδύματος. Ὅταν ἡ ἀμοιβαιότητα τῆς ἐπιθυμίας
ὑπερβεῖ τὴ σχετικότητα τῆς γλώσσας, τότε εἶναι αὐτονόητη ἡ γυμνότητα, ἡ παραίτηση
ἀπὸ τὸ ἔνδυμα. Τότε ὅλο τὸ κορμὶ εἶναι βλέμμα καὶ χαμόγελο καὶ ρυθμὸς χάρης, ἀμεσότητα
πόθου γιὰ τὴν πληρότητα τῆς σχέσης, τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς.

Ἡ γυμνότητα δὲν ὁλοκληρώνεται ποτέ. Δὲν ἀρκεῖ ἡ ἀπουσία τοῦ ἐνδύματος γιὰ νὰ
συντελεστεῖ ἡ γυμνότητα, οὔτε γιὰ νὰ βιωθεῖ. Ἡ γυμνότητα εἶναι μία προοδευτικὴ σπουδὴ
τῆς πάντοτε ἀκαθόριστης μεταλλαγῆς τῶν σημαινόντων, μεταλλαγῆς τῶν γλωσσῶν ποὺ ἐνδύεται
ὁ λόγος τῆς ἐπιθυμίας. Ἀδιάκοπο ἐναλλακτικὸ πέρασμα ἀπὸ τὴ γλώσσα τῆς θέας στὴ γλώσσα
τῆς ἁφῆς, ἀπὸ τὴ μέθη τῆς κλήσης στὴν ἔκσταση τῆς μετοχῆς.

Ἡ σωματικὴ ἀπαίτηση τῆς ἡδονῆς –ἐπιθυμία τυφλή, στερημένη τὴν ὅραση τοῦ πραγματικοῦ
της στόχου– σημαίνεται στὸ ἔνδυμα ἢ στὴ γυμνότητα, ὅπως σημαίνεται καὶ στὸ βλέμμα,
στὸ χαμόγελο, στὴ φωνή, στὴ χειρονομία, στὴν κίνηση. Ἡ σημαντική του φωτὸς καὶ τῆς
χάρης αὐτονομεῖται, παύει νὰ διαβαίνει ἐπὶ τὸ πρωτότυπον τοῦ ἔρωτα.
Ὁ λόγος τῆς ἐπιθυμίας ντύνεται τὴν ἐπιθετικὴ γλώσσα τῆς ἐγωκεντρικῆς ἀπαίτησης.
Ἐκβιάζει τὴν ἀνταπόκριση στὴ δίψα τῆς ἡδονῆς.

Ὑπάρχει ἐρωτικὴ γυμνότητα, καὶ ἐπιθετικὴ γυμνότητα. Ἡ δεύτερη ἐκβιάζει τὴ σχέση,
δηλαδὴ τὴν ἀναιρεῖ στὸ ἐπίπεδο τῆς συναλλαγῆς. Εἶναι ἡ γυμνότητα ποὺ προσφέρεται
ὡς ἀπρόσωπο ἀντικείμενο ἡδονῆς, ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς σχέσης, τῆς ἀμοιβαίας αὐτοπροσφορᾶς.
Γιὰ νὰ εἰσπράξει τὴν ἐφήμερη ἱκανοποίηση τῆς ἀνάγκης, ἢ τὴ ναρκισσικὴ ἐπιβεβαίωση
τοῦ ἐγὼ ὡς ποθητοῦ ἀντικειμένου. Εἶναι ἡ ἐμπορευματοποιημένη γυμνότητα τῆς ἔντυπης
πρόκλησης, τῶν φαντασιώσεων τοῦ πορνικοῦ θεάματος, τοῦ ψυχρὰ σκόπιμου «φλέρτ». Εἶναι
τὸ φῶς στὴν ἀνταρσία τῆς ἀστραπῆς (Λουκ. 10,18).

Ἡ ἐρωτικὴ γυμνότητα εἶναι μόνο αὐτοπροσφορά. Δὲν ἀποφασίζεται, γεννιέται. Ὅπως
τὸ φῶς στὸ ἐρωτευμένο βλέμμα καὶ στὸ χαμόγελο. Γιὰ νὰ δηλώσει τὴν παραίτηση ἀπὸ
τὴν ἔσχατη ἀντίσταση τῆς αὐτοάμυνας, τὴν ντροπή. Ντροπὴ εἶναι ἡ φυσικὴ ἄμυνα στὴν
ἐγωκεντρικὴ ἀπαίτηση τοῦ ἄλλου. Ἀμύνομαι μὲ τὸ ἔνδυμα, ντύνομαι γιὰ νὰ περισώσω
τὴν ὑποκειμενικότητά μου: Νὰ μὴν ἐκτίθεμαι στὰ βλέμματα σὰν ἀπρόσωπο ἀντικείμενο
ἡδονῆς.

Ὅταν ὁ ἔρωτας ἐγγίσει τὸ θαῦμα, τὴν ἀμοιβαία αὐτοπαραίτηση καὶ αὐτοπροσφορά,
τότε δὲν ὑπάρχει ντροπή, γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἄμυνα καὶ φόβος. Τότε ὅλο τὸ κορμὶ μιλάει
τὴ γλώσσα τοῦ βλέμματος, τοῦ χαμόγελου, τοῦ ρυθμοῦ τῆς χάρης. Ὁ ἄνθρωπος ὁλόκληρος
γίνεται ὅλος φῶς καὶ ὅλος πρόσωπον καὶ ὅλος ὀφθαλμὸς –δόσις ἀγαθὴ καὶ δώρημα
τέλειον
. Μόνο δίνεται, μόνο προσφέρεται, δίχως ἀντιστάσεις ἢ κρατούμενα. Καὶ
ὁ τέλειος ἀφοπλισμὸς τῆς αὐτοπαράδοσης ἐνδύεται τὴ γλώσσα τῆς ἀποκαλυπτικῆς γυμνότητας.

Ἡ ἀγάπη οὐ γινώσκει τὴν αἰδῶ, διὰ τοῦτο οὐ γινώσκει δοῦναι σχῆμα εἰς εὐταξίαν
τῶν μελῶν αὐτῆς. Ἡ ἀγάπη φυσικῶς ἔχει τὸ μὴ αἰδεῖσθαι καὶ λαθεῖν τὸ μέτρον αὐτῆς.

Ὅ,τι στὴν ἐπιθετικὴ γυμνότητα μᾶς προκαλεῖ καὶ μᾶς ἀποτροπιάζει –ὡς ἀναίδεια
καὶ ἀσχημοσύνη καὶ ἀμετρία– στὸν ἀληθινὸ ἔρωτα μπορεῖ «φυσικῶς» νὰ εἶναι μόνο θάμβος
ἀγάπης. Ὅταν πραγματικὰ παραιτεῖσαι καὶ παραδίνεσαι, ὅταν δὲν σὲ ἐνδιαφέρει παρὰ
μόνο ἡ χαρὰ καὶ ἀλήθεια τοῦ Ἄλλου, μόνο νὰ ἀνθήσει ὁ Ἄλλος στὴν ἡδονὴ τοῦ πληρώματος
τῆς σχέσης, τότε δὲν ὑπάρχουν φραγμοὶ καὶ κανόνες, σχήματα εὐταξίας τῶν μελῶν καὶ
μέτρα αἰδημοσύνης.

Ἡ ἐρωτικὴ γυμνότητα δὲν ὁλοκληρώνεται ποτέ, γιατὶ εἶναι ἡ γλώσσα τῆς «κένωσης».
Ἡ ἀφαίρεση τῶν ἐνδυμάτων δὲν ἀρκεῖ γιὰ νὰ συντελεστεῖ ἡ γυμνότητα. Πρέπει νὰ ἐνδυθεῖ
τὴ γλώσσα τῆς αὐτοπαράδοσης καὶ αὐτοπροσφορᾶς. Μὲ τὴν ἀπεριόριστη εὐφράδεια τῶν
ἀδιάκοπων ἐκπλήξεων τῆς σχέσης.

Ἐρωτικὴ γυμνότητα, γλώσσα τῆς «κένωσης»: Ὁ Ἰησοῦς βρέφος γυμνὸ μέσα στὴ φάτνη,
ἐν ποταμῷ γυμνωθεὶς βάπτισμα δεχόμενος ὡς δοῦλος, γυμνὸς κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου
ὡς ληστής. Καὶ διὰ τούτων ἁπάντων τὸν περὶ ἡμᾶς αὐτοῦ παρέστησεν ἔρωτα.

Ὅταν ἡ χριστιανικὴ Παράδοση μιλάει γιὰ τὴ σάρκωση τοῦ Θεοῦ, δὲν ἐξαντλεῖ τὴ σημαντική
της ἀποκάλυψης στὴν ἱστορικότητα τοῦ γεγονότος. Τὸ ἱστορικὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ ἀποκαλύπτει
τὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ: Μίαν ἀπεριόριστη δυναμικὴ ἐρωτικῆς αὐτοπροσφορᾶς, τὴν
«κένωση» τοῦ Θεοῦ ἀπὸ παραφορὰ ἀγάπης γιὰ τὸν ἄνθρωπο. «Κένωση» σημαίνει ὅτι ὁ ἄμορφος
παίρνει μορφή, ὁ ἄρρητος γίνεται γλώσσα. Μορφὴ καὶ γλώσσα εἶναι ἡ σάρκα τοῦ περατοῦ
καὶ ἐφήμερου, ἡ σάρκα τοῦ θνητοῦ. Ποὺ μπορεῖ ὡστόσο νὰ σημάνει τὸ ἀπεριόριστο καὶ
ἄχρονο, τὴν προσωπικὴ παρουσία τῆς ὄντως ζωῆς.

Στὰ δεδομένα τῆς μορφῆς καὶ τῆς γλώσσας ἀνήκει κάθε σημαῖνον τῆς σάρκωσης τοῦ
Θεοῦ: Ἡ σύλληψη ἀπὸ μητέρα παρθένο, σύλληψη ἐλεύθερη ἀπὸ τὴ φυσικὴ ὁρμὴ πλασματικῆς
αὐτοδιαιώνισης τοῦ θνητοῦ. Ὁ Θεὸς (ὁ Ἄλλος τῆς ζωτικῆς μας ἐπιθυμίας) ἀποκαλύπτεται
Πατήρ: ἡ ζωοποιὸς ἀρχὴ ὡς προσωπικὴ ὕπαρξη. Ἡ παρθένος γίνεται μητέρα –ἡ
ἐρωτικὴ δυνατότητα τῆς φύσης σαρκώνει τὴν ὄντως ζωή, δίχως διάμεσο ἐφήμερου πόθου.
Ἡ γλώσσα σημαίνει τὸν τρόπο τῆς ζωῆς, χωρὶς τὸ σημαινόμενο νὰ ὑποτάσσεται στὸ νοηματικὸ
σημαῖνον. Τὸ σημαινόμενο παραμένει ἐπέκεινα τοῦ σημαίνοντος, ὅπως παραμένει ἐπέκεινα
κάθε ἐρωτικῆς συν-ουσίας ὁ συμμέτοχος τῆς συνουσίας, στὴ δυναμικὴ ἀπροσδιοριστία
τοῦ ὑποκειμένου «Ἄλλου».

Ὁ Θεὸς τῆς ἱστορικῆς ἀποκάλυψης καὶ ὁ Ἄλλος τῆς ἐρωτικῆς συνουσίας εἶναι ἡ ἀλήθεια.
Ἐδῶ ἀ-λήθεια σημαίνει τὴ μή-λήθη, τὴν προσωπικὴ ἐμφάνεια. Ἀλήθεια μόνο ἡ φανέρωση,
μόνο ἡ γυμνότητα τῆς «κένωσης», τὸ σημαῖνον τῆς ἐπιθυμίας. Τὸ σημαινόμενο τῆς ἐπιθυμίας
πάντα ἐπέκεινα, ἀπρόσιτο στὴ γλώσσα, προσιτὸ μόνο στὴν ἀμεσότητα τῆς ἐρωτικῆς σχέσης.


13. RICERCARE

Μέλαινά εἰμι καὶ καλή.

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ κορμί, ντυμένο τὴ μαυριδερὴ λαμπράδα τοῦ ἥλιου. Ἄφοβη γύμνια στιλπνῆς
ὀμορφιᾶς καὶ χρειάστηκαν αἰῶνες γιὰ νὰ τολμηθεῖ αὐτὴ ἡ ἀμφίστομη ἀφοβία. Νὰ ἰσορροπήσει
τὸ θάμβος ἄκρη στὴν κόψη τοῦ ἐπισφαλοῦς. Χαίνων τῶν πουριτανῶν ὁ πανικὸς ἀπὸ τὴ
μιά, ἀπόκρυμνη φοβία ὑφασμένη στὴν ἁπτὴ εἰκὁνα τῆς ψυχῆς γιὰ τὸ κορμί της. Κι ἀπὸ
τὴν ἄλλη, ρομαντικὲς κατωφέρειες ναρκισσικῆς ἀδηφαγίας, βρηχυθμοὶ πόθου καλυμμένοι
στὸ μελώδημα τρυφερῶν αἰσθημάτων.

Στιγμὲς τῆς μέρας νὰ σταλάζουν στὸ μήνα, οἱ μῆνες νὰ ἐκβάλλουν στὸ χρόνο, τὰ
χρόνια στοὺς αἰῶνες. Καὶ τὸ ὑλικὸ τῆς ροῆς κατεδαφισμένες ζωὲς μοναδικὲς καὶ ἀνεπανάληπτες.
Κατρακύλησαν σκαλὶ – σκαλὶ τὴν ὕπαρξη, στιγμὴ – στιγμή, μέσα στὸ ζόφο τῆς ἐνοχῆς
γιὰ τὴ φύση τους, τῆς ντροπῆς γιὰ τὸ ἴδιο τους τὸ κορμί. Αἰῶνες ἀσφυξίας στὴν πιὸ
θανατερὴ ἀπὸ τὶς στερήσεις, στὴν ἀπαγόρευση τοῦ ζωτικοῦ, στὸ λιμὸ τοῦ ἔρωτα. Ὥσπου
ἡ γεύση τοῦ θανάτου σωρεύτηκε σὲ ἀπόχρεμμα ἀνταρσίας. Μισητὸ ἀπολακτίστηκε τὸ εἴδωλο
τῆς ἐγκράτειας, τῆς σεμνοτυφίας, γιὰ νὰ λατρευτεῖ ἀναπαλαιωμένο τὸ εἴδωλο τῆς ἡδονῆς.

Εἰδωλοκλαστικὴ ἐκθρόμβωση, ὅμως ἡ ζωὴ κομπιάζει καὶ στὸν πολιτισμὸ τοῦ Διαφωτισμοῦ.
Πολιτισμὸς ἄπολις, δίχως ὅρια προσωπικῆς κοινωνίας, ἀποτιμάει τὴν ὀμορφιὰ μὲ τὸ
μέτρο τοῦ ἀπρόσωπου δικαιώματος στὴν ἐνστικτώδη προτίμηση. Ἡ αἴσθηση τοῦ κάλλους
τῆς φύσης τίποτα περισσότερο ἀπὸ σκοπιμότητα τῆς ἴδιας τῆς φύσης ριζωμένη στὴ «βιοδομὴ»
τοῦ ἀτόμου. Ἀντι-κείμενο ἐρέθισμα εὐφραντικὸ τῶν αἰσθήσεων, πορισμὸς ἀτομικῆς ἀπόλαυσης.
Τὸ κάλλος δὲν καλεῖ σὲ τίποτα, δὲν ἐλευθερώνει τὴ σχέση. Ἡ ἐμπειρία τῆς σχέσης παγιδευμένη
στὴ νοητικὴ τῶν συσχετισμῶν, στὴ μηχανικὴ τῆς δράσης-ἀντίδρασης. Καὶ τὸ αἴνιγμα
τοῦ ἔρωτα ἁπλοϊκὰ λυμμένο : βιολογικοὶ μηχανισμοὶ ἀντανακλαστικῶν καὶ ἐνστίκτων.

Γυμνὴ στιλπνὴ ὀμορφιὰ τοῦ ἀνθρώπινου κορμιοῦ, ἀναδυόμενο θαῦμα σὲ ἕναν κόσμο
τυφλὸν γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀποκάλυψη. Νὰ σαρκώνει ἡ φθαρτὴ σάρκα τὸν ζωντανὸ λόγο τοῦ τροπικὰ
ἀπείρου, τὴν κλήση στὴ μέθεξη τῆς ἀμεσότητας τοῦ καθόλου -γῆ καὶ θάλασσα καὶ πορφυρὸ
ἡλιοβασίλεμα στὴν ἁπτὴ ἐγγύτητα τοῦ γυμνοῦ κάλλους.

Κι ὁ πολιτισμὸς ἀνάπηρος στὴν ἁφή, δίχως αἰσθητήρια σχέσης, παγώνει τὴν ὀμορφιὰ
σὲ ἀντικείμενο ἐμπορεύσιμης θέας.Ἔντυπη γυμνότητα παντοῦ, νεκρὰ θεάματα δυσδιάκριτου
ἔρωτα, μὲ κρημνὸ κενοῦ ἀνάμεσα στὴ θέα καὶ στὸν θεατὴ κι ἀπροσπέλαστη τὴν ἀμεσότητα.
Τόσοι αἰῶνες ἀπωθημένης δίψας καὶ πόθου, συλλογικὸ ὑποσυνείδητο ὀργωμένο ἀπὸ τὴ
στέρηση, τὴν ἐρωτικὴ ἀπώθηση, καὶ ἐκβάλλει σὲ πολιτισμὸ τεχνητῶν ἐξάρσεων τῆς ἀνέλπιδης
ἐπιθυμίας, σὲ αὐτοερωτισμὸ τῆς φαντασίωσης.

Διαφωτισμὸς ἦταν ἡ πιὸ κοφτερὴ μέσα στὶς συνειδήσεις ἐπανάσταση. Ρίγος ἀπελευθέρωσης
ποὺ ἁπλώθηκε μὲ τὴν ταχύτητα τῆς φωτιᾶς στὴν ξεραμένη σιτοκαλαμιὰ μετὰ τὸν θέρο.
Κάτι ἄλλο, ἢ κάτι περισσότερο ἀπὸ ἰδεολογία. Ἀνατροπὴ τῆς νοο-τροπίας, στάση ζωῆς
μὲ ἀντεστραμμένους τοὺς ὅρους τῆς εὐρωπαϊκῆς θρησκευτικότητας. Κι ἦρθε σὰν θρύψη
στὸν ἱστὸ κοινωνιῶν φαδιασμένων στὸ στυφὸ ὑφάδι τοῦ μονισμοῦ, τῆς στεγνῆς μονομέρειας:
Τὸ «κυρίως ἀνθρώπινο» ἐκεῖ ἦταν μόνο τὸ «πνεῦμα», καὶ κορύφωμα τοῦ «πνεύματος» ἡ
ἀποδεικτικὴ τῆς διάνοιας. Ἡ φύση τόπος κυριαρχίας τοῦ διαβόλου, ἡ φαινόμενη πραγματικότητα
ὑποταγμένη στὴν ἀλογία τῆς «πτώσης». Κάθε τι αἰσθητό, μιαρὸ καὶ ὕποπτο, ἀφοῦ μόνο
τὸ πνευματικὸ – νοητὸ συγγενεύει μὲ τὸ αἰώνιο. Οἱ σωματικὲς αἰσθήσεις, θυρίδες παρείσφρησης
τοῦ κακοῦ, προσάναμμα διέγερσης τοῦ κτηνώδους ἐνστίκτου. Ἀπαγορευμένος καρπὸς ἡ
ἡδονή, προαγωγὸς στὸ θάνατο, σὲ κολαστήρια ἀτελεύτητα φρικιαστικῆς ἔμπνευσης. Μόνη
δυνατότητα σωτηρίας, ἡ δίχως ὅρους ὑποταγὴ στοὺς ἐξουσιαστικοὺς μηχανισμοὺς τῆς
θρησκείας. Τὸ κράτος, ἡ ἠθική, οἱ κοινωνικὲς δομὲς καὶ λειτουργίες, τὸ νόημα τῆς
καθημερινότητας τοῦ βίου, ὅλα ὑποταγμένα στὸν ἄγαμο κλῆρο, ἐντεταλμένο ἐπόπτη τοῦ
ἀνέραστου ἀσκητισμοῦ τῆς στέρησης καὶ τοῦ φόβου.

Ὁ Διαφωτισμὸς ἦρθε σὰν τὸ χτύπημα τοῦ σφυριοῦ στὴν πυρωμένη κι εὔπλαστη ἀγανάκτηση.
Νὰ τὴν μεταπλάσει σὲ κοφτερὴ ἄρνηση πάνω στὸ ἀμόνι μιᾶς ἀράγιστης λογικῆς. Ἡ φύση
ὄχι, δὲν ἔχει ἀνάγκη τὸ ἄπιαστο φάντασμα τοῦ Θεοῦ. Κατέχει ἀπὸ μόνη της ὅλα ὅσα
χρειάζεται γιὰ νὰ κρατάει σὲ ρυθμὸ τὸ συμπαντικὸ ρολόι. Ἡ ἐπιστήμη τοῦ ἀνθρώπου
ἀποκρυπτογράφησε τὸν μηχανισμὸ τοῦ ρολογιοῦ, δὲν βρῆκε πουθενὰ κρυμμένο τὸν Θεό,
βρῆκε ἐγγενὴ στὴ φύση τὴ λογικότητα καὶ τὴ δύναμη. Κι ὁ ἂ θρωπος, φύση κι αὐτός.
Μὲ κατάλληλες συνθῆκες ἡ ὕλη ἀπὸ μόνη της παράγει πνεῦμα. Ἐφήμερος καὶ θνητός, πρέπει
νὰ ἀπολαύσει τὴ ζωὴ μὲ τὶς αἰσθήσεις, τὴν ἀνεμόεσσα ἡδονή. Κάθε ἄλλο «νόημα» τῆς
ὕπαρξης, στέρηση, ἐνοχὴ καὶ μιζέρια. Μὲ τὸ λογικὸ ὁριοθετεῖ τὴν ἀπόλαυση, φτιάχνει
νόμους, κράτος, τιθασσεύει τὴ συμβίωση.

Στὸ ἴδιο ἀμόνι τῆς ἀράγιστης λογικῆς εἶχε πλάσει τὸν κόσμο καὶ ἡ θρησκειοποιημένη
εὐρωπαϊκὴ χριστιανοσύνη. Ὁ Διαφωτισμὸς πολέμησε μὲ τὰ ὅπλα τοῦ ἀντιπάλου. Στὴ θέση
τοῦ φαντασιώδους Θεοῦ, ἡ φαντασιώδης θεοποιημένη Φύση. Στὴ θέση τῆς ἀ-νόητης ἀσκητικῆς,
ἡ ἔωλη ἀτομικὴ ἀπόλαυση. Στὴ θέση τῆς ἀτομικῆς συλλογιστικῆς, ἡ ἀτομικὴ πειραματικὴ
ἐπαλήθευση, ἡ ἀτομικὴ μαθηματικὴ ἐνόραση, οἱ ἔμφυτες ἰδέες, οἱ ἀτομικὲς ἐποπτεῖες,
τὸ ἀτομικὸ βίωμα. Μεταλλαγὴ τῆς θωράκισης τοῦ ἴδιου πάντα μοναχικοῦ αὐτοέγκλειστου
ἀτόμου. Εἴτε μὲ τὸ ὄνομα τῆς θρησκευτικῆς νοησιαρχίας εἴτε, μὲ τὸ ὄνομα τῆς θετικῆς
ἐπιστήμης, ἡ ἴδια πάντα παγερὴ πανοπλία νὰ φυλακίζει τὴν ὕπαρξη στὴ σιγουριὰ τοῦ
ἀνέραστου ἀτομοκεντρισμοῦ.

Αἰχμάλωτος τῆς θρησκευτικῆς του μήτρας ὁ Διαφωτισμός, δέσμιος στὸν δυαλισμὸ
φύσης – ὑπόστασης, ψάχνει τὸ πραγματικὰ ὑπαρκτὸ στὴν ὁριστικὴ ὀντότητα. Μὲ
τὸν ἴδιο συλλαβισμὸ τῶν θεολόγων τῆς Δύσης. Δίχως ὑποψία γιὰ τὴν ἀπόκρυμνη γλώσσα
τῶν Ἀνατολικῶν ὑψιπόρων, τὴν ἐπαναστατικὴ ἀνατροπὴ τῶν ὅρων τῆς γνώσης τοῦ πραγματικοῦ
καὶ ὑπαρκτοῦ.

Ὅπου ἀνατέλλει ὁ φωτισμός, ἡ γνώση δὲν ἐξαντλεῖται στὴ σημαντικὴ τῶν ὁρισμῶν,
εἶναι ἐμπειρία σχέσης. Ἡ σχέση γεγονὸς μέθεξης στὶς ἐνέργειες τῆς
φύσης. Οἱ φυσικὲς ἐνέργειες προσιτὲς στὴν ἀμεσότητα τῆς ἐμπειρίας. Καὶ ἀποκαλύπτουν
τὸν τρόπο τῆς προσωπικῆς ἑτερότητας. Ποὺ διευρύνεται στὴν ὁλότητα τοῦ συμπαντικοῦ

προσωπικοῦ κάλλους.

Ἀνυποψίαστος ὁ Διαφωτισμὸς γλυστράει στὴ χαίνουσα ἔκλειψη τοῦ προσωπικὰ ὑπαρκτοῦ.
Μὲ ἀτέλειωτους τόμους δεκάδων χιλιάδων σελίδων γλαφυρῆς εὐστομίας. Δαιδαλώδεις διορύξεις
ἐπιχειρημάτων γιὰ νὰ ὑπονομευτεῖ τὸ τίποτα: τὰ φαντασιώδη νοήματα τῆς θεολογικῆς
συλλογιστικῆς, Καὶ ἡ πυρίτιδα τῆς ἐκτίναξης ἄφλεκτη: Ἀναστολὲς σκεπτικισμοῦ, σύγχυση
σχετικισμοῦ, μηδενιστικὸ ἀδιέξοδο. Ἡ ὕπαρξη νὰ αἰωρεῖται πάντα ἀ-νόητη, ἡ ὕλη ἀνερμήνευτη,
ἡ συμπαντικὴ μηχανικὴ ἐγκαταλειμμένη στὴν ὑπερβατικὴ «τυχαιότητα».

Ὁ Hobbes, ὁ Locke, ὁ Hume-

ὁ Pufendorf, ὁ More, ὁ Maupertuis-

ὁ Buffon, ὁ Bacon, ὁ Voltaire-

ὁ Diderot, ὁ D᾿ Alembert, ὁ Condillac-

ὁ Bayle, ὁ Leibniz, ὁ La Mettrie-

ὁ Holbach, ὁ Meslier, ὁ Bonnet-

ὁ Berkley, ὁ Turgot, ὁ Du Bos-

ὁ Shaftesbury, ὁ Butler, ὁ Rousseau-

εἴτε συγκλίνουν, εἴτε ἀποκλίνουν στὴ ματαιόφρονη διορυχὴ τοῦ πραγματικοῦ, τὸ
ἴδιο πάντα ὀντολογικὸ κενὸ στὶς πληθωρικὲς σελίδες τους. Ναυτιώδης ἀστάθεια, ἐκκρεμότητα
ταλάντευσης στὶς στιγμὲς τοῦ ἐφήμερου. Τὸ μυαλὸ τρίζει, ἐλπίδα πουθενά, νόημα κανένα.
Ἡ ὕπαρξη κατάρα τυχαιότητας ἢ «θείας» αὐθαιρεσίας. Τὸ ἁπτό, φαντασιῶδες προκάλυμμα
τοῦ κενοῦ, τοῦ τίποτα. Κι ὅμως ἡ ἀμάχη γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τοῦ κενοῦ φανατισμένη.
Αὐτὴ ὑπαγορεύει τὰ «εὑρήματα», αὐτὴ ὁρκίζει στὴν «πρόοδο», στὴν «ἀνάπτυξη», στὴν
«ἀποκατάσταση τοῦ αἰσθητοῦ», στὴν «καταξίωση τῆς φύσης».

Σκοτεινὸς διαφωτισμὸς μὲ τὴ γνώση δέσμια σὲ «ἀρχὲς» αἰτιώδεις ἢ κανονιστικὲς
τοῦ πραγματικοῦ καὶ ὑπαρκτοῦ. Τραγικὴ ἡ ἐμμονή του νὰ ὁρίσει τὴ ζωή, δηλαδὴ
νὰ καταργήσει τὴ δυναμικὴ ἀπροσδιοριστία τῆς σχἑσης. Νὰ ἐξαντληθεῖ ἡ γνώση στὸ ἀντι-κείμενο
νόημα, στὴν περιγραπτὴ αἴσθηση. Κάθε ἀπόπειρα διαφυγῆς στὴ «διαίσθηση», στὴν «ἐνόραση»,
στὸ «ὑπαρξιακὸ βίωμα», ὁριοθετημένη. Γιατὶ μόνο ὁριοθετημένο τὸ ὑποκειμενικὸ ἐνδύεται
ἀντικειμενικὴ ἐγκυρότητα.

Πολιτισμὸς ἀνέραστος, ἀνίκανος νὰ τινάξει λουλούδι μὲς στὴ μέση τῆς θάλασσας.
Νὰ ψηλαφήσει ἀλήθεια παραιτημένος ἀπὸ τὸν ἐγωκεντρισμὸ τῆς κατοχῆς της. Ἔρωτας ἡ
μόνη γνώση στὸ χεῖλος τῶν ἀκραίων ἐρωτημάτων. Τὰ ἐρωτήματα ἀναπάντητα κι ἡ βεβαιότητα
θάμβος. Ἂν ἀλήθεια εἶναι μόνο ἡ ζωή, κι ἂν ἡ ζωὴ μόνο κοινωνεῖται στὸ τάνυσμα τῆς
αὐτοπροσφορᾶς.

Ποιά ἡ αἰτία τῆς γένεσης τοῦ κόσμου, τῆς ὕλης καὶ τῆς ζωῆς, ποιά ἡ ἀρχὴ τῆς κίνησης,
ἡ ἑρμηνεία γιὰ τὸ «φυσικὸ κακὸ», γιὰ τὴ φθορὰ καὶ διαφθορά. Γιατὶ ἀνόμοια ἡ κατανομὴ
χαρισμάτων καὶ ὀδυνῶν στοὺς ἀνθρώπους, γιατί δεδομένη ἡ γέννησή μας, οἱ κληρονομικοὶ
προκαθορισμοί, τὸ φύλο μας. Κάθε ἀπόπειρα ὁρισμοῦ, ρωγμὴ ἀπροσπέλαστου κενοῦ, ρίγος
πανικοῦ.

Ἀλλὰ ὁ θρίαμβος θρυμματισμοῦ τῶν πεφωτισμένων βεβαιοτήτων καιροφυλακτοῦσε ἔνδον
τῶν ἐπιστημονικῶν ἀδύτων. Ποιά αἴσθηση ἔχουμε τοῦ «πεδίου», δίπλα στὸ «στοιχειῶδες
σωματίδιο» καὶ στὸ «κύμα». Τί σημαίνει χῶρος δέκα διαστάσεων στὸ ὑποατομικὸ πεδίο,
Τί εἶναι ὁ μὴ – χῶρος τῆς ἰλιγγιώδους διαστολῆς τοῦ σύμπαντος, ποῦ διαστέλλεται
τὸ σύμπαν μὲ ἀσύλληπτες ταχύτητες, ἀφοῦ ὁ χῶρος (καὶ ὁ χρόνος) εἶναι μόνο συνάρτηση
τῆς ὕλης – ἐνέργειας. Πῶς νὰ ἀναπαραστήσουμε νοητικὰ τὴν «καμπυλότητα» τοῦ χωρόχρονου,
τὴ χωρικὴ ἀπόσταση σωματιδίων ποὺ βεβαιώνεται σὰν ἀ-τοπικὴ ὁλιστικὴ διασύνδεση,
τὸ πεπερασμένο τοῦ σύμπαντος ποὺ ὅμως δὲν ἔχει καταληκτικὰ ὅρια, κι ἔτσι τὸ λέμε
ἀπεριόριστο δίχως νὰ εἶναι ἄπειρο.

Τελικά, πῶς νὰ ὁρίσουμε τὴ μετα-φυσική, ὅταν καὶ ἡ φυσικὴ παραμένει ἀνυπότακτη
στὶς νοητικὲς ἐποπτεῖες μας. Μαθηματικὴ συμβολική, παρτιτοῦρες τυπικῶν ἐξισώσεων,
σὲ ἀναλογία μὲ ὑπαινικτικὲς εἰκόνες ἐμπειρίας τῆς τρωτικῆς ἀμεσότητας. Ἡ μόνη γλώσσα
ποὺ ἀπηχεῖ τὴ μελωδία τοῦ πραγματικοῦ καὶ ἄρρητου. Γιὰ τὸν μύστη τῆς σημαντικῆς
ὑποτύπωσης.

Ἂν ὁ Θεὸς ὁριζόταν μὲ τοὺς κανόνες τῆς συλλογιστικῆς τῶν Σχολαστικῶν, μὲ τὶς
ἐπιταγὲς ἀναγκαιότητας τοῦ νευτώνειου κοσμοειδώλου, μὲ τὶς κανονιστικὲς ἀπαιτήσεις
ἢ ἠθικὲς σκοπιμότητες τῶν Διαφωτιστῶν, θὰ ἦταν «θεὸς» ὑποδεέστερος καὶ τῆς ἔκπληξης
τοῦ ὑποατομικοῦ πεδίου. Τὸ συμπαντικὸ θαῦμα καὶ δράμα τῆς ἐλευθερίας μεταγραμμένο
σὲ ψευδαισθήσεις εἰδωλοποιημένης αὐτάρκειας. Κι ὁ ἔρωτας κενὸ στολισμένο αἰσθήματα.

Βλέμμα καὶ χαμόγελο γυμνῆς ὀμορφιᾶς, κορμὶ ἀναδυόμενο στὴ μέλαινα λαμπράδα τοῦ
καλοκαιριοῦ, ἄρωμα καὶ χυμὸς τοῦ ροδάκινου, σμαραγδένια διαφάνεια θαλάσσιου ὁρμίσκου.
Μόνη ἡ ἁπτὴ χάρις ἀπαντάει στὰ ἔσχατα ἐρωτήματα. Χάρις – χάρισμα τῆς κλήσης στὸ
κάλλος τῆς σχέσης. Ὅ,τι καλεῖ δὲν κλείνεται στὸ νόημα, ἔχει πρόσωπο καὶ ὄνομα. Ἡ
κλήση διαβαίνει τὴν ἐπιθυμία, γιὰ νὰ ἐκβάλει στὸν ἀτέρμονα κόλπο τῆς μόνης θετικῆς
τρυφερότητας.


14. REPRISE

Πηγὴ κήπου καὶ φρέαρ ὕδατος ζῶντος

καὶ ροιζοῦντος ἀπὸ τοῦ Λιβάνου.

ΜΕΣΑ ΑΠΟ τὴ διόπτρα τοῦ ἰδανικοῦ σπάζει στὰ δυὸ ἡ εἰκόνα τοῦ ἔρωτα: Ἔρωτας γιὰ
τὸ Θεό, ἔρωτας γιὰ διπλανὸ ἄνθρωπο – κομμάτια ἀσύμπτωτα στὴν πρισματικὴ διάθλαση
τοῦ ἐντελοῦς. Ἀκήρατος συναρπαγὴ ὁ θεῖος ἔρως, ἀπρόσμικτη πνευματικὴ ἔξαρση. Διαρρηγμένη
κάθε συνάρθρωση μὲ ἀνθρωποπαθεῖς εὐδαιμονίες, σωματικὲς ἀφετηρίες τοῦ πόθου, ἡδονικὰ
σκιρτήματα συναισθημάτων. Ἄσπιλη καθαρότητα, ἐντοπισμένη στὸ νοητό, στὸ ἄυλο.

Ἄραγε τὸ λεόπαρδο φωλιάζει μόνο στὸ κορμί, ὄχι στὴν ἀμφίκοπη φύση; Τὸ τρέφει
μόνο ἡ ἀνατριχίλα τῆς σάρκας, ἢ καὶ ὁ τρυγητὸς τῆς ἡδονικῆς εὐλάβειας; Ποιό φῶς
νὰ ξεκλειδώσει τὸ ὀφθαλμοφανὲς ἀπὸ τὴν πρισματικὴ τῶν εἰδώλων τοῦ νοητοῦ καὶ ἄυλου.
Αἴλουρος ἀδίστακτης ἀπληστίας τὸ ἐγώ, ὑποτάσσει τὸν Θεὸ στὴ νεκρὴ ἔννοια, ἐπενδύει
στὴ νέκρα ἔρωτα αἰώνιας ἐξασφάλισης.

Μὲ τὴ διόπτρα τοῦ νοητὰ ἰδανικοῦ, πῶς νὰ ξεχωρίσεις τὸν πόθο γιὰ τὸν Θεὸ ἀπὸ
τὸν αὐτοερωτισμὸ τῆς παλιννόστησης στὴ μήτρα, τὴ φαντασίωση ἰδιοχρησίας τοῦ ἀδιατάρακτα
ἀσφαλοῦς.

Σίγουρα, ὁ ἔρωτας διαθλᾶται παραμορφωτικὰ μέσα ἀπὸ τὸ κορμί. Ἀλλὰ κι ἡ ψυχὴ εἶναι
συνεπέστερο πρίσμα; Πόσο συχνὰ ἐξακτινώνει τὸν πόθο τοῦ Θεοῦ σὲ ἀπατηλοὺς κατοπτρισμοὺς
ἀποδεικτικῶν συλλογισμῶν, διαθλάσεις ἀναγκαίων «ἰδιωμάτων», καλειδοσκοπικὲς προβολὲς
αἰσθητῶν παραστάσεων στὸ νοητικὰ ἀπόλυτο. Ὅλα γιὰ τὴν ἡδονὴ τῆς ἀντιληπτικῆς αὐτάρκειας.
Τὴ δίψα κατοχῆς βεβαιοτήτων γιὰ τὸ δικό της διηνεκές. Τὴν ἀπληστία αὐτοθωράκισης
μὲ ὑπερβατικὲς ἐγγυήσεις.

Πίστη καὶ ἀρετή: οἱ πόλοι ἐνδημικῆς διάθλασης τοῦ πόθου σὲ πολύτροπους ἰριδισμοὺς
ἰδιοτέλειας. Στραφταλιστὲς ἀδιαλλαξίες, κι ὁ πυρήνας: ἡδονή. Ἡδονὴ τῆς ἐγκύστωσης
σὲ κελύφη δογμάτων, ἡδονὴ ναρκισσικῆς ἠθικότητας, εἰσπρακτικὴ βουλιμία ἔξωθεν κύρους.
Ἡ σάρκα σίγουρος μειοδότης, ἂν συγκριθεῖ μὲ τὴν ἀκόρεστη ἀπαίτηση τοῦ ὑπερεγώ. Πεζούρα
ἡ σάρκα, κι ἡ «πίστη» καβάλα στὴν ἀφηνιασμένη δίψα τῆς σιγουριᾶς, μὲ τὴν «ἀρετὴ»
νὰ καλπάζει σὲ ἐκμαυλισμοὺς αὐτοερωτικῆς πνευματικότητας. Λυσσαλέα ἡ θρησκεπώνυμος
δίψα γιὰ τὸν ὀργασμὸ τῆς αὐτοεκτίμησης, τοῦ αὐτοθαυμασμοῦ.

Εὐθεία ματιά, δίχως προσχηματικὲς διόπτρες. Καὶ φωτίζει τὸ μέτρο τοῦ ἔρωτα. Μέτρο
αὐτοπαραίτησης καὶ αὐτοπροσφορᾶς. Εἴτε γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι ὁ ἔρωτας, εἴτε γιὰ διπλανὸ
ἄνθρωπο. Μὲ τὴν ἴδια ἀγαπητικὴ ἔκ-σταση τὴν «ἐγκαταμεμιγμένη» στὶς δυνατότητες τῆς
φύσης μας.

Ὁ ὄντως ἐρῶν -λέει ἡ εὐθεία ματιὰ- ἀεὶ τοῦ φιλουμένου φαντάζεται τὸ πρόσωπον,
καὶ τοῦτο ἔνδον ἐνηδόνως περιπτύσσεται. Ὁ τοιοῦτος οὐκέτι οὐδὲ καθ᾿ ὕπνους ἠρεμεῖν
τοῦ πόθου δύναται, ἀλλὰ κἀκεῖ τῷ ποθουμένῳ προσαδολεσχεῖ. Οὕτως ἐπὶ σωμάτων, οὕτως
ἐπὶ ἀσωμάτων πέφυκε γίγνεσθαι.
Καὶ συνεχίζει ἡ διαυγέστατη ρήση: Μακάριος
ὅστις τοιοῦτον πρὸς Θεὸν ἐκτήσατο ἔρωτα, οἷον μανικὸς ἐραστὴς πρὸς τὴν ἑαυτοῦ ἐρωμένην
κέκτηται.

Μέτρο τοῦ ἔρωτα γιὰ τὸν Θεό, ὁ μανικὸς πόθος γιὰ πρόσωπο ἀνθρώπου. Μέτρο δυσπρόσιτου
κατορθώματος, γι᾿ αὐτὸ καὶ μακαρίζεται ὅποιος τὸ φτάσει. Ἀλλὰ τὸ μέτρο «πέφυκε»,
εἶναι ἀπὸ τὴ φύση δεδομένο. Δὲν ἀγαπᾶμε μὲ ἄλλη φύση τὸν Θεὸ καὶ μὲ ἄλλη τὸν ἐρώμενο
ἄνθρωπο. Ἴδιος ὁ ἔρωτας «ἐπὶ σωμάτων καὶ ἀσωμάτων». Ἂν τὸ λεόπαρδο δὲν ἐλλοχεύει
μόνο στὴ λόχμη τοῦ κορμιοῦ, εἶναι γιατὶ τὸ πολυτίμητο θήραμα ὑπάρχει ἀμφιγενὲς στὴ
δίκοπη φύση: ἡ ἐκ-στατικὴ δυνατότητα τοῦ πόθου.

Μέτρο τοῦ ἀνθρώπινου ἔρωτα γιὰ τὸν Θεό, οὔτε τὸ ἄυλο καὶ νοητό, οὔτε ἡ κωδικὴ
«καθαρότητα». Μέτρο μόνο ὁ πόθος. Ἀλλὰ πόθος προσώπου, πόθος τοῦ Ἄλλου, πόθος
ἐκτὸς
τοῦ ἐγώ. Ποὺ μεταθέτει τὴν ὕπαρξη στὴν ποθούμενη σχέση. Μεταποιεῖ τὴν
ὕπαρξη σὲ σχέση.

Μακάριος ὁ μανικὸς ἐραστής, μακαριστὴ ἡ ἀβυσσοτόκος μανία. Μόνο στὸν ἐπαναβασμὸ
τῶν ἀβύσσων γεννιέται χαμόγελο. Κι αὐτὸ τὸ χαμόγελο ποὺ δὲν πατάει πουθενά, εἶναι
ὁ ἔρωτας. Δὲν ἔχει ἄλλη μήτρα ἡ γεύση τῆς ζωῆς. Στὸν ἴλιγγο τοῦ χαώδους, τῆς ἄπληστης
ἐρωτικῆς δίψας, ἀκόμα καὶ τῆς ἀπρόσωπης, παραμονεύει ἀνθός: Μεταμόρφωση τῆς ἐπίπεδης
ἀπληστίας σὲ ἄπληστη τόξευση πρὸς ἀγλαέστατην Ἑτερότητα. Ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται
καὶ ἡ ἐπίκληση ἐπώνυμη. Τὸ βεβαιώνει ἡ ἄκρα διαύγεια τοῦ λόγου τῆς ἐρήμου:

Εἶδον, λέει, ἀκαθάρτους ψυχὰς περὶ ἔρωτας σωμάτων ἐμμανῶς διακειμένας·
καὶ δὴ αὗται σκῆψιν μετανοίας προσλαβόμεναι, ἐκ πείρας ἔρωτος τὸν αὐτὸν πρὸς Κύριον
μετενηνόχασιν ἔρωτα. Καὶ πάντα φόρον εὐθὺς ὑπερπηδήσασαι, ἀπλήστως εἰς ἀγάπην Θεοῦ
ἐνεκεντρίσθησαν. Διὰ τοῦτο ὁ Κύριος τῇ σώφρονι ἐκείνη πόρνῃ οὐ λέγει ὅτι ἐφοβήθη,
ἀλλ᾿ ὅτι ἠγάπησε πολύ· ναὶ ἠδυνήθη εὐχερῶς ἔρωτι ἔρωτα διακρούσασθαι.

Μὲ πείρα ἔρωτα σαρκικοῦ καὶ τυφλοῦ, ἔστρεψαν οἱ μαμάριοι τὸν ἴδιο αὐτὸν ἔρωτα
στὸ Πρόσωπο τοῦ Περιαυγοῦς Καλλιμόρφου. Ὁ ἴδιος ἀπρόσωπος πόθος, ὁ τρυγητὴς δαναΐδων
τέρψεων, μπολιάστηκε στὸν ἐναγκαλισμὸ τοῦ παράφορου Νυμφίου. Δίχως φόβο ποὺ τὸ κεντράδι
τοῦ ἐνοφθαλμισμοῦ ἀνασύρθηκε ἀπὸ ἄλλους ἀλίμενους ἐναγκαλισμούς.

Ἐκκύπτει ὁ ἔρωτας ὡσεὶ ὄρθρος καὶ ἐκπνέει κάθε φόβου νυκτιφανοῦς σκιά. Γι᾿ αὐτὸ
καὶ σημάδι τοῦ ἀληθινοῦ ἔρωτα ἡ διαφεγγὴς ἀφοβία. Ὁ ἔμπειρος τῆς μακαριστῆς ἀμοιβαιότητας
δὲν φοβᾶται, γιατὶ δὲν διεκδικεῖ. Τὰ ἔχει ὅλα, παραιτημένος ἀπὸ ὅλα. Πέπρακε
πάντα ὅσα εἶχε.
Πάντα. Ἀγόρασε τὸν καλὸν μαργαρίτην.

Στοὺς ἀντίποδες τοῦ πλούτου τῆς ἐρωτικῆς ἀκτησίας, τὸ ἀνέραστο κτητικὸ πάθος
θρησκευτικῆς δικαίωσης. Τίμημα τραγικὸ ἐρωτικῆς στέρησης στὸ βωμὸ τῆς ἀπληστίας
τοῦ θρησκευτικοῦ ἐγωτισμοῦ. Πάσχει τὴ στέρηση ὁ ψευδευλαβὴς ἀνέραστος, πάσχει τὸ
πάθος μανικῆς αὐτοκαταξίωσης. Γαντζώνεται ἀπελπισμένα στὸν νόμο, νὰ ἐξασφαλίσει
τὴν τεκμαρτὴ δικαίωση τῆς τραγικῆς του στέρησης. Κι ὁ νόμος μετασκευάζει τὴν ἔλλειψη
σὲ περίσσεια μένους ἐπιθετικοῦ. Γίνεται ἀνάλγητος ὁ ἀνέραστος, σκληρὸς ἐπιτιμητὴς
κάθε ἀδυναμίας, κάθε ἀνθρώπινης ἀποτυχίας. Ἀμείλικτος γιὰ ὅσους δὲν συμπάσχουν μαζί
του τὴν ἀνικανοποίητη στέρηση.

Κάθε «δόγμα» καὶ «ὁμολογία» γεννάει τὸν δικό της τύπο «ἀφιερωμένου» στὸν Θεὸ
ἀνθρώπου. Ποὺ εἶναι συχνά, σὲ κάθε γεωγραφικὸ μῆκος καὶ πλάτος, ὁμοιόμορφα φοβισμένος
ἄνθρωπος. Φοβᾶται πανικόβλητος τὴν εὔθραυστη κοινὴ ἀναγνώριση τῆς «ἀφιέρωσής» του:
Νὰ μὴν σπιλωθεῖ ἡ φήμη του, νὰ μὴν ἀμφισβητηθεῖ τὸ καλό του ὄνομα, ἡ πνευματικότητὰ
του, ἡ συνέπειά του στὴ στέρηση. Εἶναι ἐρωτευμένος μὲ τὴν «ἀφιέρωσή» του, τὴν εἰδωλοποιημένη
ἐγωτική του ἁγνότητα, ὄχι μὲ τὸν Θεό.

Ὅταν ἡ «ἁγνεία» γίνεται «πικρία», σκοτεινιάζει ἡ ζωὴ στὰ σωθικὰ τοῦ ἀνθρώπου.
Τὸ σκότος δριμύ, ἀλλὰ στὸν ἴδιον ἀδιόρατο. Δὲν ἀντέχει ἄλλο τὴ στέρηση, τὸ ἐρωτικὸ
ἀνικανοποίητο, ὅμως δὲν βλέπει, δὲν τολμάει νὰ δεῖ πὼς δὲν ἀντέχει. Ἡ κατάρρευση
τῆς ἀντοχῆς του, ὁ σκοτεινὸς θρυμματισμὸς τοῦ μέσα του κόσμου, τινάζει πρὸς τὰ ἔξω
μιὰ τυφλὴ φανατισμένη βεβαιότητα ἀντικείμενης κατάρρευσης: Ἡ κοινωνία ἢ καὶ ὁ κόσμος
καταρρέει.

Ἡ ἐρωτικὴ στέρηση γεννάει πάντα τοὺς χολερικοὺς εἰσαγγελεῖς ἢ τοὺς στυφοὺς προφῆτες.
Οἱ πρῶτοι κατακεραυνώνουν τὴν «κοινωνικὴ σήψη», τὴ «διάλυση τῆς οἰκογένειας», τὴν
«ἐξαθλίωση τῶν ἠθῶν». Οἱ δεύτεροι βλέπουν νὰ ἐπέρχεται τὸ τέλος τοῦ κόσμου, ἡ καθολικὴ
καταστροφή, ἡ ἐγγύτητα τῶν ἐσχάτων. Μεταφέρουν στὸ σφιγμὸ τοῦ κόσμου τὴν ἀντίστροφη
μέτρηση τῆς δικῆς τους ἀντοχῆς. Κι ἡ ἀντοχὴ στενεύει, πρέπει ἡ τραγωδία νὰ τελειώνει,
μαζί της κι ὁ κόσμος ὁλόκληρος ἀσυνείδητα ταυτισμένος μὲ τὸ ἐγώ τους.

Πῶς νὰ ξεχωρίσεις τὸν πραγματικὸ Θεὸ ἀπὸ τὸ φάντασμα τὸ σαρκωμένο στὴ ριγηλὴ
ἀνασφάλεια. Κωδικὸ φάντασμα καὶ σωφιλιάζεται στοὺς λαβυρίνθους τοῦ νόμου, μετράει
τὶς ἄγονες στερήσεις μας μὲ τὸν τυφλὸ μίτο μιᾶς μελλοντικῆς ἀνταπόδοσης. Ὅσο κι
ἂν τὸν θέλουμε ἐγγυητὴ τῆς ἐγωτικῆς μας ἐξασφάλισης, ἀφοῦ μόνο μετράει εἶναι ἀπὸ
μόνος του μιὰ ἀπειλή. Τρόμος ἐλέγχου, ἔλεγχος τρόμου, σκοτεινιὰ καὶ ἐφιάλτης στὸν
λειψό μας βίο.

Πρώτη ρωγμὴ δυνατότητας γιὰ τὴν ψηλάφηση τοῦ πραγματικοῦ: ἡ παραίτηση ἀπὸ κάθε
ἀτομικὴ προσδοκία καὶ ἀπαίτηση. «Ἂς μὲ κολάσει ἑκατό, χίλιες φορές, ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχει»!
Τὸ πραγματικὸ συλλαβίζεται μόνο μὲ τὴ γλώσσα τοῦ ἔρωτα. Ξεντύνεσαι τὴν πανοπλία
τοῦ νοήματος καὶ βουτᾶς μηδενισμένος στὸ κενό, στὸ τίποτα. Τότε ἡ ἐλευθερία τῆς
ἄγνοιας ἀποδείχνεται «ὑπερτέρα πάσης γνώσεως». Ὑπέρτερο δὲν εἶναι τὸ κενό, εἶναι
τὸ ἅλμα. Γιὰ κάθε τίμιο βουτηχτὴ παραμονεύει πάντα ἡ ἀποκαλυπτικὴ κατάποση τοῦ κήτους.
Ἐκεῖ, εἰς βάθη καρδίας θαλασσῶν, στὴν ἄβυσσο τῆς κοιλίας τοῦ κήτους, ὁ Θεὸς
εἶναι ἐπώνυμος Νυμφίος. Ἡ ἀλήθεια του εἶναι τὸ ὅλον τοῦ ἔρωτος.

Ὁ ἔρως αὐτός ἐστιν ἡ ἀγάπη, γέγραπται δὲ ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί. Ποιό τὸ
ἐστὶ καὶ ποιό τὸ νοεῖται ξεχωρίζει μὲ τὴν αἴσθηση, ὅπως ἡ φλόγα ἀπὸ
τὴν ἀνταύγεια. Ἄμεση πείρα θερμότητας, ψηλαφητῆς ζεστασιᾶς. Καὶ τότε ἡ γλώσσα ρέει
τὴν ἀποκάλυψη : Αὐτὸς ὁ πάντων αἴτιος…δι᾿ ὑπερβολὴν τῆς ἐρωτικῆς ἀγαθότητος
ἔξω ἑαυτοῦ γίνεται… καὶ οἷον ἀγαπήσει καὶ ἔρωτι θέλγεται. Καὶ ἐκ τοῦ ὑπὲρ πάντα
καὶ πάντων ἐξῃρημένου πρὸς τὸ ἐν πᾶσι κατάγεται κατ᾿ ἐκστατικὴν ὑπερούσιον δύναμιν
ἀνεκφοίτητον ἑαυτοῦ.

Ἂν ὁ Θεὸς καὶ γνωρίζεται καὶ εἶναι μὲ τὸν τρόπο τοῦ ἔρωτα, τότε
μόνο μὲ τὸ κλειδὶ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἀποκρυπτογραφοῦμε τὴν ἀλήθεια τοῦ τροπικὰ
ἀπείρου. Ὅμως ὁ τρόπος τοῦ ἔρωτα εἶναι ἡ πιὸ δύσβατη στὴν ἀναρρίχηση κορυφή.
Σὲ κάθε βῆμα λοχμώδεις ἀνάγκες σωματικῆς ἡδονῆς, χρήσης τοῦ ἄλλου, ὑπόγειοι μυκηθμοὶ
τυφλῆς ἐπιθυμίας. Διαθλᾶται τὸ πραγματικὸ σὲ πλανερὲς ἀνταύγειες, χάνεται ὁ βηματισμὸς
στὴ σύγχυση τοῦ τρόπου τῆς φύσης μὲ τὸν τρόπο τοῦ ἔρωτα.

Λέμε ἄσκηση, στὴ γλώσσα τῆς ζωτικῆς ἀποκάλυψης, ὄχι τὴν ἀτομοκεντρικὴ
γυμναστικὴ χαλιναγώγησης τῆς ὁρμῆς, ἀλλὰ τὸν καθημερινὸ βηματισμὸ στὴν αὐτοπαραίτηση
καὶ αὐτοπροσφορά. Ὄχι νὰ ἀναιρεθεῖ ἡ φύση, ἀλλὰ νὰ μεταλλάξει ὁ τρόπος ποὺ ὑπάρχει
ἡ φύση. Κι ἡ μεταλλαγὴ δὲν καλύπτεται μὲ μόνη τὴ σκιώδη ὁριοθέτηση τῆς ἐπιθυμίας
ἀπὸ τὴ νομιμότητα.

Παράδειγμα, ὁ χειρισμὸς τῆς μοιχείας στὰ εὖ-αγγέλια: Δὲν ἐνδιαφέρει ἡ
νομικὴ παράβαση, ἡ προσβολὴ τοῦ φυσικοῦ θεσμοῦ τοῦ γάμου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀποδοκιμάζεται
ὄχι τὸ συντελεσμένο στὴν κωδικὴ προσδιοριστία του γεγονός, ἀλλὰ τὸ πρῶτο φυτράδι
ποὺ ξεπετάγεται στὸ αὐλάκι τῆς ἐπιθυμίας, τὸ σπέρμα τῆς ἰδιοποίησης: Ἐγὼ λέγω
ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα εἰς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτῆς, ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ
καρδίᾳ αὐτοῦ
(Ματθ, 5,28). Καὶ στὴν εὐκολία τῆς διάζευξης ποὺ εἶχε παραχωρήσει
τῶν Ἑβραίων ὁ νόμος, δὲν ἀντιτάσσεται μιὰ ἄλλη, ἀπαγορευτικὴ τώρα ἀπόφαση, ἀλλὰ
ἡ ὑποτύπωση τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς στὴ βίβλο τῆς Γένεσης: Ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα
μίαν
(2,24). Αὐτὴ τὴ μία σάρκα συνέζευξεν ὁ Θεός, αὐτὸς ἔσπειρε στὴ φύση τὴν
εἰκόνα τῆς ὄντως κοινωνίας τῶν ὑποστάσεων.


15. ΙΜΙΤΑΤΙΟΝ

Ὅλη καλὴ εἶ πλησίον μου

καὶ μῶμος οὐκ ἔστιν ἐν σοί.

ΟΛΗ ΚΑΛΗ ἡ ὁμόζυγος φύση, πλησίον ὡς ἔγγιστα τῆς ζωῆς. Ἐμὴ καὶ οὐκ ἐμή, ἐγγύτατη
καὶ ἀπώτατη ἀμεσότητα. Καὶ πάντοτε ἀνυπότακτη στὴν παγίωση τῆς περιγραπτῆς σταθερᾶς.
Σημεῖο τοῦ γιγνομένου ἡ φύση, λέξη συναγωγὸς τοῦ τρόπου. Ὁ τρόπος λόγος τοῦ κάλλους,
κλήση δριμεία τοῦ πόθου τῆς σχέσης. Ἡ κλήση ἁπτή, ἡ σχέση ἀναφής. Ἁπτὴ ἀπόσταση
καὶ ἀναφὴς ἐγγύτητα, ὅπως στὴ σμαραγδένια διαύγεια τῆς ὄχθης καὶ στὸ βαθυκύανο ἀχανὲς
τοῦ ἀπωτάτου. Ἀμεσότητα ἄψαυστη ὅσο ἡ γοητεία τοῦ χαμόγελου.

Κορμὶ τῆς γῆς, θάμβος τοῦ λόγου τῆς φύσης, κι ἡ κλήση τοῦ συμπαντικοῦ θάμβους
ἁπτὴ στὴν ἀνθρώπινη σάρκα. Χλοερὴ καμπυλότητα λόφων, ροδοπέταλη ἁπαλότητα κυμματισμῶν
τῆς σάρκας. Ρυθμοὶ αἰγιαλῶν, κοντυλογραμμένοι ὁρμίσκοι, ζωντανὴ ἀνατριχίλα στὸ φλούδι
ὥριμου καρποῦ. Ρέουν τὰ δάχτυλα στὸ βηματισμὸ τῆς κορασίδας, φλοῖσβος τοῦ διάφανου
νεροῦ ποὺ τροχάζει στὴν ἄμμο. Οἱ κνῆμες, τορνευτὲς στὸ ἀλάβαστρο, ἀνεβαίνουν ἀτέλειωτα
νὰ χυθοῦν στὴν κρουστὴ σάρκα τῶν κρίνων. Δίδυμα δορκάδας τὰ στήθη της, ὅλη ἡ τρυφεράδα
τῶν ἀνθῶν ἐκεῖ νὰ ἀσπαίρει, κι ὁ ὕπερος τῶν θηλῶν της κερνάει τὴ μέθη. Ὁ τράχηλος
μίσχος στητός, τὰ μαλλιά της κοπάδι ρίφια ποὺ ροβολᾶνε τὶς πλαγιές. Τὸ χαμόγελο
φῶς τῆς πρώτης αὐγῆς, τὰ μάτια οὐρανὸς ἀνοιξιάτικος στὴ διαφάνεια τῆς λίμνης.

Μέθη τῆς ἄνοιξης ποὺ παλαβώνει τὰ ζούδια στοὺς κάλυκες τῶν λουλουδιῶν. Ριπὲς
βοριᾶ, πνοὲς νοτιὰ στοὺς μεθυσμένους κλώνους τοῦ κορμιοῦ, ἀναβουίζει τὸ τραγούδι
τῆς θάλασσας στὴν ἥβη τῶν ἐσώτατων κρίνων. Φύση στὸ τάνυσμα τοῦ πόθου.

Ἡ φύση τοῦ κόσμου ἦταν πιὰ συντελεσμένο μελώδημα, συμπαντικὸ ἀπαύγασμα τῆς συνεκτικῆς
φορᾶς τοῦ πόθου, τῆς κλήσης στὴν ἐρωτικὴ ἀμεσότητα. Κι ὁ τρόπος τῆς φύσης ἔνσαρκος
λόγος στὴ διάκριση τῶν ἀνθρώπων σὲ ἄρρεν καὶ θῆλυ. Τότε εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα,
ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν
(Γεν. 1,31).

Πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι καλὴ λίαν ἡ φύση, ὅταν περικλείνει τὸ ἐνδεχόμενο τοῦ
θανάτου; Μὰ εἶναι ἴδιο τὸ ἐρώτημα καὶ γιὰ τὸ φῶς: Περικλείνει ἄραγε τὸ ἐνδεχόμενο
τοῦ σκότους, ἢ τὸ σκοτάδι εἶναι μόνο ἄρνηση, ἑκούσια ἀποκρυβὴ ἀπὸ τὴ ζωτικὴ φωταγωγία;
Στὸν αὐλὸ τῆς φύσης δὲν μελωδεῖται αὐτοματικὰ ἡ ζωή, μπορεῖ νὰ θρηνωδεῖται καὶ ὁ
θάνατος. Εἶναι στὴν ἐλευθερία τοῦ αὐλητῆ ἡ χρήση καὶ ὁ τρόπος.

Ἡ φύση, μελώδημα ἐρωτικὸ τοῦ Πρωτομάστορα, ἦταν καὶ εἶναι θαυμαστὸ ἀπήχημα τῆς
ζωῆς. Κτιστὸ μελώδημα, ἱκανὸ νὰ ἀπηχήσει τὸν τρόπο τοῦ ἀκτίστου, τὴν ἀπερίσταλτη
ζωή. Ἀλλὰ καὶ ἱκανὸ νὰ ἀντιφωνήσει τὸν τρόπο τοῦ θανάτου, τὴν περατὴ αὐτάρκεια τοῦ
κτιστοῦ.

Ἐγὼ εἶπα· θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες· ὑμεῖς δὲ ὡς ἄνθρωποι ἀποθνήσκετε
(Ψαλμ. 81,6). Ναί, αὐτὸ ποὺ εἴμαστε τὸ ἀγνοοῦμε, ξέρουμε μόνο τὸ γίγνεσθαι τῆς φυσικῆς
μας φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Ἁπτὸ καὶ σίγουρο μόνο αὐτὸ ποὺ ἀπωθοῦμε, ἀπρόσιτο καὶ
ἄπιαστο αὐτὸ ποὺ ποθοῦμε. Ἡ ἀθανασία φαντασιῶδες ἰδεολόγημα, ἢ ἐπιθυμία μόνο καὶ
ἄσαρκη ἐλπίδα. Ἀλλὰ πόσο ξέρουμε πραγματικὰ τὰ ὅρια τῆς φύσης καὶ τῆς χάρης, τὸν
διασκελισμὸ τῆς ζωῆς πέρα ἀπὸ τὸ γίγνεσθαι τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου;

Ἂν ἡ ὑποταγὴ τῆς φύσης στὴ θνητότητα εἶναι δυνατότητα κι ὄχι ἀναγκαιότητα, ἂν
εἶναι πρόκριμα τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, τότε ἡ ἐλευθεοία εἶναι ἔκπληξη πιὸ θαυμαστὴ
κι ἀπὸ τὴ φύση. Μὲ τὴ φύση χαρίζεται στὸν ἄνθρωπο ἡ ὕπαρξη, μὲ τὴν ἐλευθερία ἡ δυνατότητα
νὰ τὴν ἀρνηθεῖ. Νὰ πεῖ ὄχι στὸ δῶρο καὶ στὸν Δωρητή. Ἂν ἔτσι συμβαίνει πραγματικά,
τότε ἡ ἐλευθερία σαρκώνει τὸν ἀπόλυτο σεβασμὸ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ πλάσμα του. Ἕναν ἰλιγγιώδη
γιὰ τὴ σκέψη σεβασμό. Μέτρο συγκλονιστικὸ μιᾶς ἀγάπης ποὺ μόνο ὑποτάσσεται στὸν
ἀγαπώμενο, χωρὶς ποτὲ νὰ τὸν ὑποτάσσει.

Ἴλιγγος γιὰ τὴ σκέψη ἡ φύση ὑποκείμενη στὴν ἐλευθερία, ἡ ἐλευθερία μέτρο ἄμετρου
σεβασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Πόσο πραγματικὸς εἶναι αὐτὸς ὁ παρήγορος ἴλιγγος; Ὅσο καὶ
ἡ γεωμετρία τοῦ καμπύλου χώρου σὲ σχέση μὲ τὴν ἐμπειρικὰ ψηλαφητὴ εὐκλείδεια. Ἐμπειρικὴ
ἄγνοια ἴσως πιὸ ἀποκαλυπτικὴ κι ἀπὸ τὴν αἰσθητὴ ἀμεσότητα.

Ξέρουμε τὴν εὐκλείδεια φύση μας θνητή, τὴν ξέρουμε αὐτονομημένη ἀπὸ τὴν ὅποια
θέληση καὶ ἐλευθερία μας. Ὁρμὴ τῆς αὐτοσυντήρησης, τῆς διαιώνισης, τῆς κυριαρχίας:
τρίγωνο βλάστημα τῆς φύσης ἀνεξέλεγκτο, καὶ τὸ ἄθροισμα τῶν γωνιῶν του πάντοτε θάνατος.
Ὃ γὰρ κατεργάζομαι οὐ γινώσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ᾿ ὃ μισῶ τοῦτο
ποιῶ… Οἶδα γὰρ ὅτι οὐκ οἰκεῖ ἐν ἐμοί, τοῦτ᾿ ἔστιν ἐν τῇ σαρκί μου, ἀγαθόν… Βλέπω
δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά
με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου
(Ρωμ. 7,15-25).

Ὁ νοῦς -τὸ βαθύτερο ἐγὼ ἢ ἡ ψυχή μας- νομὴ ἐλευθερίας, γεννήτωρ ἀπύθμενος τοῦ
τροπικὰ ἀπολύτου. Καὶ κάθε πτυχὴ τοῦ κορμιοῦ μας ἔρεισμα προκαθορισμένης ἀνταρσίας,
ἀπαίτηση ἀδυσώπητη αἰχμαλωσίας στὴν ἀνάγκη. Ἀνειρήνευτη σχιζοείδεια, ἀσυμβίβαστη
διεκδίκηση τοῦ ὅλου κάθε φορὰ ἀπὸ τὸν μισὸ ἑαυτό μας.

Ὡραῖος εἰς βρῶσιν καὶ ἀρεστὸς τοῖς ὀφθαλμοῖς ὁ νυμφαγωγὸς τῆς ἐπιθυμίας
καρπός. Ζωτικὴ κλήση ἑνωτικῆς σχέσης, συν-ουσίας μὲ τὴ σάρκα τῶν ἀνθῶν, τοὺς χυμοὺς
γλαυκῆς ὀπώρας, τὸ χλωρὸν δέμας ἐρωμένης νεότητας. Ἡ μισή μου ἀλήθεια. Κι ἡ ἄλλη
μισή, ἄτεγκτη ἀνταρσία τῆς ἐπιθυμίας ἐπενδυμένη στὴν κτητικὴ ἀπαίτηση, στὴν ἄρνηση
τῆς σχέσης.

Πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν, καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον μετὰ εὐχαριστίας λαμβανόμενον
(1 Τιμοθ. 4,4). Θετικὴ ἀπόκριση στὴν κλήση τοῦ κάλλους ἡ εὐχαριστία, ὁρίζει
τὸ καλό, τὴν εὐστοχία τῆς κλήσης. Εὐγνώμονη πρόσληψη τοῦ δώρου, ἔμπρακτη σχέση μὲ
τὸν δωρητή, καὶ κάθε, μὰ κάθε αἴτιο τῆς σχέσης καλόν. Κάλλος τῆς ζωῆς ἡ σχέση,
μέτρο καὶ μήτρα τοῦ κάλλους ἡ εὐχαριστία.

Τὸ καινοφανὲς ποὺ κομίζει ἡ χριστιανικὴ ἀποκάλυψη: Νὰ μεταποιεῖται σὲ προσωπικὴ
σχέση ἀκόμα κι ἡ φυσικὴ ἄρνηση τῆς σχέσης. Ἔρωτος ἄθλημα. Προσαγωγὴ τοῦ θανάτου
στὴν κλήση τῆς ζωῆς, ἀλλὰ ἐρωτικὴ προσαγωγή. Ὃ ἔχω, τοῦτό σοι δίδωμι. Ἔχω
μόνο θάνατο, τὸ μόνο ποὺ ὑπαρκτικὰ κατέχω. Αὐτὸ καὶ προσφέρω μετὰ εὐχαριστίας.
Ἡ εὐχαριστία εἶναι γιὰ τὴν κλήση καὶ γιατὶ ὑπάρχει ὁ καλῶν. Γι᾿ αὐτὸ ποὺ εἶναι καὶ
μόνο. Ἐρώμενος καὶ ἐραστὴς τοῦ θνητοῦ ἐρωτικοῦ μου ἐνεργήματος. Ἡ κλήση του ἀθανατίζει
τὴν προσωπική μου ἀνταπόκριση. Ὅσο καλεῖ ὁ Ἐραστής, ὑπάρχει ὁ ἐρώμενος ὡς ἀμοιβαίως
ἐρῶν. Ὅσο – σὲ ἄμετρο παρόν. Μόνον αὐγὴ παρουσίας ὁ ἀνιστῶν τοὺς νεκρούς.
Μόνο γέννα ἀνάστασης ὁ ἔρωτας.

Ἡ φύση ἀπαιτεῖ σωτηρία, ὁ ἔρωτας ἐπενδύει στὴν ἀμοιβαιότητα. Νὰ ὑπάρχει ὁ Ἐραστής,
ἡ ζωοποιὸς νεύση τοῦ κάλλους. Ἡ ἀπαίτηση τῆς φύσης ἀρνεῖται τὴ σχέση, ὁ ἔρωτας μεταποιεῖ
καὶ τὴ φυσικὴ ἄρνηση σὲ προσωπικὴ αὐτοπροσφορά. Δέχεται μετὰ ἡδονῆς τὴν ταπείνωσιν
τῆς φύσεώς του.
Ἡδονικὴ ἐγκατάλειψη στὴν ἀμετρία τῆς ἀμοιβαιότητας.

Κλήση τοῦ κάλλους, ἀλφαβητάρι τῆς ζωῆς στὸν συλλαβισμὸ τῆς εὐχαριστίας. Δὲν εἶναι
φάντασμα ἡ κλήση, σπέρνεται στὴ σάρκα τῆς φύσης τὴν ἀβυσσοτόκο τοῦ πόθου. Πόθος
ἀθανασίας καὶ σμίγει τὴν κλήση τῆς ἀμοιβαιότητας, νὰ γεννηθεῖ ὁ ἔρωτας. Τότε καὶ
μόνο μετατίθεται ἡ ζωὴ ἀπὸ τὴ φύση στὴ σχέση.


16. INTERLUDΕ

Ἐξέλθατε καὶ ἴδετε

ἐν τῷ βασιλεῖ Σαλωμών,

ἐν τῷ στεφάνῳ

ᾧ ἐστεφάνωσεν αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ

ἐν ἡμέρᾳ νυμφεύσεως αὐτοῦ,

ἐν ἡμέρᾳ εὐφροσύνης καρδίας αὐτοῦ.

ΕΞΕΛΘΑΤΕ καὶ ἴδετε: Πρώτη ἡ ἔξοδος, προϋπόθεση τῆς θέας. Δίχως νὰ δρασκελίσεις
τὸ κατώφλι τοῦ οἰκείου καὶ ἀσφαλοῦς, δίχως ἀπόσταση ἀπὸ τὴν ἔνδον αὐτάρκεια, τὸ
ὁρώμενο διαθλᾶται σὲ φαντασιώδη ἀπεικάσματα. Ἡ βασιλεία καὶ ὁ στέφανος, ἡ ἡμέρα
κι ἡ μητέρα, ἡ εὐφροσύνη καὶ ὁ νυμφώνας, μένουν ἰδεατὰ περιγράμματα τοῦ αἰσθήματος,
ἂν λείψει ἡ τόλμη τῆς ἐξόδου στὴ σχέση μὲ τὸ πραγματικό.

Ὀντολογία, λέμε τὸν λόγο ἢ τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ πραγματικό, τὸ βῆμα ἐξόδου στὴ διακινδύνευση
τῆς σχέσης. Ψυχολογία, λέμε τὴν ἐγκύστωση στὴν ἐνδογενὴ αὐτάρκεια τοῦ ψυχικοῦ βιώματος.
Ἔτσι νιώθω, ἔτσι αἰσθάνομαι, καὶ μοῦ ἀρκεῖ. Τὸ ὑποκειμενικὸ βίωμα ἐξαντλεῖ τὴ θέα,
ἐντοπίζει τὸ ἐπιστητὸ στὰ ὅρια τοῦ αἰσθήματος. Ἔτσι νιώθω ἐγὼ τὸν Θεό, ἔτσι αἰσθάνομαι
τὸν ἔρωτα, τὴν ἐλευθερία. Ἀντιπαρέρχομαι τὸν λόγο ἢ τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ πραγματικό,
ἰδιωτεύω στὴν αἰσθηματικὴ αὐτάρκεια.

Πολιτισμὸς ποὺ ξορκίζει τὴν ἀτολμία ὀνομάζοντας «ἐπιστήμη» τοῦ πραγματικοῦ τὴν
κωδικὴ μεθοδικότητα περιγραφῆς τῶν φαινομένων. Ἔγκαιρα παραιτημένος ἀπὸ τὸ ὀντολογικὸ
ἐρώτημα, δίχως τὴν τόλμη τῆς ἐξόδου στὴ σχέση, ὑποκαθιστᾶ τὴν ὀντολογία μὲ τὴν ψυχολογία.
Ὁ σημερινὸς πολιτισμός, ὁ δικός μας τρόπος τοῦ βίου.

Ξόβεργα τοῦ αἰσθήματος, καὶ θηρεύει προτιμήσεις, τὶς παγιδεύει στὴν ἀκινησία
τῶν «πεποιθήσεων». Φτεροκοπάει ἀνώφελα ἡ λογικὴ τῶν προτιμήσεων, δίχως νὰ κοινωνεῖ
τὴν τεκμηρίωση τῶν ἐπιλογῶν της. Αἰσθηματικὴ βουλιμία καταναλωτικῆς «πληροφόρησης»,
εὐωχίας ἐντυπώσεων. Οἱ ἐντυπώσεις χτίζουν ἀπόψεις, οἱ προτιμήσεις πίστη. Πάντα παγιδευμένες
στὸ αἴσθημα.

Ἰδεολογικὲς στρατεύσεις, πολιτικὲς ἐπιλογές, θρησκευτικὲς πεποιθήσεις, δόγματα
ἠθικῆς, κανόνες εὐσέβειας, λατρευτικὲς τυποποιΐες. Γεννήματα ἐνδοσκοπικῆς αὐτάρκειας,
θεριεύουν στὴν ἀνυποψίαστη παράκαμψη τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ πραγματικοῦ, στὴν ἀποφυγὴ
τοῦ ἀθλήματος ἐξόδου στὴν ἐνηλικίωση, στὶς εὐθύνες τῆς σχέσης. Ἡ βασιλεία καὶ ὁ
στέφανος, ἡ εὐφροσύνη κι ὁ νυμφώνας, σηματοδοτοῦσαν κάποτε τὴν ἔξοδο στὴν κατεξοχὴν
σχέση τὴ γαμήλια ἕνωση. Ἡ ἀρχέτυπη εἰκόνα τοῦ γάμου πάντοτε εἰκόνα χαρᾶς, εὐφρόσυνης
γιορτῆς. Χαρὰ καὶ γιορτὴ τοῦ ἀπόπλου γιὰ τὴ σπουδὴ τοῦ πραγματικοῦ, τὴν κοινωνικὴ
περιπέτεια: Ἀπογαλακτισμὸς ἀπὸ τὴ γονικὴ προστασία, ἐγχείρημα συζυγίας, προσδοκία
ἀνθοφορίας τοῦ πόθου, εὐθύνες βιοπορισμοῦ, ἀναμονὴ τῆς ἔκπληξης νὰ ροδαμίζουν παιδιὰ
ἀπὸ τὴ σάρκα τοῦ ἔρωτα. Ἡ ἀρχέτυπη εἰκόνα τοῦ γάμου, πάντοτε ἐπένδυση τῆς χαρᾶς
στὴν ἐλπίδα.

Αἰῶνες πολλοὺς ἡ γαμήλια ἔξοδος στὸν κοινωνικὸ στίβο ἦταν ἁφὴ τριβῆς στὴν τραχειὰ
ἀμεσότητα τῆς βιοτῆς, δίχως πολλὰ περιθώρια μετεωρισμοῦ στὸ λίκνισμα τῶν αἰσθημάτων.
Ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἐπιβίωση σκληρός, ὁ μόχθος ἀντιπάλευε τὴ στέρηση, ἡ πρακτικὴ τὴν
ἀνάγκη. Ἡ ἀντίσταση τῆς φύσης στὴ χρήση ἔκανε τὴ σχέση ἄθλημα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴν
κοινωνία τῶν σχέσεων πραγματική. Ἡ προίκα τῆς γυναίκας, τὸ ἐπάγγελμα ἢ τὰ χτήματα
τοῦ ἄντρα, τὰ πολλὰ παιδιὰ ποὺ ἀνακουφίζουν τὸ τάνυσμα τῆς βιοπάλης: χειροπιαστὰ
δεδομένα τῆς ἀνάγκης, πέρα ἀπὸ αἰσθηματικὲς ἐπιλογές. Τὸ ἴδιο κι οἱ ἐπενδύσεις τῆς
χαρᾶς ἁπτές: Τὸ νοικοκυριὸ στημένο στὸ ρυθμὸ τῆς σταθερῆς σιγουριᾶς, ἡ φαμίλια διευρυμένη
στὴν ἀγκαλιὰ τῆς συγγένειας, ἡ κοινωνικὴ ἀναγνώριση τῶν χαρισμάτων καὶ τῆς ἀρετῆς,
ἡ εὐωχία τοῦ κορμιοῦ νὰ σπέρνει τὴ ζωὴ καὶ νὰ τὴν βλέπεις νὰ βλασταίνει ὁλόγυρά
σου.

Στὸν πολιτισμὸ τῆς ἀτολμίας πλήθυναν οἱ ἐξασφαλίσεις. Παραδομένες οἱ ἀντιστάσεις
τῆς φύσης στὴν εὐκολία τῆς τεχνικῆς, λιγοστὸς ὁ μόχθος τοῦ κορμιοῦ ἢ ἀνύπαρκτος.
Ὁ βιοπορισμὸς εὔκοπος, προσιτὸς καὶ στὴ μοναχικὴ γυναίκα, συχνὰ θωρακισμένος στὸ
νωχελικὸ ὡράριο. Φυραίνει ὁλοένα ἡ ἀνασφάλεια, πληθαίνουν οἱ συλλογικὲς κατοχυρώσεις,
οἱ δεσμοὶ τῆς συγγένειας ὅλο καὶ πιὸ περιττοί. Ἀκόμα καὶ τὸ ἐπάγγελμα δὲν ἐπαγγέλλεται
παρὰ τὴν ἰδιωτικὴ συναλλαγή, δίχως εὐθύνες ἔνταξης σὲ κοινωνία σχέσεων: Ἰδιωτικὸ
ἐμπόρευμα μὲ ἀνταλλακτικὴ ἀξία ἡ ἐργασία, περιφέρει τὴν ἀπρόσωπη ὑπαγωγή της σὲ
μηχανισμοὺς παραγωγῆς. Τελικά, μετρᾶμε τὴν ἴδια τὴ ζωὴ μὲ δεῖχτες παραγωγῆς καὶ
κατανάλωσης. Ἡ ζωὴ στενεύει, κλείνεται στὴ μοναξιὰ τοῦ ἰδιώτη, στὴν ἀτομικὴ ἀκροβασία
ἀπολαβῶν καὶ κατανάλωσης. Τέχνη, θρησκεία, ἔρωτας, ἐλευθερία, ὅλα καταναλώσιμα ἐδώδιμα
ὑποκειμενικῶν προτιμήσεων. Κι οἱ προτιμήσεις παγιδευμένες πιὰ στὴ βουλιμία εὐεξίας
τοῦ αἰσθήματος.

Ἔτσι, ἡ ἀρχέτυπη εἰκόνα τῆς γαμήλιας γιορτῆς ὅλο καὶ διαθλᾶται παραμορφωτικὰ
στὰ ὑδαρὴ περιγράμματα τοῦ αἰσθήματος. Μιὰ ἰδιωτικὴ προτίμηση καὶ ὁ γάμος, χωρὶς
ἀπόπλου γιὰ τὴν κοινωνικὴ περιπέτεια, ποικίλλει ἁπλῶς τὴν περιέλιξη στὴν κεντρομόλο
εὐωχία τῆς ἀπαίτησης. Τὰ περιθώρια τῆς ἀνάγκης μετριασμένα, ἡ σχέση ἀνένταχτη σὲ
σῶμα κοινωνίας, τὸ πεδίο ἐλεύθερο γιὰ τὴν προτεραιότητα ἐπιλεκτικῶν μετεωρισμῶν.
Προτεραιότητα τῶν ἀπαιτήσεων κατανόησης, τρυφερότητας, ἀποδοχῆς, σεβασμοῦ τῆς εὐαισθησίας,
τῶν διακριτικῶν προτιμήσεων. Εἶναι οἱ καινούργιες ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἰδιωτεύει
στὴν αἰσθηματικὴ αὐτάρκεια, στὴν ἀτολμία τῆς σχέσης.

Κορύφωμα τῶν γαμήλιων προσδοκιῶν τοῦ αἰσθήματος, ἡ πληρότητα τοῦ σωματικοῦ ἔρωτα.
Νὰ ὑπερβαίνει ἀδιάκοπα ὁ ἔρωτας τὸ βολικὸ τέλμα τῆς συνήθειας, νὰ «προωθεῖ τὴν προσωπικότητα»
τοῦ ἀνθρώπου, νὰ τὴν μεταθέτει συνεχῶς σὲ ἐξελικτικὴ ὡρίμανση. Νὰ βεβαιώνει ἀδιάλειπτα
τὴν ἀμοιβαιότητα τῆς ἐπιθυμίας, τῆς τρυφερότητας, τὸν συντονισμὸ τῆς εὐαισθησίας.
Προδιαγεγραμμένα ὅρια τοῦ ἐπιθυμητοῦ, δίχως ὑποψία γιὰ τὴ χαρὰ τῆς ἐξόδου στὴν περιπέτεια
τῆς σχέσης, τῆς σπουδῆς τοῦ πραγματικοῦ.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν οἱ προσδοκίες τοῦ αἰσθήματος δὲν πληροῦνται, καταρρέει αὐτόματα
ἡ μετεωρικὴ ἀκροβασία.

Αὐτονόητη λύση ἡ διάλυση. Στὸν πολιτισμὸ τῆς αἰσθηματικῆς βουλιμίας τὸ διαζύγιο
εἶναι ἡ θεσμικὴ ἐξισορρόπηση τῆς γαμικῆς ἀκροβασίας. Καὶ ἐχέγγυο τοῦ προδιαγεγραμμένα
ἐπιθυμητοῦ, ἡ ἰδιωτικὴ ἑρμητικότητα τῶν ἐρωτικῶν δεσμῶν. Κοινωνικὰ ἀδέσμευτος ὁ
ἐρωτικὸς δεσμὸς καὶ κοινωνικὰ ἀνεκτός, πρὶν ἀπὸ τὸν γάμο ἢ ἔξω ἀπὸ τὸν γάμο, εἶναι
ἡ αὐτονόητη περιπέτεια τῆς ἐπιλεκτικῆς ἐπιθυμίας. Δρομολογημένη ἡ ἐπιλεκτικὴ ἐλευθερία
ἀποδεσμεύει τὴν ἐπιθυμία ἀπὸ κάθε πραγματικὴ ὁριοθέτηση ἀπὸ κάθε ἄθλημα σχέσης.

Σὲ κοινωνίες ποὺ ἡ πολιτισμικὴ μεταλλαγὴ δὲν πρόλαβε νὰ σαρώσει τὰ παραδοσιακὰ
ἀπηχήματα, πλῆθος ἀνθρώπων ζοῦν μὲ τραγικὴ ἀμηχανία τὸν ἔγγαμο βίο τους. Μεταθέτουν
στὴ θεσμικὴ ἀκινησία τὴν ἰδωτικὴ κατασφάλιση καὶ λαθραιοπραγοῦν τὴν ἐπιλεκτικὴ ἐλευθεριότητα.
Περιφέρουν τὸ ψυχολογικό τους ἀνικανοποίητο σὲ διακριτικὲς ἐξωσυζυγικὲς ἐκλιπαρήσεις,
περιάγουν τὸ προσωπεῖο τοῦ «θύματος» μήπως κερδίσουν ἐφήμερη κατανόηση καὶ τρυφερότητα.Ἢ
αὐτοαποκλείονται περίτρομοι ἀκόμα κι ἀπὸ τὴν ἀδέσμευτη περιαγωγή, μεταθέτοντας τὴν
ἀπωθημένη ἐπιθυμία στὴ λεκτικὴ ἐλευθεριότητα ἢ στὴν -ἔντυπη καὶ κινημοτογραφικὴ-
ὀφθαλμολαγνεία.

Θετικὸ γιὰ τὴ νοσταλγία τῆς τόλμης ἀποτέλεσμα: Ἡ βαθιὰ ἄροση κι ἀνάσκαψη, ποὺ
τὴ λέμε πολιτισμικὴ μεταλλαγή, γύμνωσε ὣς τὰ ἔγκατα τὴν ἀνεπάρκεια τόσο τῆς ἰδιωτικῆς
κατασφάλισης στὸν φυσικὸ θεσμό, ὅσο καὶ τῆς μετεωρικῆς ἀκροβασίας στὴν κόψη τοῦ
αἰσθήματος. Τρελὸ ἀνεμοσκόρπισμα ὁ θεσμός, πληθωρικὰ σαρίδια τὰ ράκη τῆς διάλυσης,
στατιστικὰ μετρημένα. Καὶ σάπια τὰ θέλγητρα τῶν ἐπιλεκτικῶν μετεωρισμῶν, τὰ ἴδια
τὰ αἰσθήματα καταπροδομένα. Δὲν στεριώνεται ζωὴ στὸ νῆμα τῆς ἰσόρροπης ἰδιοτέλειας,
ἔστω κι ἂν τὸ νῆμα καλλιγράφει μὲ νομικοὺς ἀφορισμοὺς τὸν θεσμό, ἢ ἂν προκαλεῖ στὸ
τάνυσμα τῆς αἰσθηματικῆς εὐωχίας.

Ὑπηρετικὴ τῆς φύσης ἡ θρησκεία, γαντζώνεται ἀπεγνωσμένα μήπως καὶ ναυαγοσωθεῖ
ἡ ἴδια ἀπὸ τὸν θεσμό. Ἐπιδαψιλεύει ἐπευλογίες στὴ νομικὴ «συγκλήρωσιν βίου παντός»,
παίζει μανιασμένα τὴν παρτίδα τῆς φύσης ἀπαιτώντας ὑποταγὴ στὴ διαιώνιση τοῦ εἴδους,
στὴ βιολογικὴ ἀναγκαιότητα τῆς ἀναπαραγωγῆς. Δὲν ἐνδιαφέρθηκε ποτέ, οὔτε ἐξέτασε
ἡ θρησκεία τὰ κίνητρα τῆς γαμικῆς ἕνωσης. Ἂν εἶναι ἔρωτας, ἂν εἶναι οἰκονομικὸ ἀλισβερίσι,
ἂν εἶναι ὑστεροβουλία ἀνόδου καὶ προβολῆς, φαρμακωμένη ὑποταγὴ στὴ γονικὴ αὐθαιρεσία.
Ὁ γάμος εὐλογεῖται στὰ τυφλά, μὲ καταργημένα τὰ μάτια μπροστὰ στὴ ζωή, μόνο μὲ τὴν
ψηλαφητὴ μεζούρα τῶν νομικῶν προϋποθέσεων. Πληθώρα κανόνων καὶ κωδικῶν διατάξεων
μηρυκάζουν σχολαστικὰ τὶς προϋποθέσεις.

Μέσα στοὺς αἰῶνες ἡ θρησκευτικὴ ἐπευλογία νομιμοποιεῖ καὶ δικαιώνει ἐξαναγκαστικὲς
συμβιώσεις, ταπεινωτικὲς ἐξαρτήσεις, οἰκονομικὲς ἀνταλλαγὲς καὶ ἐπιχειρηματικὲς
συμφωνίες, στυγνὲς ἀγοραπωλησίες ἀνθρώπινων ὑπάρξεων, ντυμένες τὴν ἐπίφαση τῆς γαμικῆς
ἕνωσης. Οἱ κανόνες τηροῦνται, τὸ νομικὸ πλαίσιο δὲν παραβιάζεται. Καὶ πίσω ἀπὸ τὴν
ἄψογη ἐπίφαση μορφάζει σπαραχτικὰ ἡ θηριωδία τῆς ἐκμετάλλευσης, τῶν ψυχρῶν βιασμῶν,
ἢ τὸ τέλμα τῆς συμβατικῆς ἀνοχῆς, ἡ πιὸ ἐξαθλιωτικὴ μοναξιά.

Σίγουρα, στὴ θρησκευτικὴ κατοχύρωση τοῦ φυσικοῦ θεσμοῦ ἐπενδύεται καὶ κάποια
φιλάνθρωπη στοργὴ γιὰ τὴν ἀνεπάρκεια καὶ ἀδυναμία μας. Ἄνθρωποι εὔθραυστοι, ἀδύναμοι
γιὰ νὰ συντηρηθοῦν μόνοι στὴ ζωή, ἢ ἀδέξιοι στὶς κοινωνικὲς σχέσεις, ἀδικημένοι
σὲ κάθε μορφὴ ἀνταγωνισμοῦ ἢ στὴ σωματική τους ἐμφάνιση, βρίσκουν στὸν συμβατικὸ
γάμο ἕνα παρήγορο καταφύγιο, κάποιο ἀντίδοτο στὴ μοναξιά, μιὰ προστασία.

Οὔτε μπορεῖ νὰ παραβλέψει κανεὶς ὅτι ἀκόμα κι ἡ ἔρημος ὑδροχαρεῖ κάποτε κι ἀνθοφορεῖ
ἀπρόβλεπτα κρίνα. Ἀκόμα καὶ στὴν πιὸ ἀπροκάλυπτη σύμβαση μπορεῖ ἀνεπαίσθητα νὰ γεννηθεῖ
-σταλαχτίτης σταλαγμίτης- ἡ ἀμοιβαία καὶ αὐθόρμητη πιστότητα, ἡ διακριτικὴ καὶ νηφάλια
τρυφερότητα, τελικὰ ὁ ἔρωτας ἑκατόφυλλο ρόδο εὐφρόσυνης αὐτοπροσφορᾶς. Ὅπως καὶ
τὸ ἀντίθετο, ποὺ συχνὰ ψηλαφοῦμε μέσα στὴ ζωή: Ἐρωτικὰ ξεκινήματα, μὲ ἀμοιβαία τὴ
μέθη τῆς συναρπαστικῆς γοητείας, νὰ μαραίνονται μὲ τὸν καιρὸ καὶ νὰ λιμνάζουν στὴν
ἀνομολόγητη σταχτερὴ συμβατικότητα.

Τρία λευκὰ λεόπαρδα, ποὺ λέει κι ὁ ποιητής, φωλιασμένα στὰ σκέλη, στὴν καρδιὰ
καὶ στὸ συκώτι, χορτασμένα μὲ τὴ σάρκα μας. Ἀδηφαγία τῆς ὁρμῆς, τῆς ἀνασφάλειας
καὶ τοῦ αἰσθήματος, στεγνώνει τὴ ζωὴ ὣς τὸ μεδούλι, καὶ τὰ ὑπολείμματα τῆς ὕπαρξης
ὀστέα ξηρά. Υἱὲ ἀνθρώπου, εἰ ζήσεται τὰ ὀστέα ταῦτα; Θὰ ξαναζωντανέψουν ἄραγε
οἱ χυμοὶ τοῦ ἔρωτα στὴν ἀποστεωμένη ἀδηφαγία τῆς αὐτάρκειας, θὰ ξανανθίσει τὸ «μυστήριο»
στὸν πολιτισμὸ τῆς ἀτολμίας; Ἡ Δέσποινα τῶν κρίνων, ἡ Ἐκκλησία τῶν ἀποκαλύψεων τῆς
ζωῆς κυνηγημένη στὴν ἔρημο, κι ὁ ἀπόηχος τοῦ λόγου της, κυκλόθεν κύκλῳ, ὀστέα ξηρὰ
ἰδεολογημάτων, αἰσθηματικῶν «πεποιθήσεων», νεκρῆς ἠθικολογίας.

Ὁ ἐρημικὸς λόγος τῶν ἀποκαλύψεων τῆς ζωῆς ἀναγνωρίζει στὸν φυσικὸ θεσμὸ τοῦ γάμου
τὸν τρὁπο τοῦ θανάτου. Καὶ εὐαγγελίζεται τὴ νίκη καταπάνω στὸν θάνατο: Τὴ μετάθεση
τῆς φύσης στὴ σχέση, τοῦ γάμου στὸν ἔρωτα. Ἀναστάσιμες σπιλιάδες στὸ νεκρὸ πεδίο,
ἄγγελμα ἐλπίδας. Ἰδοὺ ἐγὼ φέρω ἐφ᾿ ὑμᾶς πνεῦμα ζωῆς, καὶ δώσω ἐφ᾿ ὑμᾶς νεῦρα,
καὶ ἀνάξω ἐφ᾿ ὑμᾶς σάρκα, καὶ ἐκτενῶ ἐφ᾿ ὑμᾶς δέρμα, καὶ δώσω πνεῦμα μου ἐφ᾽ ὑμᾶς,
καὶ ζήσεσθε.

Τὴν ἔξοδο στὴ θέα τοῦ πραγματικοῦ ἡ Ἐκκλησία τὴν ὀνομάζει μυστήριο. Καμιὰ
σχέση μὲ τὴ θρησκευτικὴ ἐπευλογία τοῦ φυσικοῦ θεσμοῦ, τὴ νομιμοποίηση τῆς γενετήσιας
σχέσης. Τὸ μυστήριο εἶναι μύηση στὴν ἀμεσότητα τῆς ἐλπίδας, ἀπόπλους στὴ χάρη τῆς
χειραγώγησης γιὰ τὴν ψηλάφηση τῆς ζωῆς. Οἱ λέξεις δὲν τὸ ἐξαντλοῦν, ἡ αἰσθητὴ περιγραφὴ
τὸ ἐγκαταλείπει ἀνυπότακτο.

Χειραγωγὸς στὴ ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ θάνατος, ὁ φυσικὸς θεσμὸς δὲν ἐπαρκεῖ
γιὰ πλοηγὸς στὸν ἔρωτα. Ἡ ψηλάφηση τῆς ζωῆς εἶναι μυστήριο χάρης, δώρημα ἐγκατάλειψης
στὸν μανικὸ Ἐραστὴ τὸν ἐγείροντα τοὺς νεκρούς. Μιλᾶμε γιὰ τὸ μυστήριο καταχρηστικά,
νυχοπατώντας στὴν κόψη τῆς φύσης καὶ τῆς σχέσης, τοῦ θνητοῦ καὶ τῆς χάρης.

«Μιλοῦσες γιὰ πράγματα ποὺ δὲν τά ᾽βλεπαν, κι αὐτοὶ γελοῦσαν». Κι ὅμως οἱ ἴδιοι
μιλοῦσαν γιὰ τὴν εὐωδιά, τὴ γλυκύτητα, τὴ μουσική, τὸ χαμόγελο, τὸ φῶς στὸ βλέμμα.
Μιλοῦσαν γιὰ τὸ σύμπαν καὶ λέγανε: πεπερασμένο, δίχως καταληκτικὰ ὅρια, ἀπεριόριστα
διαστελλόμενο μὲ τὴ γρηγοράδα ποὺ τρέχει τὸ φῶς στὸν μὴ χῶρο, ἀφοῦ χῶρο καὶ χρόνο
ὑφαίνει μόνο ἡ παρουσία τῆς ὕλης. Μιλοῦσαν γιὰ δεκαδιάστατο πεδίο, γιὰ τοπολογία
ἀόριστη ἀνοιχτὴ στὴν οὐ-τοπία, γιὰ ἀτοπικὴ παρουσία καὶ καμπύλο χωρόχρονο. Καὶ δὲν
γελοῦσαν. Μόνο γιὰ τὸ μυστήριο μειδιοῦσαν, μὲ τὴν ἡδονικὴ αὐτάρκεια ἄλλων αἰσθηματικῶν
πιὰ πεποιθήσεων.

Τέκνα φωτόμορφα τῆς ζωτικῆς ἐμπειρίας λάμνουν τὴ μαρτυρία τους κόντρα στὴ
νεροσυρμὴ αἰώνων ἀτολμίας. Ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν
ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν· ὃ ἑωράκαμεν
καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ᾿ ἡμῶν· καὶ ἡ
κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ
ταῦτα γράφομεν ὑμῖν, ἵνα ἡ χαρὰ ὑμῶν ᾗ πεπληρωμένη
(1 Ἰωάν. 1,2-4). Ναὶ μακάριοι,
μόνο γιὰ τὴ χαρὰ λαμνοκοπάει στοὺς αἰῶνες ἡ μαρτυρία σας.

Τὸ μυστήριο διαιωνίζει τὴ χαρὰ τῆς ζωτικῆς ἐμπειρίας. Τὴ μαρτυρία τοῦ τρόπου
τῆς ζωῆς ποὺ νικάει τὸν θάνατο. Ὁ τρόπος ἔνσαρκος στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τρόπος
κοινωνίας μὲ τὸν Πατέρα – Γεννήτορα τῆς ὕπαρξης. Ἡ κοινωνία μὲ τὸν Πατέρα δὲν εἶναι
κλάσμα σχέσης, εἶναι ὁλόκληρη ἡ ζωή, ὁ τρόπος τῆς κάθε σχέσης. Φανερώνεται στὴν
πρόσληψη τῆς ἀνθρώπινης φύσης ἀπὸ τὸν Υἱό: Ἠγάπησεν αὐτὴν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν
ὑπὲρ αὐτῆς
(Ἐφεσ. 5,25). Ἄδειασε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κάθε ἀπαίτηση ζωῆς καὶ ὕπαρξης
ξέχωρης ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ὕπαρξη τῆς φύσης ποὺ προσέλαβε. Ἐκένωσεν ἑαυτὸν
(Φιλιπ. 2,7). Ἡ κένωση γιὰ χάρη τῆς φύσης εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς ζωτικῆς κοινωνίας
μὲ τὸν Πατέρα, ὁ τρόπος τῆς ζωῆς. Ἡ φύση θνητή, παραδόθηκε κι ὁ ἴδιος στὸ θάνατο.
Ἡ μέχρι θανάτου παράδοσή του στοὺς ὅρους τῆς φύσης ἀντιστρέφει τοὺς ὅρους τῆς φύσης,
καταργεῖ τὸν θάνατο. Ἡ ὁλοκληρωτική του παραίτηση ἀπὸ κάθε ἀπαίτηση αὐτοζωῆς καὶ
αὐθυπαρξίας ἐλευθερώνει τὴ φύση ἀπὸ τὴ θνητὴ αὐτοζωή, τὴν μεταθέτει στὸν τρόπο τῆς
ἀθανασίας. Ἀντίδοση τοῦ τρόπου, ἀμετρία τοῦ ἔρωτα. Στὴν ψηλαφητὴ ἐγγύτητα τῆς ἱστορικῆς
σάρκας, ὄχι στῆς φαντασίας τὰ ἀκκίσματα. Ὡς ἄνθρωπος ὑπάρχω, οὐσίᾳ οὐ φαντασίᾳ,
οὕτω Θεὸς τῷ τρόπῳ τῆς ἀντιδόσεως ἡ φύσις ἡ ἑνωθεῖσά μοι.

Ἔξοδος στὴν ψαύση τῆς ζωῆς τὸ ἐκκλησιαστικὸ μυστήριο τοῦ γάμου. Μυστήριο, γιατὶ
εἶναι ἡ χάρη ποὺ χειραγωγεῖ, χάρισμα τῆς ἀντίδοσης. Χειραγωγεῖ ὁ Ἐραστὴς στὴν ὁλοκληρωτικὴ
παραίτηση ἀπὸ κάθε ἀπαίτηση. Καὶ τότε ὁ τρόπος τῆς χαρισμένης ζωῆς ἁπτὸς στὴν ἀνθρώπινη
γαμικὴ σχέση. Τρόπος τῆς ἀντιδόσεως, ὅπως τὸν σαρκώνει ὁ Χειραγωγός: Οἱ ἄνδρες
ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν
παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς… Αἱ γυναῖκες τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν ὑποτάσσεσθε… ὥσπερ ἡ
ἐκκλησία ὑποτάσσεται τῷ Χριστῷ… Τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς
Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν
(Ἐφεσ. 5,22-27,33).

Στὸν πολιτισμὸ τοῦ αἰσθήματος ποὺ θηρεύει προτιμήσεις, τὸ μυστήριο τοῦ ζωηφόρου
θανάτου μοιάζει μόνο παραδοξολόγημα. Μιλάει ὁ Παῦλος κι οἱ ἄνθρωποι γελοῦν: ἡ δὲ
γυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα. Εἶναι αἰσθηματικὴ πιὰ πεποίθηση ἡ «ἰσότητα τῶν φύλων»,
τὸ ἀκριβοζύγιασμα δικαιωμάτων καὶ ὑποχρεώσεων, ἡ ἀμοιβαιότητα κάθε εὐθύνης. Δὲν
ὑποψιαζόμαστε ὅτι ὁ Παῦλος ζητάει τὸ μεῖζον: Ἐκείνη τὴ σχέση, ὅπου ὁ ἕνας αὐτοπαραδίνεται
δίχως φειδὼ καὶ μέτρο, κι ὁ ἄλλος ὑποτάσσεται στὸν παραδινόμενο, μὲ τὸ δέος καὶ
τὸν φόβο ποὺ γεννάει ἡ διαχείριση πολύτιμου δώρου. Ποιός νὰ δείξει στὰ καταργημένα
μάτια ὅτι κάπου ἐκεῖ, στὸν τρόπο αὐτὸν τῆς σχέσης, ἀληθεύει ὁ ἔρωτας καὶ καταργεῖται
ὁ θάνατος.


17. DISSΟΝΑΝΤΙΑ

Ὡς κρίνον ἐν μέσῳ ἀκανθῶν…

δεῦρο νύμφη…

ἀπὸ μανδρῶν λεόντων, ἀπὸ ὀρέων παρδάλεων.

ΕΠΙΔΕΞΙΑ Η ΦΥΣΗ στὴ συμπαιγνία μὲ τὸ ἀσυνείδητο, παίζει τὸ παιχνίδι τῆς ἰδιοτέλειας
ἀκόμα καὶ μὲ τὸν τρόπο τῆς ἀρετῆς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὸ στίλβωμα συχνὰ τῆς ἀρετῆς ἰριδίζει
παγερὴ βουλιμία ναρκισσικῆς ἀπαίτησης. «Εἶναι ποὺ ξέρει καλὰ ἡ σκύλα ἡ ἡδυπάθεια
νὰ ζητιανεύει πνεῦμα, ὅταν τῆς ἀρνοῦνται τὴ σάρκα».

Ἡδυπάθεια τῆς φύσης ντυμένη τὴν οἴηση τῆς ἀρετῆς. Πιὸ σκοτεινὴ κι ἀπὸ τὸν φιδίσιο
συρμὸ τοῦ ἐνστίκτου, πιὸ πνιγερὴ κι ἀπὸ τὸν μυκηθμὸ τῆς βιολογικῆς ἀπαίτησης. Παγιδεύει
τὴν ἐπιθυμία στὸ νάρθηκα τῆς ἀκοινώνητης αὐτάρκειας, συνθλίβει τὸ ἀγλαὸ τέκνο τῆς
ἀνάγκης, τὴν ταπείνωση. Φράζει κάθε δίαυλο στοργῆς, ἡδύνεται στὴ θανατερὴ ἁπλοχωριὰ
τῆς ἐγωτικῆς ἐρημίας.

Ἀπόγειο αὐτάρκειας τῆς φύσης ἡ λειτουργία τῆς διαιώνισης. Ἴσως γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ
σωματικὴ συνουσία παρέχει τὴ μέγιστη φυσικὴ ἡδονή. Ἀπόγειο αὐτοελέγχου τῆς φύσης
ἡ ἀρετή. Ἴσως γι᾿ αὐτὸ καὶ παρέχει τὴν κορυφαία ἡδονὴ ναρκισσικῆς αὐτεγγυότητας.

Τόσο πληρέστερη ἡ ἡδονὴ τῆς ἀρετῆς, ὅσο πιὸ τεκμαρτὸς καὶ μετρητὸς ὁ αὐτοέλεγχος
τῆς φύσης. Τόσο εὐκοπότερος ὁ αὐτοέλεγχος, ὅσο πιὸ φανατισμένη ἡ περιφρόνηση τῆς
σάρκας. Ἐπιβολὴ τοῦ νοῦ καὶ τῆς θέλησης στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ ἐνστίκτου, ἀντλεῖ τὴν
προστακτική της ἀπὸ τὴν ἀπαξίωση τοῦ ὑλικοῦ καὶ αἰσθητοῦ. Ἡ σάρκα ὑπεμφαίνει τὸ
ἀκάθαρτο καὶ τὸ κακό, τὴν ρυπώδη πηλὸ ποὺ μᾶς μειώνει, μᾶς εὐτελίζει. Ἀντιμαχόμαστε
τὴ σάρκα λαφυραγωγώντας τὴ μύχια δική μας ἐκτίμηση στὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό.

Στὴ γλώσσα τῶν ζωτικῶν ἀποκαλύψεων, ἡ λέξη σάρκα δὲν σημαίνει καταρχὴν
μόνο τὸ σῶμα καὶ τὶς ἀπαιτήσεις του. Σημαίνει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα στὴν ἀνταρσία
τῆς φυσικῆς διεκδίκησης. Ἡ σάρκα ἀρθρώνει σὲ ἐπιτακτικὴ ἀξίωση τὴν ὁρμὴ τῆς
φύσης νὰ ὑπάρχει μὲ τὶς δικές της δυνάμεις. Νὰ ἐξαντλεῖ τὴν ὕπαρξη ἡ φύση, δίχως
προσφυγὴ στὴ χάρη τῆς ἐπέκεινα κλήσης, στὸν τρόπο τῆς σχέσης. Ἔτσι σάρκα
εἶναι τὸ ἀντίθετο τῆς ταπείνωσης, οἱ ἀντίποδες τοῦ ἔρωτα. Καὶ ὁ στίλβων αὐτοθαυμασμὸς
τῆς ἀρετῆς ἀπολύτως σαρκικός, ἐγωλαγνείας ἡδυπάθεια.

Ἀπαίτηση τῆς σάρκας νὰ διαιωνίζει τὴ φύση, ἀπαίτηση τοῦ σαρκικοῦ ἐγὼ νὰ κυριαρχεῖ
στὴν ὕπαρξη. Ποιός χειραγωγεῖ καὶ ποιός ὁ χειραγωγούμενος – τὰ ὅρια τῆς διαστολῆς
θολὰ στὴν ὁμιχλώδη ἀδιαφάνεια τοῦ ἀσυνειδήτου. Ἐπιπλέον ἡ αἰνιγματικὴ διεύρυνση
τοῦ βύθιου ὑποκειμένου σὲ συλλογικὰ ὑποστρώματα μακραίωνων ἀποσταγμάτων. Σκιὲς μανιχαίων,
ἐγκρατιτῶν, πουριτανῶν, μαρμαίρουν σκοτεινὰ στὸ ὑποκειμενικὸ ἀσυνείδητο. Σταλάζουν
ἐκεῖ τὴν περιφρόνηση γιὰ τὸ σῶμα καὶ τὶς ἀπαιτήσεις του, ἐξωραΐζοντας τὸ ἐγὼ καὶ
τὶς νοητὲς ἐπιδόσεις του.

Ρητορικὰ προσωπεῖα τραυλίζουν τὴν καύχηση τῆς σάρκας γιὰ αὐτεξούσια «καθαρότητα»
καὶ «σωφροσύνη», ἐκκρίνοντας χλεύη γιὰ τὸ σῶμα καὶ τὸν ἔρωτα, Κι ὁ χορὸς τῶν θεράπων
τοῦ Νόμου, στοὺς κοθόρνους τεκμαρτῆς μεγαυχίας, αὐλωδεῖ αὐτεγκώμια νίκης καταπάνω
στὴ φύση. Ἀέναο στάσιμο στὴν τραγωδία τῆς ἀρετῆς. Ὅμως ὁ ἔμπειρος λόγος τῆς ἀκρότατης
ἄσκησης καθαίρει προμηθῶς τὴν ψευδαίσθηση: Τὴν φύσιν ἑαυτοῦ νικῆσαί τινα τῶν
οὐκ ἐνδεχομένων ἐστίν.

Ἡ φύση δὲν νικιέται ἀπὸ τὸν ἐκφοροῦντα τὴ φύση. Ἐκφέρεται μόνο στὴ σχέση, ἀντεκφέρεται
στὴ χάρη. Καὶ τὸ ὀρεκτὸν τῆς ἀντιπροσφορᾶς ἐγγενὲς στὴ φύση: Ἡ «ἀγαπητικὴ δύναμη»
καθειργνυμένη στὴν πηλό.

Θρεμμένη μὲ τὴν ἀρετὴ ἡ αὐτεγγυότητα τῆς φύσης ἀντιμάχεται τὴν ἀγαπητικὴ δύναμη
τὴν ἐγκαταμεμιγμένη στὴ φύση. Τὸ σκεῦος ἱκανὸ νὰ εἰκονίσει τὸν Σκευαστή, κι ἡ ἱκανότητα
δῶρο. Ἀλλὰ ὁ μυκτηρισμὸς τῆς πηλοῦ ἐθελοτυφλοῖ γιὰ τὸ δῶρο. Ἀμαυρώνει τὴν ἐπιθυμία,
ἀχρειώνει τὸ ὀρεκτὸν τῆς πηλοῦ, τὸν πόθο τοῦ ἀκτίστου.

Δίχα τῆς κατ᾿ ἐπιθυμίαν δυνάμεως οὐ συνίσταται πόθος, οὗ τέλος ἐστὶν ἡ ἀγάπη.
Τὸ γὰρ ἐρᾶν τινὸς ἴδιόν ἐστιν ἐπιθυμίας. Καὶ δίχα θυμικῆς δυνάμεως νευρούσης τὴν
ἐπιθυμίαν πρὸς τὴν τοῦ ἡδέος ἕνωσιν, οὐδαμῶς γίνεσθαι πέφυκεν εἰρήνη· εἴπερ ἀληθῶς
εἰρήνη ἐστὶν ἡ ἀνενόχλητος καὶ παντελὴς τοῦ καταθυμίου κατάσχεσις.

Τὸ ἀντίθετο τῆς ἐπιθυμίας, ἡ αὐτάρκεια. Τὸ ἀντίθετο τοῦ ἔρωτα, ἡ ἐγωλατρεία.
Ἐντειχισμὸς στὸ χωμάτινο σκεῦος τοῦ ἰδεατοῦ ὑπερεγώ: τῆς τεκμηριωμένης ἠθικότητας,
τῆς ἀναγνωρισμένης πνευματικότητας, τῆς ἀνεπίληπτης φήμης. Ἡ ἐπιθυμία ἐνοχή, ὁ πόθος
μίασμα, ὁ ἔρωτας ρύπος. Τίποτα δὲν λογχίζει τὸ θυμικό, νὰ τὸ διανοίξει στὴ ἔφεση.
Τίποτα δὲν γοητεύει τὰ μάτια, νὰ τὰ διαστείλει στὴ δοξολογικὴ ἔκπληξη. Στὴν κλειδοσφραγισμένη
αὐτασφάλεια τῶν «καθαρῶν», ἀκόμα κι ὁ γάμος ἀνέραστη μίξη, ἀνεκτὴ μόνο γιὰ τὴν ὀρθολογικὴ
σκοπιμότητα τῆς παιδοποιίας. Σκόπιμη νομιμότητα ποὺ μόνη αὐτὴ μετράει τὴ διαφορὰ
ἀπὸ τὴν ἀνέραστη μίξη στὸ πορνεῖο.

Τὸ μαρτύριο τῆς κόλασης θὰ εἶναι ἡ ἀδυναμία νὰ ἀναγνωρίσουμε τὸν Χριστὸ στὸ Πρόσωπο
τοῦ Νυμφίου καὶ Ἐραστῆ τῶν ψυχῶν μας. Ἡ ὅποια θαυμαστὴ Παρουσία Του δὲν θὰ ἀρκεῖ
νὰ μᾶς πείσει – τὸ θαῦμα δὲν ἔπεισε οὔτε τοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους. Ἂν προέχει
γιὰ μᾶς ὁ Νόμος, τὰ μέτρα τῆς νομικῆς «καθαρότητας», δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ Τὸν ἀναγνωρίσουμε.
Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀγκαλιάζει τοὺς ἀκάθαρτους – τοὺς τελῶνες, τὶς πόρνες,
τοὺς ἄσωτους, τοὺς ληστές. Ἐμεῖς ἀναλώσαμε τὸν βίον ὅλον στὴ μελέτη καὶ τήρηση τοῦ
Νόμου, καὶ τώρα Αὐτὸς δέχεται καὶ ἀγαπάει τοὺς ἀχρείους παραβάτες τοῦ Νόμου, τὰ
ρεμάλια, τοὺς παρίες. Ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης, τελωνῶν φίλος καὶ ἁμαρτωλῶν.
Δὲν εἶναι ὁ Κριτὴς ποὺ περιμέναμε, αὐτὸς ποὺ θὰ δικαιώσει τὶς στερήσεις καὶ τὴν
ἄθλησή μας, δὲν εἶναι ὁ δικαιοκρίτης Θεός. Εἶναι Νυμφίος καὶ Ἐραστής, ἄρα εἶναι
ὁ δαίμονας – ἀφοῦ «ἡ φύση τοῦ ἔρωτα εἶναι δαιμονική».

Καὶ κάπως ἔτσι ἀρχίζει ἡ κόλαση. Περιμένουμε αὐτὸν ποὺ δὲν θὰ ἔρθει, βυθιζόμαστε
ὅλο καὶ βαθύτερα στὴν ἀπόγνωση τῆς ἀνέλπιδης ἀναμονῆς. Ἀνίκανοι νὰ ἀναγνωρίσουμε
τὸν παρόντα καὶ ἐγγύτατο Νυμφίο στὴν ἐρωτική του αὐτοπροσφορά.

Αἰῶνες ὁλόκληρους πάλαιψε ἡ Ἐκκλησία ἐνάντια σὲ Γνωστικούς, Μανιχαίους, Μονοφυσίτες,
Ἐγκρατίτες, Εἰκονοκλάστες, Παυλικιανούς, Βογόμιλους, Καθαρούς, Πιετιστές, Πουριτανούς.
Πολέμησε «τοὺς βδελυσσομένους τὸν γάμον», «τοὺς ἀπέχοντας οἴνου καὶ κρεῶν διὰ βδελυγμίαν».
Ἀφόρισε ἀπὸ τὸ σῶμα της «τοὺς ἀσκοῦντας παρθενίαν καὶ ὑπερηφανευομένους ἔναντι τῶν
εἰς γάμο διατελούντων», «τοὺς μεμφόμενους γάμον καὶ ἔγγαμον γυναῖκα», «τοὺς μὴ θέλοντας
λαμβάνειν μετάληψιν θείαν ἐκ πρεσβυτέρου ὄντος εἰς γάμου κοινωνίαν».

Ὅμως ἡ ἔχθρητα γιὰ τὸ σῶμα καὶ τὸν ἔρωτα δὲν εἶναι διδαχὴ νὰ τὴν ἀντιπαλαίψεις
μὲ ἐπιχειρήματα ἢ μὲ κανονικὰ ἐπιτίμια. Εἶναι πανικὸς ψυχολογικῆς ἀνασφάλειας, ἀσυνείδητη
ἀλλὰ καὶ ἀδυσώπητη ἀπαίτηση ἀποδειγμένης «καθαρότητας». Εἶναι ἀνάγκη βασανιστικὴ
νὰ δικαιωθεῖ ἡ συσσωρευμένη ἀναφομοίωτη στέρηση: Στέρηση τῆς ζωῆς, παιδωμὴ τῆς ἀκοινώνητης
ὕπαρξης, ἀνήμπορης νὰ μοιράσει τὴν ψυχή της, νὰ τὴν «ἀπωλέσει» γιὰ νὰ τὴν «σώσει».
Καὶ κακοφορμίζει ἡ ἀνημπόρια σὲ πικρὴ ἐπιθετικότητα. Ἐπιτίθεται ἡ ψυχὴ σὲ αὐτὸ ποὺ
τῆς λείπει, μήπως καὶ δικαιώσει τὴ δική της ἔλλειψη. Μήπως καὶ «ἐκπνευματώσει» τὴ
στέρηση.

«Εἶναι ποὺ ξέρει καλὰ ἡ σκύλα ἡ ἡδυπάθεια νὰ ζητιανεύει πνεῦμα, ὅταν τῆς ἀρνοῦνται
τὴ σάρκα».


18. CONCLUSION SUR PÉDALE
DE DΟΜΙΝΑΝΤΕ

Βασιλεὺς δεδεμένος ἐν παραδρομαῖς.

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ τοῦ σώματος καὶ σάρκα τῆς μεταφυσικῆς ὁ ἔρωτας. Ἐμφύσημα ζωῆς στὰ
γυμνὰ κελύφη τῶν ἐννοιῶν, ἁπτὸ ὑφάδι ποὺ σπονδυλώνει τὴ γλώσσα μὲ νεῦρα καὶ δέρμα
καὶ σάρκες τοῦ πραγματικοῦ. Σημαίνοντα τοῦ ὑπαρκτοῦ: φύση καὶ πρόσωπο, οὐσία καὶ
ὑπόσταση, ἐνέργειες καὶ ἑτερότητα. Μένουν νὰ αἰωροῦνται στὴν ψευδαίσθηση τῆς ψιλῆς
ἐπίνοιας, ἂν ἀποσπαστοῦν ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ γλώσσα τῆς ποίησης:
αὐθαίρετο λεκτικὸ παιχνίδι, ἄσχετο μὲ τὴ σημαντικὴ τῆς ζωῆς, ἂν γυμνωθεῖ ἀπὸ τοῦ
πόθου τὴν ἐνάργεια.

Φύση καὶ ἐπέκεινα τῆς φύσης. Τὸ κοινὸ «ὑλικὸ» τῆς ὁρμῆς, τῆς ἀπαίτησης τοῦ κορμιοῦ,
τῆς σκοτεινῆς ἀνάγκης γιὰ βιολογικὴ ἐκτόνωση. Ἐπέκεινα, ἡ ἀνερμήνευτη ἀνάδυση τῆς
κλήσης, τὸ φῶς στὸ βλέμμα, στὸ χαμόγελο, στὴ χάρη τῆς κίνησης, ὁ πόθος τῆς παρουσίας,
ἡ ἔκπληξη τῆς ἑτερότητας. Ἀμφίβολα ὅρια φυσικῆς καὶ μεταφυσικῆς, ἀπρόσωπου καὶ προσωπικοῦ.
Καὶ κάπου ἐκεῖ ἰχνηλατοῦνται τὰ πρωταρχικὰ καὶ οὐσιώδη, ἡ ἐπαλήθευση τοῦ πραγματικοῦ,
ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος.

Χτίζουμε ἀνεπίγνωστα τὴ γνώση τρέφοντας μὲ τὴ σάρκα μας καὶ τὴν ψυχή μας τοὺς
καλλίγραμμους ὁρισμοὺς φυσικῆς καὶ μεταφυσικῆς. Ἡ ἀπροσδιόριστη ἰδιωτικὴ μοναδικότητα
μεταγράφεται σὰν ἀπρόσωπο συμβὰν στὴ γραμματικὴ τῆς Ἱστορίας. Αἰῶνες σωρευμένων
ἐγκλίσεων τῆς σάρκας, γιὰ νὰ σπουδάσουμε τὴν ἀπρόσωπη φύση μας στὴν πανάρχαια θεσμοποίηση
τῆς πορνείας, στὸ πάγκοινο φθογγολογικὸ τοῦ ἀδυσώπητου αὐτοερωτισμοῦ. Καὶ τραγούδια
τοῦ ἔρωτα βαθύρριζα σὲ φυλὲς καὶ γλῶσσες, νὰ τροπολογοῦν τὸ θάμβος τῆς ἀμοιβαιότητας,
τὴ σπουδὴ τῆς προσωπικῆς ἑτερότητας.

Ψηλαφητὴ ἡ φύση στὴν ὁρμὴ τῆς διαιώνισης. Πυρετὸς τοῦ κορμιοῦ, τυφλὴ βασανιστική
του ἀνάγκη ἄσχετη μὲ τὸν πόθο τῆς ἀμοιβαιότητας, τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἐπώνυμου Ἄλλου.
Δίψα τοῦ ὁδοιπόρου στὴ νέκρα τῆς ἐρήμου, πείνα θηριώδης τοῦ στερημένου γιὰ μέρες
τὴν τροφή. Ἡ ἀδυσώπητη ὁρμὴ δὲν ζητάει σχέση, κοινωνία λόγου, τρυφερότητα στοργῆς.
Ἐκβιάζει γιὰ σωματικὴ ἐκτόνωση, τίποτε ἄλλο. Νὰ ἀνακουφιστεῖ ἡ ἀνάγκη, νὰ χαλαρώσει
ἡ βασανιστικὴ ἔνταση τῆς βιολογικῆς ἀπαίτησης. Μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο.

Ἔρωτας ἀπὸ τὴ φύση γιὰ τὴ φύση, αὐτοερωτισμὸς τῆς φύσης ἢ ἡ ἐρωτική της αὐτάρκεια.
Ὁρμὴ καὶ φορὰ νὰ ἀρθρώσει ἡ φύση ἀπὸ μόνη της τὴν ὄντως ζωή, νὰ μεταγράψει τὸν ἔρωτα
στὴν αὐτοζωὴ τῆς θνητότητας. Ἡ γενετήσια ἀνάγκη διαιωνίζει τὴ φύση, ὄχι τὰ πρόσωπα.
Οἱ ἀτομικές μας ὑπάρξεις ἐνδιαφέρουν τὴ φύση μόνο γιατὶ διαπορθμεύουν τὸ γενετικὸ
ὑλικὸ τῆς δικῆς της διαιώνισης: Τὴν ἀπρόσωπη ὑπεροχή της πάνω στὶς προσωπικὲς ὑπάρξεις
ποὺ τῆς δίνουν ὑπόσταση. Ἡ φύση διαιωνίζεται μὲ τὴν ἀτέρμονη διαδοχὴ θνητῶν ἀτομικοτήτων,
ταυτίζεται μὲ τὴν ἐπιβίωση τοῦ ἀπρόσωπου καὶ ἀδιαφόρητου, τὸν θάνατο τοῦ μοναδικοῦ
καὶ ἀνεπανάληπτου.

Φύση καὶ ἐπέκεινα τῆς φύσης ἡ προσωπικὴ ἑτερότητα, βασιλεὺς δεδεμένος ἐν παραδρομαῖς.
Μαλαματένιες ἀνταύγειες στὴν παγίδα τοῦ αὐτοερωτισμοῦ τῆς φύσης, χρυσόπλοκα νήματα
ὅπου ἀσπαίρει ὁ ἔρωτας τῆς αἰώνιας ζωῆς. Μόνο ἡ ρομφαία μιᾶς ἀποκάλυψης μπορεῖ νὰ
κατασχάσει τὴν ἐξωραϊσμένη πλεκτάνη, νὰ ἀνασύρει τὸν πόθο στὴν ἁπλοχωριὰ τοῦ ἀδιάστατου
διηνεκοῦς. Νὰ μεταλλάξει τὴν ἀμοιβαιότητα σὲ κένωση αὐτοπροσφορᾶς, τὸ θάμβος σὲ
βάθος διάβασης ἐπὶ τὸ πρωτότυπον τῆς εἰκόνας.

Πρωτότυπο τοῦ ἔρωτα στὴ ζωτικὴ ἀποκάλυψη ἡ Τριαδικὴ πληρότητα τῆς ζωῆς. Ἐκεῖ
ἡ «φύση» νοεῖται ἄκτιστη, ἐμπεριέχει ἡ ἴδια τὴν ὑπαρκτική της αἰτία. Καὶ τὸ θαμβωτικὸ
στὴν ἀποκάλυψη: δὲν ἀποδίδει στὸ ἄκτιστον τῆς «φύσης» τὴν ὄντως ζωή, ἀλλὰ στὸν προσωπικὸ
τρόπο τῆς ὑπάρξεως ποὺ ὑποστασιάζει τὴ φύση. Δὲν εἶναι ἀπὸ τὴ «φύση» δοσμένη
καὶ ἀναγκαστικὴ ἡ ἀθανασία τῶν Προσώπων, δὲν εἶναι ἀνελεύθερος φυσικὸς προκαθορισμὸς
ἡ ὄντως ζωή. Εἶναι ἡ προσωπικὴ ἐλευθερία ποὺ ὑποστασιάζει τὴ φύση ὡς ἐρωτικὴ αὐθυπέρβαση.
Καὶ εἶναι ὁ ἀδιάστατος ἔρωτας τῆς προσωπικῆς κοινωνίας ποὺ συνιστᾶ τὴν ὄντως ζωή,
ἀποκαλύπτει ἄκτιστη τὴ «φύση».

Πάντα μὲ τὴν ἀνεπάρκεια τῆς γλωσσικῆς μας σημαντικῆς καὶ τὶς ἐμπειρικὲς ψηλαφήσεις
τῆς ἐρωτικῆς ἀποκάλυψης: Ἡ ὄντως ζωὴ ἔγκειται στὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεως, ὄχι στὴ «φύση».
Δὲν διαιρεῖται ἡ «φύση» κατανέμοντας στὰ Πρόσωπα τὴν ἀθανασία ὡς φυσικὸ ἰδίωμα,
οὔτε ἐκπίπτουν τὰ Πρόσωπα σὲ ἀνυπόστατες ἐσωτερικὲς σχέσεις τῆς «φύσης». Κάθε Πρόσωπο
ὑποστασιάζει τὴν καθολικὴ «φύση» μὲ τὸν τρόπο τῆς κένωσης ἀπὸ κάθε «φυσικὴ» αὐτονομία
καὶ αὐθυπαρξία. Τὸν τρόπο τοῦ ἔρωτα.

Κάθε πρόταγμα τῆς ζωτικῆς ἀποκάλυψης, πρόκληση ἐμπειρικῆς ἐπαλήθευσης μέσα καὶ
πέρα ἀπὸ τὴ σχετικότητα τῆς γλώσσας: Χριστὸς Ἰησοῦς, ἡ ἱστορικὴ σάρκα τῆς ἀποκάλυψης,
ἐλευθερώνει τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ τὴν ὑποταγὴ στὸ θάνατο, ὑποστασιάζοντας τὴν ἴδια
αὐτὴ φύση μὲ τὸν τρόπο τῆς ὄντως ζωῆς, τὸν τρόπο τοῦ ἐλεύθερου ἀπὸ τὴ φύση
ἔρωτα. Γεννᾶται ἐκ Παρθένου, ποὺ σημαίνει: ὑποστασιάζει τὴ φύση δίχως νὰ ὑποτάσσεται
στὸν τρόπο τῆς φύσης, στὴ γενετήσια ὁρμὴ ποὺ διαιωνίζει τὸν θάνατο. Ἔτσι, στὸ Πρόσωπό
του ἡ ἀνθρώπινη φύση συνιστᾶ ὑπόσταση ζωῆς ἐλεύθερης ἀπὸ τὴν αὐτοερωτικὴ ἀναγκαιότητα
τῆς ἴδιας τῆς φύσης. Γίνεται ἄνθρωπος ὁ Λόγος μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἶναι καὶ Θεός: τὸν
τρόπο τοῦ ἔρωτα.

Ἔνσαρκος ὁ Λόγος κενώνεται ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὴ Θεότητα προσλαμβάνοντας ὁλοκληρωτικὰ
τὴν ἀνθρωπότητα. Γίνεται Νυμφίος της, εἰς σάρκα μίαν. Κενούμενος ἀπὸ τὴ Θεότητα
δὲν παύει νὰ εἶναι Θεός, ἀφοῦ ὁ τρόπος τῆς θείας ὕπαρξης εἶναι ἡ ἐρωτικὴ κένωση.
Καὶ σαρκούμενος δὲν γίνεται «ψιλὸς» μόνο ἄνθρωπος, ἀφοῦ ἡ ἴδια ἡ σάρκωσή του ἀποτυπώνει
στὴ φύση τὸν τρόπο τῆς Θεότητας. Τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, ὄχι «ἐγκαταμειγνύοντας»
ποσοτικὰ τὶς δύο φύσεις, ἀλλὰ ὑποστασιάζοντας στὸν τρόπο τῆς προσωπικῆς ὕπαρξης
τοῦ Λόγου τὶς ὑπαρκτικὲς δυνατότητες τῶν δύο φύσεων.

Οἱ φίλοι τοῦ Νυμφίου εἶδαν πάντοτε στὸ πρόσωπο τῆς Παρθένου τὸ κορύφωμα τῶν ὑπαρκτικῶν
δυνατοτήτων τοῦ ἀνθρώπου: Τὸ πρόσωπο ποὺ κάνει ὑπόσταση τὴ ζωὴ ὄχι μὲ τὸν τρόπο
τῆς φύσης, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο τοῦ ἔρωτα. Μὲ τὴν ἐλευθερία τῆς ὑποταγῆς, στὴ μανικὴ
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὴ ἡ ὑποταγὴ δὲν εἶναι ἠθικό, δηλαδὴ φυσικὸ κατόρθωμα,
ἀλλὰ προσωπικὴ μεταποίηση τῆς ἐρωτικῆς δυνατότητας τῆς φύσης σὲ ἔρωτα ἐλεύθερον
ἀπὸ τὶς προδιαγραφὲς τῆς φύσης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὴ γλώσσα τῶν ἐραστῶν τῆς ζωῆς παραμένει
ἡ Νύμφη καὶ μετὰ τόκον παρθένος. Ἡ παρθενία της δὲν ὁρίζεται ἀπὸ τὸ βιολογικὸ
γεγονός, τὴν ἀποφυγὴ τῆς γενετήσιας σχέσης, ἀλλὰ εἶναι κατόρθωμα ἀπελευθέρωσης τῆς
ἐρωτικῆς δυνάμεως τῆς φύσης ἀπὸ τὸν αὐτοερωτισμὸ τῆς φύσης, τὴν ὁρμὴ τῆς διαιώνισης.
Ἡ παραίτηση ἀπὸ τὸ φυσικὸ θέλημα καὶ ἡ παράδοση στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ κάλλος
τὸ ἐραστὸ γιὰ τὸν Νυμφίο, ἀποκαλυπτικὸ τοῦ μανικοῦ του ἔρωτα γιὰ τὴ σύνολη φύση
μας ἔνσαρκη στὸ πρόσωπο τῆς Παρθένου.

Ὁ αὐτοερωτισμὸς τῆς φύσης γέννημα τοῦ θανάτου, καὶ ἐπέκεινα τῆς φύσης ἡ νίκη
τοῦ ἔρωτα καταπάνω στὸ θάνατο. Οἱ υἱοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου γαμοῦσι καὶ ἐκγαμίσκονται·
οἱ δὲ καταξιωθέντες τοῦ αἰῶνος ἐκείνου τυχεῖν καὶ τῆς ἀναστάσεως τῆς ἐκ νεκρῶν οὔτε
γαμοῦσιν οὔτε γαμίζονται· οὔτε γὰρ ἀποθανεῖν ἔτι δύνανται· ἰσάγγελοι γάρ εἰσι καὶ
υἱοί εἰσι τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀναστάσεως υἱοὶ ὄντες
(Λουκ. 20,34-36).

Τὸ αἰτιολογικὸ γάρ, στὴν τρίτη φράση τοῦ χωρίου, φωτίζει τὴ σύνδεση τῆς
γενετήσιας σχέσης μὲ τὸν θάνατο: Σὲ «ἐκεῖνον τὸν αἰῶνα» γαμικὴ σχέση δὲν ὑπάρχει,
ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει καὶ ἐνδεχόμενο θανάτου. Ὅσο ὁ θάνατος δυναστεύει τὴ φύση, ἡ φύση
ἐπιβιώνει μὲ τὴ γενετήσια δύναμή της. Κι αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἀρκεῖ ἡ ἀναστολὴ
ἢ ἀπουσία γενετήσιας ὁρμῆς γιὰ νὰ νικηθεῖ ὁ θάνατος. Ἀλλὰ ὅταν νικηθεῖ ὁ θάνατος,
τότε ἡ μίξη τῶν φύλων εἶναι πιὰ περιττή.

Ἡ προοπτικὴ τῶν ἐσχάτων δὲν δικαιώνει τῶν ἠθικολόγων τὴ μυωπικὴ ἀφέλεια. Αὐτοὶ
πιστεύουν πὼς θὰ νικήσουν τὸν θάνατο μὲ τὴν περιφρόνηση ἢ τὴν ἀτομικὴ ἀποφυγὴ τῆς
γενετήσιας μίξης. Ὅμως, στὴν προοπτικὴ τῶν ἐσχάτων, ὁ θάνατος νικιέται μόνο μὲ τὸν
θάνατο – καὶ ἀπαρχὴ ὁ Νυμφίος, ὁ θανάτῳ θάνατον πατήσας. Παραίτηση ἀπὸ τὴ
φιλοδοξία τῆς αὐτοζωῆς, ταπεινὴ ἀποδοχὴ τοῦ θανάτου, καὶ ἡ ἀποδοχὴ κατάφαση στὸν
ἔρωτα τοῦ ἀνιστῶντος τοὺς νεκρούς.

Χριστιανοὶ πόλεις κατοικοῦσιν ὡς ἕκαστος ἐκληρώθη, οὔτε γῇ, οὔτε φωνή, οὔτε
ἔθεσι διακεκριμένοι τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων, μετέχουσι πάντων καὶ γαμοῦσιν ὡς πάντες.

Μόνο διακριτικό, τὸ εὐθύβολο αἴτημα στὸν ἀνιστῶντα τοὺς νεκρούς: Κίνησον ἐν ἐμοὶ
τὴν κατανόησιν τῆς ταπεινώσεώς σου, ἵνα δέξωμαι μετὰ ἡδονῆς τὴν ταπείνωσιν τῆς φύσεώς
μου. Ἄγκος ἀμφίκρημνον ποὺ στὴν κόψη του σχινοβατοῦμε, εἶναι αὐτὸ τὸ «μετὰ ἡδονῆς».
Ἡ ἀποδοχὴ τοῦ θανάτου μεταποιημένη σὲ ἔρωτα.


19. ΤΕ DEUΜ

Ἐλθὲ ἐν σκέπῃ τῆς πέτρας

ἐχόμενα τοῦ προτειχίσματος

δεῖξόν μοι τὴν ὄψιν σου.

Unreal City.

Under the brown fog of a winter dawn,

A crowd flowed over the London Bridge, so many,

I had not thought death had undone, so many.

Χείμαρρος τὸ πλῆθος στὸ Γεφύρι τῆς Λόντρας, τόσοι πολλοί. Παρισινὰ βουλεβάρτα
καὶ μερμηγκιὲς ἀνθρώπων μέσα-ἔξω στὶς φωλιὲς τοῦ ὑπόγειου τρένου. Τόσοι πολλοί.
Κι ἄλλο πολύβουο ἀνθρώπινο ποτάμι οἱ λεωφόροι τοῦ Τόκυο. Ἂν δεῖς τὰ γήπεδα τοῦ ράγκμπυ
στὸ Λὸς Ἄντζελες, χορταριάζουν οἱ κερκίδες πολύχρωμο πλῆθος, σὰν ἀνοιξιάτικο χαλί.
Ξεχύνεται μετὰ στοὺς δρόμους τὸ λευτερωμένο μελίσσι, ὅπως ξεχύνεται μιλιούνια ἡ
ἐργατιὰ μὲ τὸ σφύριγμα τῆς σειρήνας στὶς φάμπρικες: Ὀζάκα, Κολωνία, Τορόντο.

Βιάζονται. Νὰ κερδίσουν τὴ μέρα, νὰ βγάλουν τὸ μήνα, νὰ περάσει ἡ χρονιά. Τρέχει
ἡ κλεψύδρα ἀναρίθμητους ἀνθρώπινους κόκκους – τοὺς καταπίνει ὁ θάνατος.

«Μὴ – μένουσα πόλις».

Ἄταχτες σφηκοφωλιὲς πολυόροφων χτισμάτων καὶ τὰ σωθικά τους λαβύρινθοι. Διάδρομοι,
ἀνελκυστῆρες, κλιμακοστάσια. Κάπου ἐκεῖ μέσα μιὰ πόρτα εἶναι ἡ δική μας. Κλείνει
προστατευτικὰ πίσω μας, ὁρίζει τὸν χῶρο τῆς δικῆς μας ζωῆς. Στρώνουμε τραπέζι, ἀνοίγουμε
μιὰ μπουκάλα κρασί, κάνουμε ἔρωτα. Γιὰ κάποια χρόνια ζοῦμε τὴν ψευδαίσθηση τοῦ αἰώνιου,
τῆς ἀδιατάραχτης διάρκειας. Κι ἡ κλεψύδρα τοῦ θανάτου καταπίνει τὶς στιγμές, τοὺς
μῆνες, τὶς ἐποχές.

Ἕνας αἰώνας εἶναι στιγμὴ βραχύβια στὴ διαδοχὴ τῶν σελίδων τῆς σχολικῆς μας Ἱστορίας.
Ὅμως σ᾿ ἕναν αἰώνα κανένας ἀπὸ μᾶς δὲν θὰ ὑπάρχει. Θὰ μερμηγκιάζει πάντα τὸ Γεφύρι
τῆς Λόντρας, οἱ φωλιὲς τοῦ ὑπόγειου στὸ Παρίσι, οἱ λεωφόροι τοῦ Τόκυο, τὰ γήπεδα
στὸ Λὸς Ἄντζελες, οἱ φάμπρικες στὴν Ὀζάκα, στὴν Κολωνία, στὸ Τορόντο. Ἀναρίθμητες
πυγολαμπίδες τὰ παράθυρα θ᾿ ἀναβοσβύνουν στὶς σφηκοφωλιές. Κάποιοι θὰ στρώνουν τραπέζι,
θ᾿ ἀνοίγουν κρασί, θὰ κάνουν ἔρωτα. Θὰ εἶναι «ἄλλοι», ὄχι ἐμεῖς. Ὅπως ἦταν «ἄλλα»
τὰ πλήθη πρὶν ἀπὸ μᾶς.

Κάθε ἄνθρωπος ἕνα μοναδικὸ βλέμμα, ἕνα μοναδικὸ χαμόγελο. Μιλάει, σκέφτεται,
ἀγαπάει ὅπως κανένας ἄλλος, οὔτε πρίν, οὔτε μετά. Τραγουδάει τὸν ἔρωτα ἄκρη στὴ
θάλασσα, βουτάει στὸ κύμα ὅλος ἀλκή. Βγαίνει στὸ βράχο, χαίρεται τὸ ἡλιοβασίλεμα,
ἀκούει τὸ φλοῖσβο. Ρουφάει τὸ παρὸν μὲ τὴν ἀμεριμνησιὰ τοῦ αἰώνιου.

Ἄσχετος μὲ τὸν θάνατο ποὺ θὰ τὸν θερίσει, ἄσχετος μὲ τὴν προδοσία τῆς σάρκας
του ποὺ κάθε μέρα μαραίνεται καὶ κάποτε θὰ σαπίσει στὸ χῶμα.

Ἡλιοκαμμένο ἀγόρι, μὲ τὸ ζαρκαδίσιο κορμὶ καὶ τὰ ἁλατισμένα ματόκλαδα, τί σχέση
ἔχεις ἐσὺ μὲ τὸν αὐριανὸ ἑαυτό σου, τὸν γέροντα ποὺ σέρνεται μὲ τρεμάμενα μέλη,
κυρτωμένος, εὔθραυστος, κι ἀδύναμο φῶς στὰ σακουλιασμένα του μάτια. Καὶ σὺ ὁλόδροσο
κορίτσι, σπαρταριστὸ κορμὶ ἡδονικοῦ λεόπαρδου, πῶς μεταλλάζεις τὸ διάφανο δέρμα,
τὸ ὁλόφωτο βλέμμα, τὸ κρουστὸ στῆθος, τὰ ζωντανὰ μαλλιὰ ὅπου ἀνασαίνει ὁ ἄνεμος.
Πῶς μεταλλάζεις σὲ μαραμένη κίτρινη γεροντικὴ σάρκα, στρεβλὲς ἀρθρώσεις, μελανιασμένες
φλέβες, κομπιαστὴ ἀνάσα. Ποιός εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἑαυτός μας, τὸ πραγματικό μας πρόσωπο.
Πότε καὶ ποῦ σαρκώνεται ἡ ἀληθινή μας ταυτότητα, ποιός ὁ «πυρήνας» τῆς ὕπαρξής μας,
τὸ πραγματικὸ «ὑποκείμενο» τόσο τοῦ κάλλους ὅσο καὶ τῆς φθορᾶς.

Κάθε χούφτα χῶμα, μιὰ χούφτα θάνατος. Σβυσμένα ροδοπέταλα, σβυσμένα μάτια, ἀφανισμένη
ἀνατριχίλα καλλίγραμμης σάρκας, ξέπλεκα ὀστὰ πουλιῶν, ζώων, ἀνθρώπων. Τόση μοναδικότητα
πνιγμένη στὸ ἴδιο πάντα οὐδέτερο χῶμα, στὸ ἀδηφάγο στόμα τῆς γῆς ποὺ μᾶς περιμένει
ὅλους. Τὸ χῶμα ψηλαφητὸς θάνατος, τὸ ἐπέκεινα ἀψηλάφητη ἐλπίδα.

Πῶς παρεδόθημεν τῇ φθορᾷ πῶς συνεζεύχθημεν τῷ θανάτῳ;

Στροβιλιζόμαστε στὸ κενό, στὸ ἀξεδιάλυτο μυστήριο τοῦ θανάτου. Ἀναρίθμητοι γαλαξίες
γύρω ἀπὸ μᾶς καὶ πέρα ἀπὸ μᾶς, ἀστέρια ὡς ἡ ἄμμος ἡ παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης.
Κόσμοι νεκροί, δίχως χαμόγελα ἀνθῶν, τραγούδια πουλιῶν, χρώματα στὸ ἡλιοβασίλεμα.
Ἕνα ζευγάρι ἀνθρώπινα μάτια καὶ ἡ συνείδηση πίσω ἀπὸ τὸ ἔκπληκτο βλέμμα, εἶναι ἕνα
«ἄλλο» ἀπροσμέτρητο σύμπαν. Καὶ μέσα στὸ «ἄλλο» αὐτὸ σύμπαν ψάχνουμε τὸ αἴνιγμα
τοῦ θανάτου. Οἱ νεκροὶ κόσμοι τῶν γαλαξιῶν δὲν τὸν ξέρουν τὸν θάνατο, μόνο ἡ ἐλάχιστη
γῆ μας ποὺ σφύζει ἀπὸ ζωή, συμπυκνώνει σὲ κάθε χούφτα χῶμα τόσο θάνατο.

Τί σημαίνει ἡ μοναδικότητα τῆς γῆς μας μέσα στὸ ἄπειρο σύμπαν, τί σημαίνει ἡ
μοναδικότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπινου προσώπου μέσα στὴν ἀπειρία τῶν γενεῶν. Ἄνθρωποι
τῆς προϊστορίας, τῶν σπηλαίων, τῆς λίθινης ἐποχῆς. Πόσο ἦταν τὸ ζωώδικο ἔνστιχτο
καὶ πόση ἡ προσωπικὴ ἑτερότητα ἡ ἀποτυπωμένη στὴ μορφή τους. Καὶ οἱ φυλὲς τῶν κανιβάλων
ἀκόμα σήμερα, γυμνοί, κτηνώδεις, μὲ χαραγμένες, παραμορφωμένες ὄψεις, χαλκάδες στὴ
μύτη καὶ στ᾿ ἀφτιὰ τὰ κρεμασμένα ὣς τοὺς ὤμους. Ἢ τὰ μογγολικὰ παιδιά, οἱ περιπτώσεις
τῆς βαριᾶς «ἰδιωτείας», τὰ χαμένα πρόσωπα τῶν ψυχασθενῶν, οἱ σχιζοφρενικοί, ἡ γεροντικὴ
ἄνοια. Κι ἀκόμα, οἱ μυριάδες τὰ νεκρωμένα ἔμβρυα, τὰ ἀναρίθμητα γονιμοποιημένα ὠάρια
ποὺ ἀποβάλλονται ἀπὸ τὸ μητρικὸ κορμὶ λίγες βδομάδες πρὶν ἀποκτήσουν μιὰ παλλόμενη
καρδιά. Ποιός ἀποφασίζει γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀμείλικτη φυσικὴ ἐπιλογή: ἡ ἴδια ἡ φύση ἀπὸ
μόνη της, ἢ ὁ Θεός. Ποιός μπορεῖ νὰ πεῖ τὸ ὅριο ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ στὸν μὴ
– ἄνθρωπο, στὴν πραγματικότητα καὶ στὴ δυνατότητα, στὸ δεδομένο καὶ στὸ ἐνδεχόμενο.

Ἡ σκέψη μας δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει τὴν προσωπικότητα ἀνενέργητη, δίχως σκέψη,
λόγο, κρίση, φαντασία, θέληση, ἔκφραση. Ὅπως δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει καὶ τὴν ὕπαρξη
ἔξω ἀπὸ χῶρο, χρόνο καὶ ἀριθμό. Μὲ ποιά νοητικὴ εἰκόνα νὰ συλλάβουμε τὴν ἀνθρώπινη
ὕπαρξη μετὰ τὸν θάνατο, τὴν προσωπικὴ ἑτερότητα δίχως σωματικὲς καὶ ψυχικὲς ἐνέργειες.
Τί σημαίνει ὕπαρξη «ὑπὲρ τὸ ποῦ», πῶς «ὅλοι» ἀθανατίζονται καὶ ποιοί εἶναι αὐτοὶ
οἱ «ὅλοι» ὅταν δὲν ξέρουμε τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸ γονιμοποιημένο ὠάριο καὶ τὴν ἐνσυνείδητη
προσωπικότητα, στὴν ἐνσυνείδητη προσωπικότητα καὶ τὴν ἐκ γενετῆς παράνοια ἢ ἄνοια.

Μάθαμε τὴ συγκρότηση τοῦ πυρήνα τῶν ἀτόμων, τὴ δομὴ τοῦ DΝΑ, τὴ σύνθεση τοῦ φωτός,
τὰ στοιχεῖα τῆς ὕλης τῶν ἀπώτατων γαλαξιῶν. Καὶ δὲν ξέρουμε νὰ ὁρίσουμε οὔτε τὴν
ἔναρξη οὔτε τὸ πέρας τοῦ ἀνθρώπινου ὑποκειμένου, τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Ψάχνουμε τὸ αἴνιγμα τῆς ὕπαρξής μας, τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ὅπως
βλέπουμε τὰ σκουλίκια στὸ ἀπόβροχο νὰ ψάχνουν τὴ λάσπη. Τυφλά, μέσα σὲ προκαθορισμένα,
ἀξεπέραστα ὅρια. Ἡ σκέψη καὶ ὁ λόγος δὲν μᾶς ἐξασφαλίζουν παρὰ μόνο ψευδαισθήσεις
γνώσης, μόνο παραβολές, ἀλληγορίες, εἰκόνες μέσα ἀπὸ ἔσοπτρα καὶ αἰνίγματα. Γαντζωνόμαστε
σὲ ἐμπειρίες ἄλλων, ἐμπειρίες ἀνθρώπων ποὺ μαρτυροῦν πὼς εἶδαν τὸν Θεό, πὼς

μίλησαν μαζί Του. Καὶ ἀντικειμενοποιοῦμε αὐτὲς τὶς ἄρρητες ἐμπειρίες σὲ τετράγωνες
ἔννοιες ποὺ στηρίζουν τὴ λογική μας. Γιὰ νὰ χτίσουμε πάνω στὴ λογικὴ τὴν ψυχολογική
μας αὐτάρκεια, τὴ θωράκιση ποὺ ἀποτρέπει τὸ φόβο καὶ τὸν πανικό.

Ποῦ ἐστιν ἡ τοῦ κόσμου προσπάθεια; Ποῦ ἐστιν ἡ τῶν προσκαίρων φαντασία; Πάντα
κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά.

Ἴσως νὰ ὑπάρχει «ἄλλη» γνώση ἐκεῖ ποὺ τελειώνει ἡ σίγουρη γνώση. Ἴσως νὰ ἀνατέλλει
πιὸ σίγουρη γνώση ὅταν ὅλα γίνονται σκόνη, τέφρα καὶ σκιά.

O dark dark dark. They all go into the dark,

The vacant interstellar spaces, the vacant into the vacant.

I said to my soul, be still, and let the dark come upon you

Which shall be the darkness of God.

Καὶ τότε ἀδολεσχεῖ ὡς ἐξεστηκώς, καὶ λέγει· τίς ἆρα ἡ αἰτία τοῦ ποιῆσαι τὸν
κόσμον τοῦτον πρῶτον, καὶ πλατῦναι αὐτόν, καὶ πλουτῆσαι τοῦτον οὕτως ἐν τῷ πυκασμῷ
καὶ τῷ πλήθει τῶν εἰδῶν καὶ τῶν φύσεων, καὶ θέσθαι ἐν αὐτῷ αἰτίας, καὶ ὕλας, καὶ
ἀνταγωνίσματα τῶν πολλῶν παθῶν; Καὶ πῶς ἐν πρώτοις ἔθετο ἡμᾶς ἐν αὐτῷ, καὶ ἔπηξεν
ἐν ἡμῖν τὴν ἀγάπην τῆς πολυζωΐας αὐτοῦ, καὶ ἐξαίφνης μεταίρει ἡμᾶς ἐξ αὐτοῦ διὰ
θανάτου, καὶ διαφυλάττει ἡμᾶς καιρὸν οὐ μικρὸν ἐν ἀναισθησίᾳ καὶ ἀκινησίᾳ καὶ ἀφανίζει
τὰς μορφὰς ἡμῶν, καὶ ἐκχέει τὴν κρᾶσιν ἡμῶν, καὶ συμμίσγει αὐτὴν ἐν τῇ γῇ, καὶ παραχωρεῖ
καταλυθῆναι, καὶ ἐκτακῆναι, καὶ ρυῆναι τὴν κατασκευὴν ἡμῶν, ἕως οὗ παντελῶς ἀπογένηται
τῆς ἀνθρωπίνης κατασκευῆς.

Ὑπάρχει ἕνας τρόπος νὰ ἀπορεῖς, ἐνῶ ἐμπιστεύεσαι. Κι αὐτὸ τὸν τρόπο τὸν ψηλαφοῦμε
μόνο στὸν ἔρωτα. Ὁ ἔρωτας σημαίνει πίστη, ἐμπιστοσύνη, αὐτοπαράδοση. Εἶσαι μέσα
στὴ σκοτεινιὰ ἀτέλειωτων ἀναπάντητων ἐρωτημάτων. Ὅμως ἐγκαταλείπεσαι στὸν πόθο,
κι αὐτός, σὲ βεβαιώνει ἂν ὁ Ἄλλος ποθεῖ τὸν πόθο σου. Καὶ τότε ἔχουν ἀπαντηθεῖ τὰ
ἐρωτήματα δίχως ἀπάντηση. Τὰ σημαινόμενα λειτουργοῦν δίχως σημαίνοντα. Εἶναι μόνη
ἡ γλώσσα τῆς ἀναφορᾶς, ἡ γλώσσα τοῦ πόθου. Αὐτὴ ποὺ μιλάει τὸ βρέφος θηλάζοντας
τὸ στῆθος τῆς μάνας. Αὐτὴ ποὺ μιλᾶνε οἱ ἐρωτευμένοι στὴ σιωπὴ τῆς «μίας σάρκας».

Λοιπὸν ἐκ τούτου ὑψοῦται ἐν τῷ νοῒ αὐτοῦ ἐν ἐκπλήξει λέγων· πῶς τὴν κτίσιν
ἐκ μὴ ὄντων εἰς τὸ εἶναι παρήγαγεν, ἤγουν τὰ πλήθη τῶν διαφόρων πραγμάτων, τὰ ἀναρίθμητα;
Καὶ πῶς πάλιν μέλλει διαφθεῖραι αὐτὴν ἐκ τῆς θαυμαστῆς ταύτης εὐταξίας, καὶ ἐκ τοῦ
κάλλους τῶν φύσεων, καὶ ἐκ τοῦ δρόμου τοῦ εὐτάκτου τῶν κτισμάτων; Ὥρας καὶ καιροὺς
καὶ τὴν συνάφειαν τῆς νυκτὸς καὶ τῆς ἡμέρας, μεταβολὰς συνεργοὺς τοῦ χρόνου, τὰ
ἐκ τῆς γῆς ποικίλα ἄνθη, τὰς καλλίστας οἰκοδομὰς τῶν πόλεων, καὶ τὰ ἐν αὐταῖς ὡραῖα
παλάτια, καὶ τὸν ταχύτατον τῶν ἀνθρώπων δρόμον, τὴν φύσιν αὐτῶν τὴν μοχθηρὰν ἀπὸ
τῆς εἰσόδου αὐτῆς ἕως τῆς ἐξόδου; Καὶ πῶς ἐξαίφνης καταργεῖται ἡ θαυμαστὴ τάξις
αὕτη, καὶ ἥξει ἄλλος αἰών, καὶ παντελῶς ἡ μνήμη τῆς πρώτης ταύτης κτίσεως οὐκ ἀναβήσεται
ἐν καρδίᾳ τινός, καὶ ἀλλοίωσις ἄλλη γενήσεται, καὶ ἄλλοι διαλογισμοί, καὶ ἄλλη μέριμνα;

Τὸ σκοτάδι αὐτῶν τῶν ἐρωτημάτων εἶναι ἡ φυσικὴ ἀπόσταση ποὺ χωρίζει τὸν ἄνθρωπο
ἀπὸ τὸν Θεό. Πάντα ἀπέχει τοῦ Θεοῦ, οὐ τόπῳ, ἀλλὰ φύσει. Εἶναι ἡ φύση μας
ποὺ μᾶς ἀποκλείει ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις αὐτῶν τῶν ἐρωτημάτων. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ νὰ ἀρνηθεῖς
τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, τὴν αἰωνιότητα τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, εἶναι μιὰ φυσικὴ στάση.
Καταλαβαίνεται. Νὰ μεταποιήσεις τὴ φυσικὴ ἀπόσταση σὲ προσωπικὴ σχέση,
εἶναι ἄθλημα αὐτοπαραίτησης ἀπὸ τὴ φύση, εἶναι ὁ ἔρωτας.

Ἆρα πόσον καιρὸν συνίσταται οὗτος ὁ αἰών; καὶ πότε ἀρχὴν λαμβάνει ὁ μέλλων;
καὶ πόσον ἆρα πάλιν κατεύδουσι τὰ σκηνώματα ταῦτα καιρὸν ἐν τῷ σχήματι τούτῳ, καὶ
τὰ σώματα ἔσονται τῷ χοΐ ἅμα συμμεμιγμένα; καὶ πῶς ἆρα γίνεται ἡ διαγωγὴ ἐκείνη;
καὶ ἐν ποίᾳ μορφῇ αὕτη ἡ φύσις ἀνίσταται καὶ συνίσταται; καὶ ἐν ποίῳ τρόπῳ ἔρχεται
εἰς τὴν δευτέραν κτίσιν; Καὶ ἐν τῷ εἰς ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα ἀδολεσχεῖν, ἐπιπίπτει
ἐπ᾿ αὐτὸν ἔκπληξις καὶ ἥσυχος σιωπῆ, εἶθ᾿ οὕτως ἀνίσταται τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ καὶ γόνυ
κλίνει, καὶ εὐχαριστίας ἀναπέμπει καὶ δοξολογίας μετὰ δακρύων ἱκανῶν τῷ μόνῳ σοφῷ
Θεῷ, τῷ ἐν τοῖς πανσόφοις ἔργοις αὐτοῦ δοξαζομένῳ ἀεί.

Τὸ δῶρο τῆς εὐχαριστίας στὴ θέση τῶν ἀναπάντητων ἐρωτημάτων. Ὑπὲρ πάντων,
ὧν ἴσμεν καὶ ὧν οὐκ ἴσμεν.

I said to my soul, be still, and wait without hope

For hope would be hope for the wrong thing; wait without love

For love would be love for the wrong thing; there is yet faith

But the faith and the love and the hope are all in the waiting.

Wait without thought, for you are not ready for thought:

So the darkness shall be light, and the stillness the dancing.


ΓΛΩΣΣΑΡΙ

Συντάχθηκε ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο Ματέυ.

1. OUVERTURE: ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Μουσικὴ σύνθεση γιὰ ὄργανα, ποὺ ἔχει σκοπὸ νὰ εἰσαγάγει τὸν ἀκροατὴ στὴν ἀτμόσφαιρα
τοῦ ἀρχόμενου ἔργου (ὄπερας, ὀρατόριου, κ.λπ.). Ἔχουν γραφτεῖ εἰσαγωγὲς καὶ σὲ ἔργα
πρόζας, ὅπως αὐτὴ τοῦ Μπετόβεν γιὰ τὸν Ἔγκμοντ τοῦ Γκαῖτε.

2. MODULATIO: ΜΕΤΑΤΡΟΠΙΑ

Ἀλλαγὴ τονικῆς κλίμακας κατὰ τὴν ἐξέλιξη μιᾶς μελωδίας. Οἱ ἁπλούστερες μετατροπὲς
εἶναι ἀπὸ μείζονα τρόπο σὲ ἐλάσσονα καὶ ἀντίστροφα, καθὼς καὶ ἡ μετάβαση
στὶς τονικότητες δεσπόζουσαὑποδεσπόζουσα καὶ τὶς παράλληλες πρὸς
αὐτὲς ἐλάσσονες.

3. ΑΡΡOGGIATURA: ΕΠΕΡΕΙΣΗ (ἐπὶ καὶ ἐρείδομαι)

Μουσικὸ ποίκιλμα ποὺ συνίσταται στὴν ἐκφορά, πρὶν ἀπὸ τὸν κυρίως ἁρμονικὸ φθόγγο
καὶ σὲ βάρος τοῦ ὁλικοῦ του χρόνου, ἑνὸς φθόγγου δυσαρμονίας, ποὺ λειτουργεῖ ὡς
προσαγωγή.

4. ΝΟΤΕS DE PASSAGE: ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Φθόγγοι τῆς μελωδίας ξένοι πρὸς τὶς ἑκατέρωθεν συγγορδίες καὶ ποὺ συνδέουν βαθμηδὸν
δυὸ φθόγγους τῶν ἑκατέρωθεν συγχορδιῶν.

5. ΙΝΤΕRVALLUM: ΜΟΥΣΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ

Ἡ διαφορὰ ὕψους δύο φθόγγων ἢ ὁ λόγος τῶν συχνοτήτων τους. Οἱ τρόποι, οἱ κλίμακες,
οἱ συγχορδίες ὁρίζονται ἀπὸ τὰ διαστήματα μεταξὺ τῶν φθόγγων ποὺ τὶς συγκροτοῦν.

6. DIVERΤΙΜΕΝΤΟ: ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΜΟΣ

«Μεταβατικὸ» μουσικὸ κομμάτι, συνήθως σύντομο, ποὺ παρεμβάλλεται ἀνάμεσα σὲ τμήματα
μεγαλύτερου ἔργου (π.χ. ἀνάμεσα στὶς ἄριες μιᾶς ὄπερας), γιὰ νὰ γεφυρώσει τὸ κενὸ
καὶ νὰ διατηρήσει τὴν προσοχὴ τοῦ ἀκροατῆ.

7. ΡROMENADE PARMI LES TONS VOISINS

Μελωδικὴ κίνηση ποὺ ὁδηγεῖ (τὴ μελωδία) νὰ καταλήξει στὴ συγχορδία τῆς τονικῆς

– στὴ βασικὴ συγχορδία τὴ δηλωτικὴ τῆς κλίμακας στὴν ὁποία εἶναι γραμμένο τὸ κομμάτι.

8. SCHERΖΟ : «ΣΚΕΡΤΣΟ»

Ἐλαφρὸ μουσικὸ κομμάτι σὲ τριαδικὸ μέτρο, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀντικαθιστᾶ τὸ μενουέττο
σὲ μιὰ σονάτα ἢ συμφωνία, ἢ νὰ ἀποτελεῖ αὐτοτελὲς ἔργο.

9. STRΕΤΤΟ: ΣΤΕΝΗ – ΣΦΙΧΤΗ ΕΚΦΟΡΑ

Μορφολογικὸς ὅρος ποὺ ἀναφέρεται στὸν κανόνα ἢ στὴ φούγκα, ὅταν οἱ διάφορες ἐπιμέρους
μελωδικὲς ἀκολουθίες ἢ φωνὲς εἰσάγονται ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη σὲ μικρὰ (στενὰ) χρονικὰ
διαστήματα, πρὶν δηλαδὴ ὁλοκληρωθεῖ ἡ ἔκθεση τῆς προηγούμενης φωνῆς.

10. ΕΧΡΟSITION AU RELATIF

Ἡ κατὰ τὴν ἔκθεση (exposition) -τὸ ἐναρκτήριο δηλαδὴ στάδιο τῆς φούγκας- διαδοχικὴ
παρουσίαση ὅλων τῶν φωνῶν. Τὸ θέμα ἐκφέρεται ἀρχικὰ ὡς πρώτη φωνή, στὴν τονική,
μετὰ ὡς δεύτερη φωνή, στὴ δεσπόζουσα, ὁπότε τὸ ὀνομάζουμε ἀπάντηση, κατόπιν
ὡς τρίτη φωνή, πάλι στὴν τονικὴ σὲ διάστημα ὀγδόης ἄνω ἢ κάτω, μετὰ πάλι ὡς ἀπάντηση
κ.ο.κ, ὥσπου νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἡ ἔκθεση.

11. COMMA: ΚΟΜΜΑ

Πολὺ μικρὸ μουσικὸ διάστημα, ποὺ προκύπτει κατὰ τὴ σύγκριση διαστημάτων ποὺ διαφέρουν
ἐλάχιστα μεταξύ τους. Π.χ. τὸ κόμμα ἀνάμεσα στὰ διαστήματα δευτέρας Dο – Re καὶ
Re – Mi τῆς φυσικῆς κλίμακας ἀντιστοιχεῖ σὲ λόγο συχνοτήτων 8/7 πρὸς 9/8 = 64/63.
Τὸ πυθαγόρειο κόμμα εἶναι τὸ κόμμα ἀνάμεσα στὴ δωδέκατη ἀνιούσα καθαρὴ πέμπτη
καὶ στὴν ἕβδομη ἀνιούσα ὀγδόη ἑνὸς βασικοῦ φθόγγου. Μὲ βασικὸ φθόγγο τὸ Dο, ἡ μία
ἀκολουθία δίνει Si # καὶ ἡ ἄλλη Dο. Ἀντιστοιχεῖ σὲ λόγο συχνοτήτων 2: 3/2 ἢ περίπου
1:1,014.

12. CANTUS FIRMUS: ΣΤΑΘΕΡΟ ΑΣΜΑ

Μουσικὸ θέμα ποὺ χρησιμεύει ὡς βάση καὶ συνδετικὸς ἱστὸς σὲ μιὰ πολυφωνικὴ σύνθεση.
Δὲν εἶναι ἴσως ἡ βασικὴ μελωδία, ἀλλὰ μᾶλλον τὸ ὑπόβαθρο, τὸ ὁδηγητικὸ νῆμα τῆς
σύνθεσης. Ὅταν ἄρχισε νὰ ἀναπτύσσεται ἡ πολυφωνικὴ μουσική, οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ὕμνοι
ποὺ ὣς τότε ψάλλονταν σὲ μονοφωνία, δίνονταν στὶς μεσαῖες φωνές, δηλαδὴ σὲ τενόρους
(=κρατητές, ἀπὸ τὸ teneo=κρατῶ) ὡς Cantus Firmus, ἐνῶ οἱ ἄλλες φωνὲς ἀναπτύσσονταν
γύρω ἀπὸ αὐτὸ τὸ σταθερὸ ἄσμα.

13. RICERCARE: ΨΑΧΝΩ, ΑΝΑΖΗΤΩ, ΔΙΕΡΕΥΝΩ

Ὁ ὅρος χρησιμοποιεῖται ὡς οὐσιαστικὸ καὶ ἀναφέρεται σὲ ἕνα εἶδος περίπλοκης πολυφωνικῆς
σύνθεσης, ὅπου ἕνα ἢ περισσότερα θέματα ἀναπτύσσονται σὲ πυκνὴ ἀντίστιξη, ἔτσι ὥστε
ὁ ἀκροατὴς νὰ πρέπει νὰ «ψάξει» γιὰ νὰ τὰ ἀναγνωρίσει μέσα στὸ πολυφωνικὸ πλαίσιο.

14. REPRISE: ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ

Μουσικὴ ἐπαναφορὰ τοῦ κύριου κομματιοῦ τοῦ ἔργου, μᾶλλον σύντομη καὶ ζωηρή, ἔχει
τὸν προαιρετικὸ χαρακτήρα τῶν intermezzi στὴ σουίτα.

15. ΙΜΙΤΑΤΙΟΝ: ΜΙΜΗΣΗ, ΑΠΟΜΙΜΗΣΗ

Τμῆμα ἑνοποιὸ τῆς μουσικῆς σύνθεσης, ποὺ ἐνῶ δὲν εἷναι καθαυτὸ κανόνας, ἀποτελεῖ
«ἀπομίμηση» κανόνα, ἀναπαράγοντας ἕνα μουσικὸ θέμα σὲ διάφορα τονικὰ ὕψη.

16. ΙΝΤΕRLUDE: ΠΑΡΕΜΒΑΤΙΚΟ ΠΟΙΚΙΛΜΑ

Σύντομο μουσικὸ κομμάτι ποὺ παρεμβάλλεται ἀνάμεσα στὰ κύρια μέρη ἑνὸς μεγαλύτερου
ἔργου. Στὸν 17ο καὶ 18ο αἰώνα ὀνομάσθηκαν ἰντερλούδια τὰ σύντομα μουσικὰ
κομμάτια μὲ τὰ ὁποῖα τὸ ἐκκλησιαστικὸ ὄργανο γεφύρωνε ψαλμοὺς καὶ ὕμνους.

17. DISSΟΝΑΝΤΙΑ ἢ DISSΟΝΑΝΖΑ: ΔΥΣΑΡΜΟΝΙΑ

Συγχορδία ποὺ δὲν προκαλεῖ στὸ αὐτί μας αἴσθημα κατάληξης καὶ ἠρεμίας, ἢ νότα
ποὺ ἀνήκει σὲ μιὰ τέτοια δυσαρμονικὴ συγχορδία. Τὸ ἄκουσμά της μᾶς προκαλεῖ αἴσθημα
προσδοκίας γιὰ «λύση» (resolutio) τῆς δυσαρμονίας ἀπὸ μιὰ ἁρμονικὴ συγχορδία ἢ νότα.

18. CONCLUSION SUR PÉDALE DE DΟΜΙΝΑΝΤΕ: ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΜΕ ΠΕΝΤΑΛ ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑΣ

Ἡ λέξη «πεντάλ», προερχόμενη ἀπὸ τὴ χρήση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὀργάνου,
σημαίνει τὸ ἰσοκράτημα μιᾶς νότας, συνήθως τῆς τονικῆς ἢ τῆς δεσπόζουσας,
ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς συγχορδίες ποὺ ἀκούγονται στὶς ἄλλες φωνές. Στὸ τελευταῖο μέρος
μιᾶς φούγκας, «κατάληξη μὲ πεντὰλ τῆς δεσπόζουσας» σημαίνει νὰ ἀκούγεται
τὸ ἰσοκράτημα τῆς δεσπόζουσας, ἐνῶ ἀκοῦμε γιὰ τελευταία φορὰ θέμα, ἀπάντηση καὶ ἀντίθεμα.

19. ΤΕ DEUM

Δοξολογικὸς ὕμνος (Te Deum laudamus). Πολλοὶ συνθέτες ἔχουν γράψει Te Deum ὡς
σύνθετα ἔργα μὲ τὴ μορφὴ ὀρατόριου, μὲ μεγάλη ποικιλία μουσικῶν μορφῶν ἀνάμεσα στὶς
ἐπιμέρους «ὠδὲς» (canticles) τοῦ ὕμνου.

3 Comments

  1. Christina

    Η κάθοδος, η περιήγηση…το ανασκάλεμα αλλά και το ανασάλεμα στην αποθήκη , άγγιξε και ταρακούνησε τα συναισθήματα…

    Reply
  2. ενεργειακα νεα

    Αυτό είναι ακριβώς που χρειαζόμουνα.
    Και το βρήκα με μια απλή αναζήτηση στη λέξη στο bing.

    Reply
  3. Athinanews

    Μόλις προστέθηκε στα αγαπημένα
    μου! Μ’ αρέσει πολύ το site.
    Συνέχισε τηνκαλή δουλειά σου.

    Reply

Leave a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *