όταν αποφάσισα να εκτεθώ μέσω αυτού του ιστολογίου, ήθελα να αποφύγω αναδημοσιεύσεις. Σκεφτόμουνα πως όσο φτωχός και να είναι ο λόγος μου, είναι δικός μου και μόνον αυτόν θα εκθέσω. Δεν άντεξα όμως και θέλω να αναδημοσιεύσω ένα κείμενο της νεαρής “προτεζέ” μου, της Άννας Καραθανάση, γιατί νοιώθω πως έγραψε κάτι ξεχωριστό.. Απολαύστε το..
Ένα παραμύθι..;
‘’Ήθελα να περιγράψω αυτό που νιώθανε τα δέντρα να συμβαίνει γύρω τους, ή τα ζωάκια..είμαι σίγουρος ότι νιώθανε τον παραλογισμό και ήταν φρικαρισμένα ‘’, δήλωσε ο Γιάννης Αγγελάκας όταν ρωτήθηκε πώς εμπνεύστηκε τη μουσική για την ταινία ‘’ψυχή βαθιά’’. Την ώρα αυτή λοιπόν που διαβάζετε το παρόν κείμενο, θα θελα να ακούτε ταυτόχρονα το κομμάτι(ψυχή βαθιά-έρημα βουνά) , γιατί αυτό ενέπνευσε και μένα να γράψω ετούτο το ‘’παραμύθι;’’
Η Ελπίδα ήταν ένα μικρό καφετί κουταβάκι μόλις τριών εβδομάδων .. γεννήθηκε στην αυλή του σπιτιού του δεκαοχτάχρονου Άρη . Κάθε που χάραζε η νέα μέρα, έτρεχε να προλάβει την πρωινή της βόλτα πριν ο αγαπημένος της φίλος ξυπνήσει και την αναζητήσει. Η διαδρομή συνήθως ήταν η ίδια.. από τον όμορφο πλάτανο που βρισκόταν δίπλα από το ξύλινο σπιτάκι της, έως την πελώρια γέρικη ελιά που δέσποζε περήφανη στο κέντρο της πλατείας του χωριού. Η ζωή της έμοιαζε να ‘ναι σκυλίσια όπως συνήθιζαν να λένε εκείνοι που την παρατηρούσαν συχνά να ‘ναι αραγμένη στο καταπράσινο γρασίδι απολαμβάνοντας το ζεστό ήλιο. Οι μέρες κυλούσαν και ο Ελπίδα όλο και μεγάλωνε παρέα με τη φροντίδα και τα γεμάτα αγάπη χάδια του Άρη. Τα δεντράκια που σας ανέφερα παραπάνω ήταν και εκείνα καλοί φίλοι μεταξύ τους. Μπορεί να τους χώριζαν μερικά μέτρα, καθώς ο κορμός και των δύο ήταν καλά ριζωμένος στο χώμα, μα έστελναν τα νέα τους ο ένας στον άλλο παρέα με το αεράκι που χάιδευε απαλά κάθε φύλλο τους . Όλα έμοιαζαν να κυλούν ιδανικά μέχρι εκείνη την ημέρα που..
Σούρουπο.. καθισμένη στον κορμό του πλατάνου τον ρώτησε..
-Νιώθω τους γρήγορους παλμούς του κορμιού σου και τα φύλλα σου σφυρίζουν παράξενες ανήσυχες μελωδίες. Τι έχεις;
-Ό, τι και συ, απάντησε. Νιώθω το κακό που έρχεται. Τα πουλιά έχουν πάψει να ξεκουράζονται στα κλαδιά μου και πετούν αναστατωμένα στον γκρίζο ουρανό που και αυτός σήμερα μοιάζει θλιμμένος. Οι σταγόνες της βροχής που έρχεται νομίζω πως δε θέλουν να με δροσίσουν μα να ποτίσουν με δάκρυα τις ρίζες μου.
Η ελιά δεν θέλει να μου μιλήσει .Τα χρόνια της, της έχουν διδάξει πολλά, μα αυτό που θα συμβεί δε θέλει να μου το περιγράψει. Μου πε μόνο να μαζέψω τα απλωμένα κλαδιά μου μήπως και καταφέρω να τα προστατέψω. Μου πε να προσευχηθούμε απόψε..
Τη συζήτηση διέκοψε ο Άρης. Βγήκε βιαστικά από το σπίτι κρατώντας στα χέρια του ένα παράξενο αντικείμενο . Περπάτησε τόσο βιαστικά που χάθηκε από μπροστά τους σχεδόν αμέσως. Φύσηξε ένα παγωμένο αεράκι και τους μετάφερε τα λόγια της ελιάς..
-Όπλο είναι, με αυτό ‘’προστατεύονται’’ οι άνθρωποι στον πόλεμο..
-Τι είναι πόλεμος; Ρώτησαν ο πλάτανος και η Ελπίδα με τρεμάμενη φωνή. Η απάντηση δεν άργησε να έρθει.
– Πόλεμος είναι να σκοτώνεις το είδος σου, να ξεχνάς να αγαπάς και να θυμάσαι να καταστρέφεις κάθε μορφή ζωής , κάθε ιδανικό, κάθε σου κύτταρο. Μπορεί ακόμη να πάρει τόσες πολλές μορφές που να μην πάρεις χαμπάρι πως σε πολεμάνε. Πόλεμος είναι το κλάμα της μάνας πάνω από τις λαβωματιές του παιδιού της, είναι οι λάκκοι που σκάβουν οι βόμβες, είναι το μοιρολόι της φύσης που νιώθει να πονά, είναι ο άνθρωπος που γίνεται απάνθρωπος και τελικά μπορεί και να ‘ναι απλά μια ‘’μπίζνα’’ όπως άκουσα κάποτε να μονολογεί ένας παππούλης που είχε κάτσει πλάι μου να ξαποστάσει..
Ακούστηκαν δυνατοί κρότοι και ο σκοτεινός ουρανός φωτίστηκε με ένα κοκκινοκίτρινο φως. Ακούστηκαν ουρλιαχτά και τα φύλλα των δέντρων να ψιθυρίζουν ‘’αλλοίμονο’’. Πέρασαν μέρες και νύχτες καταστροφής. Έμοιαζε πια ο κόσμος να μη ζει, απλά να υπάρχει. Είχε μπει ο χειμώνας για τα καλά και ο ήλιος με σύμμαχο τον καιρό έμοιαζε και αυτός απογοητευμένος να μην θέλει να ζεστάνει τις παγωμένες καρδιές. Και οι μέρες περνούσαν..
Ώσπου ήρθε εκείνο το πρωινό και φάνηκε να ξημέρωνε μετά από καιρό. Δεν ακουγόταν πια φωνές, ούτε δυνατοί κρότοι. Μόνο μια παράξενη ηρεμία επικρατούσε, όπως όταν βγαίνει το ουράνιο τόξο μετά από τη μπόρα.
-Τρέξε στην ελιά. Είναι στην ελιά- φώναξε με όλη του τη δύναμη ο πλάτανος και η Ελπίδα με όση ελπίδα της είχε απομείνει ξεκίνησε για εκεί. Ήταν γυρμένος στο υγρό χώμα κάτω από τη σκιά της, κουρασμένος και χλωμός. Τον πλησίασε με κατεβασμένα αυτιά κουνώντας διστακτικά την ουρά της. Άρχισε να του γλύφει τις πληγές . Ο Άρης της χαμογέλασε και ήταν αλήθεια η πρώτη φορά που η πιστή του φίλη κατάλαβε την ανθρώπινη μιλιά..
‘’Θα γίνω καλά Ελπίδα και θα κάνω μια κόρη. Θα την ονομάσω Ειρήνη’’. Περπατώντας και οι δύο αργά πήραν το μονοπάτι για το σπίτι. Φύσηξε ένα δροσερό αεράκι. Και η ελιά είπε..
Ειρήνη είναι η μυρωδιά του ζεστού ψωμιού στο τραπέζι. Το γρήγορο καρδιοχτύπι που σημαίνει χαρά και όχι φόβο, το ολόγιομο φεγγάρι που ξεπροβάλει από το γκρίζο σύννεφο, τα αθώα παιδικά μάτια, το ζεστό φως των άστρων που αγκαλιάζει τη γη, το κρυστάλλινο νερό που ξεπλένει και ξεδιψά τον διαβάτη, το γιασεμί στις ασβεστωμένες αυλές των σπιτιών, ο κισσός που βρίσκει πάντα μέρος να αναρριχηθεί ώστε να συνεχίσει να μεγαλώνει, οι αχτίδες του ήλιου που βοηθούν τη ζωή, το γαλάζιο της θάλασσας, τα αγριολούλουδα που κάνουν φιλόξενο κάθε χώμα, τα λόγια αγάπης και τα ζεστά φιλιά κάτω από τα δέντρα, ο έρωτας..
Ο Άρης κούνησε το κεφάλι καταφατικά και τα μάτια του έλαμψαν..σαν μόλις να κατάλαβε τη γλώσσα της φύσης..
Ξημέρωνε και φύσηξε ένα ζεστό αεράκι. Ίσως ικανό να σκορπίσει μακριά τα λάθη και το φόβο..
Καραθανάση Άννα
περισσότερα κείμενα της Άννας μπορείτε να διαβάσετε στο Skylos.gr