…οι μερακλίδικες καρδιές δεν ξέρουν απο στρατηγικές

Πίστευα ακόμα στον Άη-Βασίλη. Παραμονές χριστουγέννων, έγραψα ένα γράμμα και ζητούσα να μου φέρει μιά κιθάρα. Είχα δεί έναν γείτονα, γύρω στα 18 να κάθεται στα σκαλάκια του σπιτιού του με μιά κιθάρα και γύρω του παιδιά της γειτονιάς, να παίζει Poll, Olympians, κλπ.. Στο τέλος μάλιστα έπαιζε κάτι γρήγορο, άγνωστο, χτυπούσε και το ηχείο της κιθάρας και τα παιδιά ψιθύριζαν “..σαντάνα..”. Βέβαια ούτε λόγος να ξέρω τον Σαντάνα στα 6-7 μου, αλλά η εικόνα μου άρεσε και ήθελα πολύ να του μοιάσω. ‘Ετσι λοιπόν, ζήτησα την κιθάρα από τον Άη-Βασίλη.

Αυτός βέβαια, όντας άμουσος, στο σπίτι μας είχαμε ραδιόφωνο αλλά άνοιγε μόνον τις Κυριακές τα απογεύματα για να ακούει μάτς, δεν ερμήνευσε σωστά το μελλοντικό πάθος μου για την μουσική και μου έφερε ένα βιβλίο. Δερματόδετο, μπορντώ, τον Βίο και την Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Που να φανταζόταν ο άμοιρος Άη-Βασίλης-πατέρας, σε τι μπελάδες θα έβαζε το παιδί του με το ανάγνωσμα αυτό. Ποιός θα διαβάσει την ιστορία και δεν θα ταυτιστεί με την λευτεριά του Αλέξη Ζορμπά; Ποιός δεν θα γοητευτεί από την αγάπη του προς την Γυναίκα, από την διάθεση του να τα ανατρέψει όλα, για να κάνει το κέφι του;

Βέβαια στην ηλικία αυτή, η μαντάμ Ορτάνς μοιάζει (και είναι) μυθική, στοιχειώνει το λευκό από εμπειρίες παιδικό μυαλό και κάνει άλλες ιερόδουλες της λογοτεχνίας να μοιάζουν φεστιβαλικές μπροστά της. Ποιά άλλη ιερόδουλη έχει δώσει το όνομα της σε δρόμο και σε ποιό άλλο μέρος θα μπορούσε να γίνει αυτό παρά στην Κρήτη; Όλα αυτά στην κατσαρόλα, ο Αλέξης Ζορμπάς (που το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος), η μαντάμ Ορτάνς, η Κρήτη και νάσου ένας νεαρός “εγκληματίας”.

Ο Ζορμπάς κοίταξε τ’ αστέρια, με το στόμα ανοιχτό, σα να τά ‘βλεπε για πρώτη φορά.
-Τι γίνεται εκεί απάνω! μουρμούρισε.
Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε.
-Ξέρεις να μου πεις, αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκινημένη μέσα στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τι πάει να πουν όλα αυτά; Ποιος τα έκαμε; Γιατί τα έκαμε; Και πάνω απ’ όλα, ετούτο (η φωνή του Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί να πεθαίνουμε;
-Δεν ξέρω, Ζορμπά! αποκρίθηκα, και ντράπηκα σα να με ρωτούσαν το πιο απλό πράμα, το πιο απαραίτητο, και δεν μπορουσα να το εξηγήσω.
-Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν.
Όμοια γούρλωσαν και μιαν άλλη νύχτα, όταν με ρώτησε αν χορεύω και του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω χορό *.
Σώπασε λίγο, άξαφνα ξέσπασε:
-Τότε τι ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; ‘Αμα δεν λένε αυτό τι λένε;
-Λένε τη στενοχώρια του ανθρώπου που δεν μπορεί ν’ απαντήσει σε αυτά που ρωτάς, Ζορμπά, αποκρίθηκα.
-Να τη βράσω τη στενοχώρια τους! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση το πόδι του στις πέτρες.

Χρόνια μετά, πέφτει στα χέρια μου το νέο βιβλίο του Κώστα Μουρσελά με τίτλο “Βαμμένα κόκκινα μαλλιά”. Μην απορείτε πως ταυτίστηκα με τον Λούη, τον ήρωα που έμοιαζε τόσο με τον Αλέξη Ζορμπά, έναν άνθρωπο επίσης υπαρκτό, που η γυναίκα γράφονταν με Γ κεφαλαίο στη ζωή του, έναν άνθρωπο τσαπατσούλη, αναχωρητικό, αλλά κατά βάθος αυθεντικό, μερακλή και πηγαίο. Ήδη υπό την επήρρεια του Ζορμπά είχα κάνει τις 1000 ανατροπές, είχα αγαπήσει και είχα αγαπηθεί, είχα πληγώσει και είχα πληγωθεί, είχα αφήσει εκατοντάδες πράγματα στη μέση, είχα καεί και είχα ξαναγεννηθεί δεκάδες φορές. Ένα παιδικό είδωλο εμφανίστηκε πάλι, με άλλη μορφή, στα 30 μου περίπου, εκεί που η ζωή σε συντρίβει με την ταχύτητα της, δίχως να σε αφήνει να πάρεις ανάσα. Αυτή τη φορά όμως αισθάνθηκα πως ήμουν από την πλευρά του συγγραφέα, ενός ανθρώπου που δεν κατάφερε τίποτε, πέρα από το να αποτυπώσει το ασυνείδητο του στο χαρτί, δεν είχα καταφέρει να γίνω αρκετά Αλήτης, δεν είχα καταφέρει να γίνω αρκετά Αυθεντικός, Μερακλής. Ήταν συγκλονιστική η παραδοχή, όπως ήταν βουβό το κλάμα για ότι χάθηκε στο χρόνο χωρίς καν να το διαπραγματευτώ.

η Γυναίκα..

Ξαφνικά διαπίστωσα πως είχα μπει στο παιχνίδι των στρατηγικών, με στόχους άπιαστους, δίχως να με νοιάζει η διαδρομή, βλέποντας απλά το χέρι μου να προσπαθεί να πιάσει τα απροσπέλαστα. Ηταν και η γραφή του Μουρσελά που λάτρευα, θεατρικός με μπόλικους διαλόγους, με τσάκισε.. Κάποια στιγμή, αργότερα είχα την ευτυχία να τον γνωρίσω. Όχι τον Μουρσελά, τον Λούη (το πραγματικό του όνομα ήταν Μανώλης). Απλός, ήρεμος, στα 70 παρά του, να λέει ιστορίες με τον δικό του τρόπο, ακόμα μια φορά θαύμασα τον Μουρσελά για το πόσο ωραία τον είχε αποτυπώσει στο χαρτί. Και σήμερα, βλέπω πως ο Λούης πέθανε, στα 81 του. Ένοιωσα πως έπρεπε να γράψω κάτι…

Ο Κώστας Μουρσελάς μιλώντας στο «Έθνος» περιέγραψε ως εξής την πρώτη συνάντησή του με τον θρυλικό Λούη: «Τον γνώρισα όταν ήμουν μαθητής στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου, στη Αγια-Σοφιά, στον Πειραιά. Ερχόταν εκεί και μας πουλούσε βιβλία με δόσεις. Μου έκανε εντύπωση η εξυπνάδα του αλλά και οι γνώσεις του σε όλα τα επίπεδα. Μου φαινόταν πραγματικά περίεργο πώς ένας άνθρωπος του δημοτικού γνώριζε τόσα πολλά πράγματα. Ηταν αντικομφορμιστής και διέθετε μια ποιητική αναρχικότητα, μια ποιητική τρέλα. Ηταν ιδιαίτερα γοητευτικός και βαθιά ερωτεύσιμος. Η κύρια εντύπωση που μου έδινε είναι πως πρόκειται για έναν άνθρωπο που ξεπερνά την εποχή του…».

Μερακλίδικη καρδιά και όπως μου είχε γράψει και η φίλη μου η Ζέτα “…οι μερακλίδικες καρδιές δεν ξέρουν απο στρατηγικές“.

* ο μόνος χορός που έχω χορέψει, είναι το Βάλς του γάμου, από τον Μελισσοκόμο, του Αγγελόπουλου, μουσική της Καραΐνδρου, στον γάμο μου.

1 Comment

  1. vagianos

    …ειμαστε ο,τι ειδαμε, ο,τι νιωσαμε, ο,τι καταλαβαμε…..

    Reply

Leave a Comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *